O Tulkas (στην Quenya "Ισχυρός" ή "Ακλόνητος") ήταν ένας Ainu, ο σύζυγος της Valie Nessa και o Vala ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη συμμετοχή στον πόλεμο. Ήταν ο τελευταίος από τους Valar που κατέβηκαν στην Arda, ερχόμενος προς ενίσχυση των άλλων όταν άκουσε ότι είχαν πόλεμο με τον Melkor. Ονομαζόταν επίσης Tulukhastāz (στη γλώσσα των Valar "τα Χρυσά Μαλλιά") ή Astaldo ("ο Γενναίος"), ενώ στη διάλεκτο των Noldor το όνομά του είναι Tulcus ("Ισχυρός").
O Τούλκας αναφέρεται ότι είχε κατακόκκινο δέρμα, xρυσά μαλλιά και γένια, δεν κρατούσε όπλο και δεν ίππευε άλογο, ενώ έτεινε να είναι ανυπόμονος (βιαζόταν να πολεμήσει τον Μέλκορ και προέτρεπε τους Βάλαρ να κάνουν πόλεμο πριν το Ξύπνημα των Ξωτικών). Ευχαριστιόταν στην πάλη και στους διαγωνισμούς της δύναμης, και καθότι ο ίδιος ενδιαφερόταν ελάχιστα για το παρελθόν ή το μέλλον, δεν ήταν καλός σύμβουλος, αλλά παρ' όλα αυτά ήταν ένας πολύ καλός φίλος. Ο ίδιος αργούσε να θυμώσει, αλλά επίσης αργούσε και να συγχωρέσει, για το λόγο αυτό, ήταν ένας από τους Βάλαρ που αντιτάχθηκαν στην απελευθέρωση του Μέλκορ.
Έχοντας ακούσει για τον αγώνα των υπολοίπων Βάλαρ ενάντια στον Μέλκορ, ο Τούλκας, ερχόμενος από άλλες περιοχές της Έα, ήταν ο τελευταίος των Βάλαρ που κατέβηκε στην Άρντα για να τον πολεμήσει. Έτσι ανέτρεψε τη μάχη ενάντια στον Μέλκορ, ο οποίος έφυγε μακρυά του και η Άνοιξη της Άρντα ξεκίνησε. Αφότου ανεγέρθησαν οι Δύο Λάμπες και οι Βάλαρ είχαν φτιάξει την πρώτη τους κατοικία στο Άλμαρεν, ο Τούλκας παντρεύτηκε τη Νέσσα σε μια μεγάλη γιορτή, όντας όμως κουρασμένος αποκοιμήθηκε, και ο Μέλκορ αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα του να προβεί σε αντίποινα.
Όταν τα Παιδιά του Ιλούβαταρ ξύπνησαν, οι Βάλαρ έκαναν ένα συμβούλιο σχετικά με τον Μέλκορ. Προς μεγάλη χαρά του Τούλκας, αποφασίστηκε ότι ο Μέλκορ θα πρέπει να απομακρυνθεί. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο ίδιος πάλεψε με τον Μέλκορ και τον έδεσε με την αλυσίδα Ανγκάινορ, η οποία σφυρηλατήθηκε από τον Άουλε. Μετά την απελευθέρωση του Μέλκορ από την αιχμαλωσία, ο Τούλκας παρέμεινε σε εγρήγορση και δυσπιστούσε γι' αυτόν.
O Τούλκας αναφέρεται ότι είχε κατακόκκινο δέρμα, xρυσά μαλλιά και γένια, δεν κρατούσε όπλο και δεν ίππευε άλογο, ενώ έτεινε να είναι ανυπόμονος (βιαζόταν να πολεμήσει τον Μέλκορ και προέτρεπε τους Βάλαρ να κάνουν πόλεμο πριν το Ξύπνημα των Ξωτικών). Ευχαριστιόταν στην πάλη και στους διαγωνισμούς της δύναμης, και καθότι ο ίδιος ενδιαφερόταν ελάχιστα για το παρελθόν ή το μέλλον, δεν ήταν καλός σύμβουλος, αλλά παρ' όλα αυτά ήταν ένας πολύ καλός φίλος. Ο ίδιος αργούσε να θυμώσει, αλλά επίσης αργούσε και να συγχωρέσει, για το λόγο αυτό, ήταν ένας από τους Βάλαρ που αντιτάχθηκαν στην απελευθέρωση του Μέλκορ.
Έχοντας ακούσει για τον αγώνα των υπολοίπων Βάλαρ ενάντια στον Μέλκορ, ο Τούλκας, ερχόμενος από άλλες περιοχές της Έα, ήταν ο τελευταίος των Βάλαρ που κατέβηκε στην Άρντα για να τον πολεμήσει. Έτσι ανέτρεψε τη μάχη ενάντια στον Μέλκορ, ο οποίος έφυγε μακρυά του και η Άνοιξη της Άρντα ξεκίνησε. Αφότου ανεγέρθησαν οι Δύο Λάμπες και οι Βάλαρ είχαν φτιάξει την πρώτη τους κατοικία στο Άλμαρεν, ο Τούλκας παντρεύτηκε τη Νέσσα σε μια μεγάλη γιορτή, όντας όμως κουρασμένος αποκοιμήθηκε, και ο Μέλκορ αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα του να προβεί σε αντίποινα.
Όταν τα Παιδιά του Ιλούβαταρ ξύπνησαν, οι Βάλαρ έκαναν ένα συμβούλιο σχετικά με τον Μέλκορ. Προς μεγάλη χαρά του Τούλκας, αποφασίστηκε ότι ο Μέλκορ θα πρέπει να απομακρυνθεί. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο ίδιος πάλεψε με τον Μέλκορ και τον έδεσε με την αλυσίδα Ανγκάινορ, η οποία σφυρηλατήθηκε από τον Άουλε. Μετά την απελευθέρωση του Μέλκορ από την αιχμαλωσία, ο Τούλκας παρέμεινε σε εγρήγορση και δυσπιστούσε γι' αυτόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου