O Maedhros, που ονομάζεται επίσης Maedhros ο Ψηλός, ήταν ένας από τους πρίγκιπες των Noldor, ο μεγαλύτερος από τους επτά Γιούς του Fëanor και της Nerdanel και επικεφαλής του Οίκου του Fëanor μετά το θάνατο του πατέρα του στη Μέση-Γη. Είχε άγριο πνεύμα που σκλήρυνε από το μαρτύριο που τον υπέβαλλε ο Morgoth στα Thangorodrim, αν και σίγουρα ήταν πιο ήπιο από του πατέρα του. Ήταν εξαιρετικά εξειδικευμένος ξιφομάχος, παρά την απώλεια του δεξιού του χεριού. Ήταν γνωστός για την ομορφιά του, ιδίως για τα βαθυκόκκινα μαλλιά του, τα οποία ήταν σε αντίθεση με τα σκούρα μαλλιά των βασιλικών συγγενών του. Για εκατοντάδες χρόνια, ηγήθηκε του Οίκου του ενάντια στις δυνάμεις του Morgoth, ο Όρκος όμως που πήρε ο ίδιος και οι έξι αδερφοί του για την ανάκτηση των Silmarils τον οδήγησε τελικά στον θάνατό του. Όταν πέθανε στο τέλος της Πρώτης Εποχής κατείχε ένα από τα Silmarils. Σύμφωνα με σημειώσεις αναφορικά με τις ετυμολογίες των ονομάτων, το όνομα Maedhros είναι πρωτότυπο Noldorin και λέγεται ότι σημαίνει "Χλωμή Λάμψη".
O Μαέδρος γεννήθηκε στo Βάλινορ κατά τη διάρκεια των Χρόνων των Δέντρων. Το όνομα που του δόθηκε από τον πατέρα του ήταν Νελυαφίνγουε (Nelyafinwë), που σημαίνει "Φίνγουε ο Τρίτος" στην Κουένυα. Το όνομα που του δόθηκε από την μητέρα του ήταν Μαιτίμο (Maitimo), "Καλοσχηματισμένος", γιατί ήταν γνωστός για την ωραιότητά του.
Μετά την εξορία του Φέανορ από την Τίριον πήγε με τον πατέρα του στο Φόρμενος. Όταν ο Μόργκοθ σκότωσε τον Φίνγουε και έκλεψε τα αγαπημένα Σίλμαριλς του Φέανορ, ο Μαέδρος ήταν ο πρώτος γιος που έδωσε τον τρομερό Όρκο του Φέανορ να ανακτήσει με οποιοδήποτε κόστος τα λαμπερά κοσμήματα. Ο Μαέδρος πήγε με τον πατέρα του στο Αλκουαλόντε όπου ξέσπασε η Πρώτη Αδελφοκτονία, στην οποία έλαβε μέρος. Όταν ο Φέανορ απέπλευσε χωρίς την ομάδα του Φινγκόλφιν, ο Μαέδρος σκέφτηκε ότι σχεδίαζε να επιστρέψει ώστε να φέρει και τους υπόλοιπους, και περίμενε ότι το πρώτο πλοίο θα μετέφερε τον Φίνγκον, τον ξάδερφο και καλύτερο φίλο του. Όταν έμαθε ότι ο Φέανορ σχεδίαζε στην πραγματικότητα να τους εγκαταλείψει, θύμωσε και αρνήθηκε να βοηθήσει να καούν τα πλοία διότι κάτι τέτοιο θα εμπόδιζε τον Φινγκόλφιν να ακολουθήσει.
Όταν ο Φέανορ σκοτώθηκε στη Μάχη Κάτω από τα Άστρα, ο Μαέδρος έγινε ο Υψηλός Βασιλιάς των Νόλντορ, ωστόσο, η θέση αυτή κρατήθηκε για λίγο, καθώς ο Μόργκοθ έστειλε πρέσβεις, προσποιούμενος την παραίτηση από ένα Σίλμαριλ. Οδηγούμενος από τον Όρκο του, ο Μαέδρος προσποιήθηκε επίσης ότι θα διαπραγματευτεί με τον Μόργκοθ, αλλά, αντίθετα, συνελήφθη από τους απεσταλμένους του Εχθρού και κρεμάστηκε από τον καρπό του δεξιού του χεριού πάνω από τον γκρεμό των Θανγκορόντριμ, για περίπου τριάντα χρόνια. Σε μια τολμηρή διάσωση, ο ξάδελφός του ο Φίνγκον, με τη βοήθεια του Θορόντορ, του βασιλιά των Αετών, τον έσωσε από το μαρτύριό του, αλλά έπρεπε να κόψει το χέρι του Μαέδρος ώστε να τον απελευθερώσει από τα δεσμά του. Όντας ευγνώμων για αυτό και αναζητώντας εξιλέωση για όσα συνέβησαν, ο Μαέδρος παραιτήθηκε από όλες τις αξίωσεις ως κληρονόμος του Φίνγουε και έκανε το θείο του, τον Φινγκόλφιν, τον πατέρα του Φίνγκον, Υψηλό Βασιλιά των Νόλντορ, γεγονός που δεν άρεσε στους αδερφούς του.
Βλέποντας ότι οι αδελφοί του ήταν πιθανό να προκαλέσουν διαμάχες με τους συγγενείς τους, ο Μαέδρος τους μετέφερε έξω από το Χίθλουμ και, αργότερα, κυβέρνησε τα εδάφη γύρω από το Λόφο του Χίμρινγκ, περιοχή που έγινε γνωστή ως η Μοίρα του Μαέδρος. Συμμαχώντας με τον Φινγκόλφιν, κέρδισε την Ένδοξη Μάχη και, χάρη στην τόλμη του κατά τη διάρκεια της Μάχης της Ξαφνικής Φλόγας, το Χίμρινγκ επέζησε όταν άλλα βασίλεια των Ξωτικών έπεσαν.
Μαθαίνοντας για τα κατορθώματα των Μπέρεν και Λούθιεν, πήρε ελπίδα και συγκέντρωσε τους αδελφούς του και ενώθηκαν με άλλους Οίκους των Ξωτικών, ώστε δημιούργησαν την Ένωση του Μαέδρος, μια συμμαχία για να πολιορκήσουν την Άνγκμπαντ, το φρούριο του Μόργκοθ. Ωστόσο, δεν ήρθε βοήθεια ούτε από τον Θίνγκολ ούτε από τη Νάργκοθροντ, λόγω των πράξεων του Κέλεγκορμ και του Κουρούφιν, των αδελφών του Μαέδρος. Η Ένωση και η πολιορκία έσπασαν ολοκληρωτικά μετά την ήττα στη Μάχη των Αμέτρητων Δακρύων. Το Χίμρινγκ φρουρούταν από Ορκς, ενώ ο Μαέδρος και τα αδέλφια του ζούσαν στην Οσσίριαντ.
Ο Μαέδρος έμαθε ότι ο Ντίορ, ο γιος του Μπέρεν και της Λούθιεν, είχε κληρονομήσει το Σίλμαριλ που είχαν πάρει οι γονείς του από τον Μόργκοθ. Εξακολουθώντας να οδηγείται από τον Όρκο του, επέτρεψε στον αδελφό του τον Κέλεγκορμ να επιτεθεί στο Ντόριαθ. Οι Κέλεγκορμ, Καράνθιρ και Κουρούφιν σκοτώθηκαν από τον Ντίορ Ελούχιλ, τον Βασιλιά του Ντόριαθ, ο οποίος με τη σειρά του σκοτώθηκε από αυτούς. Οι γιοί του Ντίορ, οι Έλουρεντ και Ελούριν, συνελήφθησαν και εγκαταλείφθηκαν από τους υπηρέτες του Κέλεγκορμ στο δάσος, κάτι που έκανε μάταια τον Μαέδρος να ψάξει για τους αθώους νέους. Αφού έμαθε ότι η Έλγουινγκ, η κόρη του Ντίορ, είχε επιζήσει, αυτός και οι επιζώντες αδελφοί του επιτέθηκαν με ένα στρατό στα απομεινάρια του λαού του Ντόριαθ που ζούσαν στα καταφύγια των Λιμανιών του Σίριον. Οι πρίγκιπες των Νόλντορ σκότωσαν πολλά Ξωτικά και συνέλαβαν τους γιους της Έλγουινγκ, τους Έλροντ και Έλρος κατά τη λεηλασία, αλλά η Έλγουινγκ δραπέτευσε με το Σίλμαριλ, πηδώντας από ένα γκρεμό.
