O Curufin, ο επονομαζόμενος επίσης Επιδέξιος, ήταν πρίγκηπας των Ñoldor και ο πέμπτος από τους επτά γιους του Fëanor και της Nerdanel. Ήταν ο αγαπημένος του Fëanor και του έμοιαζε πολύ στην εμφάνιση, στην ιδιοσυγκρασία και στην ικανότητα. Το όνομα που του δόθηκε απ' τον πατέρα του ήταν Curufinwë ("Επιδέξιος γιος του Finwë). Ήταν επίσης ο πατέρας του Celebrimbor, του μεγαλύτερου τεχνίτη του Eregion (και της Μέσης-Γης γενικότερα, μετά τον Fëanor), που σφυρηλάτησε τα Τρία Δαχτυλίδια των Ξωτικών.
Ο Κουρούφιν γεννήθηκε στην Τίριον κατά τη διάρκεια των Χρόνων των Δέντρων και του δόθηκε το όνομα Κουρουφίνγουε (Curufinwë, Επιδέξιος γιος του Φίνγουε), ίδιο με του πατέρα του. Το όνομα που του έδωσε η μητέρα του ήταν Αταρίνκε (Atarinkë, Μικρός Πατέρας). Όσο βρισκόταν ακόμη στο Βάλινορ παντρεύτηκε και απέκτησε ένα γιο, τον Κελεμπρίμπορ, ο οποίος ήταν σε πλήρη αντίθεση με τον πατέρα του και που αργότερα αντιπάθησε τις πράξεις και τις σχέσεις του με τους άλλους Νόλντορ.
Όπως και με τους άλλους γιους του Φέανορ, ο Κουρούφιν δεσμεύτηκε από τον τρομερό Όρκο να ανακτήσει με κάθε κόστος τα Σίλμαριλς του πατέρα του, τα οποία είχαν κλαπεί από τον Σκοτεινό Άρχοντα Μόργκοθ. Ο Όρκος οδήγησε εκείνον και τους αδελφούς του στην Μέση-Γη κατά τη διάρκεια της Πρώτης Εποχής όπου ίδρυσαν βασίλεια στην εξορία, έκαναν πολέμους εναντίον των στρατών του Μόργκοθ, πολέμησαν την ίδια τους τη φυλή και τελικά επέφεραν την καταστροφή στον εαυτό τους.
Ο Κουρούφιν έζησε με τον αδελφό του τον Κέλεγκορμ στο Χίμλαντ, ένα πέρασμα που οδηγούσε στο Βασιλείο του Ντόριαθ, το οποίο οχύρωσαν τα δύο αδέλφια και το κρατούσαν μέχρι τη Μάχη της Ξαφνικής Φλόγας. Μετά τη μάχη και αφού τα δύο αδέλφια είχαν ηττηθεί, έφυγαν με τους δικούς τους για τη Νάργκοθροντ, όπου ο ξάδελφός τους, ο Βασιλιάς Φίνροντ, τους καλωσόρισε. Λίγο μετά, ο Μπέρεν ήρθε επίσης στη Νάργκοθροντ για να ζητήσει βοήθεια. Ο Φίνροντ, λόγω του ότι είχε δώσει όρκο στον πατέρα του Μπέρεν, τον Μπάραχιρ, να βοηθήσει τον ίδιο και τους συγγενείς του αν παραστεί ανάγκη, αποφάσισε να βοηθήσει τον Μπέρεν, αλλά οι Κουρούφιν και Κέλεγκορμ, ενθυμούμενοι τον δικό τους όρκο, έπεισαν φοβίζοντας τους ανθρώπους της Νάργκοθροντ να μην τον ακολουθήσουν και να μην κάνουν ανοιχτό πόλεμο εναντίον του Μόργκοθ. Ως εκ τούτου, ο Φίνροντ έπρεπε να φύγει με ελάχιστους πολεμιστές, συμπεριλαμβανομένου και του Μπέρεν, πεθαίνοντας λίγο αργότερα. Ο ανιψιός του, ο Ορόντρεθ, έγινε κυβερνήτης στη θέση του.
Αργότερα, οι Κουρούφιν και Κέλεγκορμ πήγαν για κυνήγι με τον Χούαν, το κυνηγόσκυλο του Κέλεγκορμ, και βρήκαν τη Λούθιεν, την κόρη του Θίνγκολ, να ψάχνει για τον Μπέρεν. Υποκρινόμενοι ότι θα την βοηθούσαν, την έπιασαν αιχμάλωτη και την πήγαν στη Νάργκοθροντ, διότι ο Κέλεγκορμ την είχε ερωτευτεί και θα ζητούσε από τον Θίνγκολ το χέρι της. Ο Χούαν, ωστόσο, βοήθησε τη Λούθιεν να ξεφύγει και μαζί απελευθέρωσαν τον Μπέρεν και άλλους σκλάβους από τον Σάουρον. Όταν αυτοί οι σκλάβοι επέστρεψαν, οι άνθρωποι της Νάργκοθροντ αντιλήφθηκαν την προδοσία των δύο αδελφών και, αν και ο Ορόντρεθ δεν θα τους άφηνε να σκοτωθούν, εντούτοις τους πέταξε έξω από τη Νάργκοθροντ.
Λόγω των κακών πράξεων των Κέλεγκορμ και Κουρούφιν, οι Θίνγκολ και Ορόντρεθ δεν εντάχθηκαν στην Ένωση του Μαέδρος εναντίον του Μόργκοθ. Ο Κουρούφιν πέθανε στην Δεύτερη Αδελφοκτονία, όταν οι γιοί του Φέανορ επιτέθηκαν στο Ντόριαθ για να πάρουν το Σίλμαριλ που είχε στην κατοχή του ο Βασιλιάς Ντίορ, ο γιος του Μπέρεν και της Λούθιεν. Ο Κέλεγκορμ και ο Καράνθιρ πέθαναν μαζί του κατά τη διάρκεια της επίθεσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου