Νίενορ

H Nienor ήταν η κόρη του Hurin και της Morwen και η αδελφή του Turin. Παντρεύτηκε τον αδελφό της εν αγνοία της. Ο Hurin και η Morwen, εκτός από τη Nienor και τον Turin είχαν άλλη μια κόρη τη Lalaith - η οποία πέθανε όταν ήταν παιδί, πριν γεννηθεί η Nienor.


Ο Χούριν συνελήφθη στη Μάχη των Αμέτρητων Δακρύων το 472 της Πρώτης Εποχής, ενώ η Μόργουεν ήταν έγκυος στη Νίενορ. Μετά τη μάχη, ο Μόργκοθ έστειλε Ανατολίτες να καταλάβουν το Χίθλουμ, συμπεριλαμβανομένης της περιοχής του Ντορ-λόμιν όπου έζησαν η Μόργουεν και ο Τούριν. Η Μόργουεν φοβούμενη ότι οι Ανατολίτες θα υποδουλώσουν τον Τούριν, τον έστειλε να ζήσει με τον βασιλιά Θίνγκολ του Ντόριαθ το φθινόπωρο του 472.

Στις αρχές του 473, η Μόργουεν γέννησε τη Νίενορ. Ήταν ψηλή και είχε χρυσά μαλλιά και γαλανά μάτια. Το 494, η Μόργουεν και η Νίενορ άφησαν το Ντορ-λόμιν και πήγαν να βρουν τον Τούριν στο Ντόριαθ, αλλά εκείνος είχε φύγει. Η Μόργουεν και η Νίενορ έμειναν στο Ντόριαθ ως επισκέπτες του Θίνγκολ και της συζύγου του, Μέλιαν.

Ο Τούριν ήταν στη Νάργκοθροντ όταν ο Γκλάουρουνγκ ο Δράκος επιτέθηκε το 495. Ο Γκλάουρουνγκ έκανε μάγια στον Τούριν και του είπε ψέματα, λέγοντάς του ότι η Μόργουεν και η Νίενορ υποδουλώθηκαν στο Ντορ-λόμιν. Ο Τούριν πείστηκε να πάει να σώσει τη μητέρα του και την αδελφή του, αντί να σώσει τη ζωή της Φιντούιλας - κόρη του βασιλιά Όροντρεθ της Νάργκοθροντ - η οποία συνελήφθη από Όρκς και σκοτώθηκε. Όταν έφτασε στο Ντορ-λόμιν, ο Τούριν συνειδητοποίησε ότι είχε εξαπατηθεί. Η Μόργουεν εν τω μεταξύ είχε μάθει από πρόσφυγες από τη Νάργκοθροντ ότι ο Τούριν ήταν εκεί. Το 496, έβαλε ως στόχο να βρει τον Τούριν πηγαίνοντας ενάντια στις συμβουλές του Θίνγκολ και της Μέλιαν. Ο Θίνγκολ έστειλε μια ομάδα από οδοιπόρους-φύλακες, με επικεφαλής τον Μάμπλουνγκ, να την ακολουθήσουν. Η Νίενορ πήγε μαζί τους κρυφά για να προστατεύσει τη μητέρα της, με την ελπίδα ότι η Μόργουεν θα αποφασίσει να γυρίσει πίσω. Όταν η ταυτότητα της Νίενορ αποκαλύφθηκε η Μόργουεν αρνήθηκε να πάει πίσω, αλλά διέταξε τη Νίενορ να επιστρέψει στο Ντόριαθ. Αλλά η Νίενορ ήταν θαρραλέα και επέμενε να συνοδεύει τη μητέρα της στη Νάργκοθροντ.

Tαξίδεψαν στο Άμον Έθιρ, σε ένα λόφο μια λεύγα μακρυά από τις πύλες της Νάργκοθροντ. Ο Μάμπλουνγκ άφησε τη Μόργουεν και τη Νίενορ στην κορυφή να φρουρούνται από δέκα αναβάτες, ενώ ο ίδιος πήγε μπροστά για να ερευνήσει. Ο Γκλάουρουνγκ βγήκε από τις πύλες και διέσχισε το Νάρογκ, δημιουργώντας μια αποπροσανατολιστική ομίχλη και κάνοντας τα νερά να αναδύουν μια τρομερή δυσοσμία. Οι φρουροί προσπάθησαν να οδηγήσουν τη Μόργουεν και τη Νίενορ μακριά με ασφάλεια, αλλά τα άλογα τους τυφλώθηκαν και τρομοκρατήθηκαν στην ομίχλη. Η Νίενορ έπεσε από το άλογό της. Επέστρεψε στο Άμον Έθιρ ώστε ο Μάμπλουνγκ να είναι σε θέση να τη βρει.

Όταν η Νίενορ έφτασε στην κορυφή του Άμον Έθιρ, κοίταξε τον Γκλάουρουνγκ τον Δράκο στα μάτια, ο οποίος είχε ανέβει από την άλλη πλευρά. Η Νίενορ παρόλο που είχε μεγάλη θέληση, έπεσε κάτω από την μαγεία του Δράκου και αυτός την έκανε να ξεχάσει ποιά ήταν. Ο Μάμπλουνγκ την βρήκε να βρίσκεται σε έκσταση και την οδήγησε πίσω προς το Ντόριαθ, αλλά ένα βράδυ δέχθηκαν επίθεση από Όρκς και η Νίενορ τράπηκε σε φυγή. Η Νίενορ έτρεξε προς βορρά, σκίζοντας τα ρούχα της καθώς πήγαινε. Ξεπέρασε όχι μόνο τα Όρκς αλλά και την ομάδα του Μάμπλουνγκ. Διέσχισε το Τέιγκλιν στο Δάσος του Μπρέθιλ όπου ζούσε ο
Τούριν. Κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας, ο Τούριν τη βρήκε γυμνή και ξαπλωμένη στο Χάουν-εν-Έλεθ, τον τάφο της Φιντούιλας. Ο Τούριν δεν είχε δει ποτέ την αδελφή του τη Νίενορ και δεν ήξερε ποια ήταν. Της είπε ότι το όνομά του ήταν Τουράμπαρ. Δεν θυμήθηκε τίποτα από το παρελθόν της και έκλαψε όταν ο Τούριν τη ρώτησε το όνομά της. Έτσι την ονόμασε Νίνιελ, που σημαίνει "Η Κόρη των Δακρύων". Και οι δύο θεώρησαν ότι είχαν βρει ο ένας στον άλλο κάτι που αναζητούσαν εδώ και καιρό.

Ο Τούριν πήγε τη Νίνιελ στο Έφελ Μπράντιρ, ένα περιτειχισμένο χωριό στο Άμον Όμπελ. Καθώς διέσχιζαν τη γέφυρα πάνω από το Κέλεμπρος κοιτάζοντας κάτω στις απότομες χαράδρες του Τέιγκλιν, η Νίνιελ ανατρίχιασε και αρρώστησε. Έπειτα, οι καταρράκτες του Ντίμροστ κάτω από τη γέφυρα ονομάστηκαν Νεν-Γκίριθ, το Ανατριχιαστικό Νερό. Ο Μπράντιρ, ο ηγέτης των Ανδρών του Δάσους του Μπρέθιλ, χρησιμοποίησε τις ικανότητές του ως θεραπευτής ώστε να αποκαταστήσει την υγεία της Νίνιελ. Το ξόρκι της λήθης ήταν τόσο ισχυρό που η Νίνιελ δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε καν τις λέξεις για τα απλά πράγματα και έπρεπε να μάθει να μιλάει από την αρχή. Ο Μπράντιρ ερωτεύτηκε τη Νίνιελ, αλλά εκείνη έβλεπε τον Μπράντιρ σαν αδελφό της. Εν αγνοία της ερωτεύτηκε τον πραγματικό αδελφό της, τον Τούριν, και την ερωτεύτηκε και εκείνος.

Το 497, ο
Τούριν ζήτησε από τη Νίνιελ να τον παντρευτεί. Ο Μπράντιρ τη συμβούλευσε να περιμένει, όχι μόνο λόγω των συναισθημάτων του για εκείνη, αλλά και επειδή είχε ένα προαίσθημα στη σκέψη του γάμου της Νίνιελ και του Τούριν. Ο Μπράντιρ της είπε ότι ο άνθρωπος που ήξερε ως Τουράμπαρ ήταν ο Τούριν, γιος του Χούριν, και ότι ήταν πιθανό να την αφήσει για να πάει στον πόλεμο. Η Νίνιελ δεν αναγνώρισε το όνομα, αλλά ένιωσε μια σκιά αμφιβολίας και ζήτησε από τον Τούριν περισσότερο χρόνο.

Την επόμενη άνοιξη του 498, ο
Τούριν ζήτησε ξανά τη Νίνιελ σε γάμο, και της υποσχέθηκε ότι αν τον παντρευτεί δεν θα πάει στη μάχη, εκτός αν πρέπει να υπερασπιστεί την ίδια ή το σπίτι τους. Η Νίνιελ συμφώνησε και παντρευτήκανε μέσα στο κατακαλόκαιρο. Οι άνθρωποι του δάσους τους έδωσαν ένα σπίτι στο Έφελ Μπράντιρ. Πριν από το τέλος του έτους, ο Γκλάουρουνγκ έστειλε Όρκς να επιτεθούν στους Άνδρες του Δάσους του Μπρέθιλ. Στην αρχή ο Τούριν έμεινε στο σπίτι όπως είχε υποσχεθεί στη Νίνιελ, αλλά τελικά βγήκε έξω για να βοηθήσει τους Ανθρώπους του Δάσους να νικήσουν τα Όρκς.

Την άνοιξη του 499, η Νίνιελ έμεινε έγκυος και έγινε λυπημένη και απόμακρη. Ο Γκλάουρουνγκ ήρθε στα σύνορα του Δάσους του Μπρέθιλ στο τέλος της άνοιξης. Η Νίνιελ παρακάλεσε τον Τούριν να φύγει, αλλά εκείνος πήγε να αντιμετωπίσει το Δράκο στις Χαράδρες του Τέιγκλιν. Η Νίνιελ συγκέντρωσε πολλούς από τους Ανθρώπους του Δάσους για να ακολουθήσουν τον Τούριν και έφτασαν μέχρι το Νεν-Γκίριθ. Καθώς ο Γκλάουρουνγκ διέσχισε το Τέιγκλιν πάνω από το φαράγγι που ονομάζεται το Άλμα του Ελαφιού, ο Τούριν περίμενε από κάτω και μαχαίρωσε τον Δράκο με το Γκούρθανγκ. Η Νίνιελ άκουσε τις κραυγές του Γκλάουρουνγκ στο Νεν-Γκίριθ και την κατέβαλε ο τρόμος. Ο Μπράντιρ προσπάθησε να οδηγήσει τη Νίνιελ μακριά με ασφάλεια, αλλά εκείνη δεν άφηνε τον Τούριν. Έτρεξε στο Άλμα του Ελαφιού όπου ο Γκλάουρουνγκ πέθαινε.

Η Νίνιελ βρήκε τον
Τούριν αναίσθητο και φαινομενικά νεκρό. Του έδεσε το πληγωμένο χέρι του και του μίλησε, αλλά εκείνος δεν ξυπνούσε. Ξεψυχώντας ο Γκλάουρουνγκ είπε στη Νίνιελ ότι ο Τούριν ήταν ο αδελφός της. Όταν ο Γκλάουρουνγκ πέθανε, λύθηκε το ξόρκι της λήθης και η Νίνιελ θυμήθηκε τα πάντα. Πήδηξε από το Άλμα του Ελαφιού στο Τέιγκλιν, σκοτώνοντας έτσι τον εαυτό της και το αγέννητο παιδί της. Στη συνέχεια το φαράγγι ονομάστηκε Κάλεμπ Ναεράμαρθ, το  Άλμα της Φοβερής Μοίρας. Όταν ο Τούριν έμαθε τι είχε συμβεί αυτοκτόνησε και εκείνος. Θάφτηκε εκεί που έπεσε, και το όνομα Νίενορ Νίνιελ χαράκτηκε στην ταφόπλακά του, αν και το σώμα της δεν βρέθηκε ποτέ. Το 501, η Μόργουεν βρήκε τον τάφο και πέθανε εκεί. Μετά την καταστροφή του Μπελέριαντ στο τέλος της Πρώτης Εποχής, η ταφόπλακα παρέμεινε πάνω από το νερό όπως ένα νησί και ονομάστηκε Τολ Μόργουεν.


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τι θλιβερή ιστορία. Ειλικρινά, επιλέγεις πολύ ωραία θέματα.

Ανώνυμος είπε...

Συνέχισε, όποτε μπορείς. Ξέρω πολλούς στην περιοχή μου και γενικώς σε όλη τη χώρα που πετάνε τη σκούφια τους για οτιδήποτε έχει σχέση με Τόλκιν. Όντας μέλος του Συλλόγου Φίλων Τόλκιν, σε βεβαιώνω ότι το μπλογκ σου είναι ίσως το καλύτερο στα Ελληνικά για το μεγάλο συγγραφέα.
Ειλικρινώς υμέτερος,
Κομνηνός Μιχαηλίδης.