Μετά τον Πόλεμο της Οργής, ο ίδιος και ο τελευταίος επιζών αδελφός του, ο Μάγκλορ, έκλεψαν τα δύο εναπομείναντα Σίλμαριλς που πήραν οι Βάλαρ από τον Μόργκοθ. Τα κοσμήματα όμως, λόγω των κακών πράξεων που διέπραξαν τα αδέρφια για να τα πάρουν πίσω, έκαψαν τα χέρια τα δικά του και του Μάγκλορ. Ανίκανος να υποφέρει τον πόνο, ο Μαέδρος έριξε τον εαυτό του και το Σίλμαριλ που κρατούσε σε ένα χάσμα φωτιάς, ενώ ο Μάγκλορ το πέταξε στη Μεγάλη Θάλασσα. Ο Μαέδρος είναι το μόνο γνωστό Ξωτικό που αυτοκτόνησε και δεν είναι βέβαιο αν τελικά απελευθερώθηκε από τον Μάντος ή αν εξακολουθεί να παραμένει εκεί με τον πατέρα του.
Όταν ο Φέανορ σκοτώθηκε στη Μάχη Κάτω από τα Άστρα, ο Μαέδρος έγινε ο Υψηλός Βασιλιάς των Νόλντορ, ωστόσο, η θέση αυτή κρατήθηκε για λίγο, καθώς ο Μόργκοθ έστειλε πρέσβεις, προσποιούμενος την παραίτηση από ένα Σίλμαριλ. Οδηγούμενος από τον Όρκο του, ο Μαέδρος προσποιήθηκε επίσης ότι θα διαπραγματευτεί με τον Μόργκοθ, αλλά, αντίθετα, συνελήφθη από τους απεσταλμένους του Εχθρού και κρεμάστηκε από τον καρπό του δεξιού του χεριού πάνω από τον γκρεμό των Θανγκορόντριμ, για περίπου τριάντα χρόνια. Σε μια τολμηρή διάσωση, ο ξάδελφός του ο Φίνγκον, με τη βοήθεια του Θορόντορ, του βασιλιά των Αετών, τον έσωσε από το μαρτύριό του, αλλά έπρεπε να κόψει το χέρι του Μαέδρος ώστε να τον απελευθερώσει από τα δεσμά του. Όντας ευγνώμων για αυτό και αναζητώντας εξιλέωση για όσα συνέβησαν, ο Μαέδρος παραιτήθηκε από όλες τις αξίωσεις ως κληρονόμος του Φίνγουε και έκανε το θείο του, τον Φινγκόλφιν, τον πατέρα του Φίνγκον, Υψηλό Βασιλιά των Νόλντορ, γεγονός που δεν άρεσε στους αδερφούς του.
Βλέποντας ότι οι αδελφοί του ήταν πιθανό να προκαλέσουν διαμάχες με τους συγγενείς τους, ο Μαέδρος τους μετέφερε έξω από το Χίθλουμ και, αργότερα, κυβέρνησε τα εδάφη γύρω από το Λόφο του Χίμρινγκ, περιοχή που έγινε γνωστή ως η Μοίρα του Μαέδρος. Συμμαχώντας με τον Φινγκόλφιν, κέρδισε την Ένδοξη Μάχη και, χάρη στην τόλμη του κατά τη διάρκεια της Μάχης της Ξαφνικής Φλόγας, το Χίμρινγκ επέζησε όταν άλλα βασίλεια των Ξωτικών έπεσαν.
Μαθαίνοντας για τα κατορθώματα των Μπέρεν και Λούθιεν, πήρε ελπίδα και συγκέντρωσε τους αδελφούς του και ενώθηκαν με άλλους Οίκους των Ξωτικών, ώστε δημιούργησαν την Ένωση του Μαέδρος, μια συμμαχία για να πολιορκήσουν την Άνγκμπαντ, το φρούριο του Μόργκοθ. Ωστόσο, δεν ήρθε βοήθεια ούτε από τον Θίνγκολ ούτε από τη Νάργκοθροντ, λόγω των πράξεων του Κέλεγκορμ και του Κουρούφιν, των αδελφών του Μαέδρος. Η Ένωση και η πολιορκία έσπασαν ολοκληρωτικά μετά την ήττα στη Μάχη των Αμέτρητων Δακρύων. Το Χίμρινγκ φρουρούταν από Ορκς, ενώ ο Μαέδρος και τα αδέλφια του ζούσαν στην Οσσίριαντ.
Ο Μαέδρος έμαθε ότι ο Ντίορ, ο γιος του Μπέρεν και της Λούθιεν, είχε κληρονομήσει το Σίλμαριλ που είχαν πάρει οι γονείς του από τον Μόργκοθ. Εξακολουθώντας να οδηγείται από τον Όρκο του, επέτρεψε στον αδελφό του τον Κέλεγκορμ να επιτεθεί στο Ντόριαθ. Οι Κέλεγκορμ, Καράνθιρ και Κουρούφιν σκοτώθηκαν από τον Ντίορ Ελούχιλ, τον Βασιλιά του Ντόριαθ, ο οποίος με τη σειρά του σκοτώθηκε από αυτούς. Οι γιοί του Ντίορ, οι Έλουρεντ και Ελούριν, συνελήφθησαν και εγκαταλείφθηκαν από τους υπηρέτες του Κέλεγκορμ στο δάσος, κάτι που έκανε μάταια τον Μαέδρος να ψάξει για τους αθώους νέους. Αφού έμαθε ότι η Έλγουινγκ, η κόρη του Ντίορ, είχε επιζήσει, αυτός και οι επιζώντες αδελφοί του επιτέθηκαν με ένα στρατό στα απομεινάρια του λαού του Ντόριαθ που ζούσαν στα καταφύγια των Λιμανιών του Σίριον. Οι πρίγκιπες των Νόλντορ σκότωσαν πολλά Ξωτικά και συνέλαβαν τους γιους της Έλγουινγκ, τους Έλροντ και Έλρος κατά τη λεηλασία, αλλά η Έλγουινγκ δραπέτευσε με το Σίλμαριλ, πηδώντας από ένα γκρεμό.
Μετά τον Πόλεμο της Οργής, ο ίδιος και ο τελευταίος επιζών αδελφός του, ο Μάγκλορ, έκλεψαν τα δύο εναπομείναντα Σίλμαριλς που πήραν οι Βάλαρ από τον Μόργκοθ. Τα κοσμήματα όμως, λόγω των κακών πράξεων που διέπραξαν τα αδέρφια για να τα πάρουν πίσω, έκαψαν τα χέρια τα δικά του και του Μάγκλορ. Ανίκανος να υποφέρει τον πόνο, ο Μαέδρος έριξε τον εαυτό του και το Σίλμαριλ που κρατούσε σε ένα χάσμα φωτιάς, ενώ ο Μάγκλορ το πέταξε στη Μεγάλη Θάλασσα. Ο Μαέδρος είναι το μόνο γνωστό Ξωτικό που αυτοκτόνησε και δεν είναι βέβαιο αν τελικά απελευθερώθηκε από τον Μάντος ή αν εξακολουθεί να παραμένει εκεί με τον πατέρα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου