O Anárion ήταν ο νεότερος γιος του Elendil, του Υψηλού Βασιλέα της Gondor και της Arnor. Ο ίδιος και ο αδελφός του ο Isildur διοίκησαν από κοινού την Gondor στο Νότο, ενώ ο πατέρας τους κατοικούσε στην Arnor στο Βορρά. Μετά το θάνατο του πατέρα του στην Πολιορκία του Barad-dûr και τον θάνατο του Isildur στην Πανωλεθρία των Gladden Fields, η βασιλεία της Gondor συνεχίστηκε από τη γραμμή γενεάς του Anárion, αρχίζοντας με τον γιο του, τον Meneldil, ο οποίος ήταν το τελευταίο άτομο που γεννήθηκε στο Númenor πριν από την Πτώση του. Anárion στην Quenya σημαίνει "Γιος του Ήλιου".
Ο Ανάριον γεννήθηκε το 3219 της Δεύτερης Εποχής στο Νούμενορ και μαζί με τον Ισίλντουρ ζούσαν στην ανατολική ακτή του νησιού. Ο πατέρας τους ήταν ο Ελέντιλ, ο γιος του Αμάντιλ, του Άρχοντα του Αντούνιε. Μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό του, ήταν οι ηγέτες των Πιστών, της μειοψηφίας των Νουμενόριανς που αντιστάθηκαν στην σκοτεινή κυριαρχία του βασιλιά Αρ-Φαραζόν και του συμβούλου του, του Σάουρον, ο οποίος είχε καταφέρει να διχάσει και να διαφθείρει τους Νουμενόριανς, εκμεταλλευόμενος την επιθυμία τους για αθανασία. Καθώς η επιρροή του Σάουρον αυξανόταν, οι Πιστοί άρχισαν να ετοιμάζονται για να φύγουν απ' το Νούμενορ. Γέμισαν τα πλοία τους με τα υπάρχοντά τους καθώς και με πολύτιμα αντικείμενα, όπως τα Παλαντίρι, πέτρες που δόθηκαν στους Άρχοντες του Αντούνιε από τα Ξωτικά του Τολ Ερέσσεα, το Σκήπτρο της Αννούμινας, το Δαχτυλίδι του Μπάραχιρ, το Νάρσιλ που κράτησε ο Ελέντιλ ως σπαθί του, και ένα βλαστάρι του Νίμλοθ, του Λευκού Δέντρου του Νούμενορ.
Το 3319 της Δεύτερης Εποχής, όταν ο Αρ-Φαραζόν έφτασε στη γη του Άμαν, εννέα πλοία των Πιστών διέφυγαν προς τα ανατολικά (τέσσερα του Ελέντιλ, τρία του Ισίλντουρ και δύο του Ανάριον). Τότε ξέσπασε η μεγάλη καταιγίδα που προκάλεσε η οργή του Έρου, συνέπεια της οποίας ήταν ο Καταποντισμός του Νούμενορ. Τα πλοία των Πιστών είχαν γλιτώσει, αν και χωρίστηκαν από τη μεγάλη καταιγίδα και, τότε, ένας μεγάλος άνεμος από τα δυτικά τους έστειλε στις ακτές της Μέσης-Γης. Ο Ελέντιλ έφτασε στο βόρεια κοντά στο ξωτικό βασίλειο του Λίντον και ίδρυσε εκεί το βασίλειο της Άρνορ. Ο Ισίλντουρ και ο Ανάριον, όμως, έφτασαν στο νότο και ίδρυσαν το βασίλειο της Γκόντορ το 3320. Ο Ελέντιλ ήταν ο Υψηλός Βασιλιάς και των δύο βασιλείων, αλλά ζούσε στην Άρνορ και εμπιστεύτηκε την διακυβέρνηση της Γκόντορ στους γιούς του. Ο Ισίλντουρ και ο Ανάριον είχαν τους θρόνους τους δίπλα-δίπλα στη Μεγάλη Αίθουσα της Οσγκίλιαθ, την πόλη που ίδρυσαν στον Άντουιν. Ο Ανάριον ζούσε στη Μίνας Άνορ στο Ανόριεν, στη δυτική πλευρά του Άντουιν, ενώ ο Ισίλντουρ ζούσε στην Μίνας Ίθιλ στην Ιθίλιεν, στην ανατολική πλευρά του ποταμού. Και στα δύο βασίλεια χτίστηκαν πύργοι για τα παλαντίρι, μέσω των οποίων κρατούσαν επαφή οι άρχοντες.
Ο Σάουρον επέζησε επίσης της Πτώσης του Νούμενορ και ξαναεπέστρεψε στην Μόρντορ το 3320. Όταν εκείνος και οι δυνάμεις της Μόρντορ άρχισαν να επιτίθονται στην Γκόντορ το 3429 της Δεύτερης Εποχής, ο Ισίλντουρ και η βασιλική οικογένεια αναγκάστηκαν να μετακινηθούν από τη Μίνας Ίθιλ στην Αννούμινας στην Άρνορ, ζητώντας τη βοήθεια του Ελέντιλ. Ο Ανάριον υπερασπίστηκε επιτυχώς την πόλη και το βασίλειο, ωστόσο ήξερε ότι, χωρίς ενισχύσεις από τον πατέρα του, η Γκόντορ δεν θα άντεχε για πολύ. Οι ενισχύσεις έφτασαν όταν ο Ελέντιλ, ο Ισίλντουρ και οι Ντουνεντάιν της Άρνορ, συμμαχώντας με τον Γκιλ-γκάλαντ, τον Βασιλιά των Ξωτικών, δημιούργησαν την Τελευταία Συμμαχία Ξωτικών και Ανθρώπων και κινήθηκαν νότια. Ο Ανάριον εντάχθηκε στο στρατό και ο Πόλεμος της Τελευταίας Συμμαχίας ξεκίνησε το 3434 της Δεύτερης Εποχής. Οι δυνάμεις του Σάουρον νικήθηκαν στη Μάχη του Ντάγκορλαντ και ο στρατός της Τελευταίας Συμμαχίας μπήκε στη Μόρντορ και ξεκίνησε την Πολιορκία του Μπαράντ-ντούρ. Η Πολιορκία, κατά την οποία πολλοί Άνθρωποι και Ξωτικά σκοτώθηκαν, είχε διάρκεια επτά χρόνια. Ο Ανάριον πέθανε το 3440 της Δεύτερης Εποχής στην Μόρντορ, όταν ένας βράχος που πετάχτηκε από το Μπαράντ-ντούρ, είτε από πτώση συντριμμιών είτε με καταπέλτη, τον σκότωσε.
Ο Ανάριον είχε τέσσερα παιδιά, ο νεότερος από τα οποία ήταν ο γιος του, ο Μενέλντιλ. Μετά την Πανωλεθρία των Γκλάντεν Φιλντς, ο Μενέλντιλ έγινε ο Βασιλιάς της Γκόντορ και τα δύο Βασίλεια στην Εξορία αποξενώθηκαν. Η Γραμμή Γενεάς του Ανάριον διήρκεσε για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια. Προς τιμήν των ιδρυτών Βασιλέων, ο Ρομεντάκιλ Β' (Μινάλκαρ) έδωσε εντολή να χτιστεί το Άργκοναθ, το οποίο αποτελούταν από δυο τεράστιες πέτρινες φιγούρες του Ισίλντουρ και του Ανάριον. Ωστόσο, η γραμμή γενιάς του Ανάριον συρρικνώθηκε και τελικά εξαφανίστηκε, όταν ο βασιλιάς Εάρνουρ πέθανε άτεκνος. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα οι Επίτροποι κυβερνούσαν στο όνομα του Οίκου του Ανάριον. Επιπλέον, το κράνος του Ανάριον, το οποίο χρησιμοποιούταν και ως κορώνα, συνετρίβη όταν σκοτώθηκε, ενώ το κράνος του Ισίλντουρ χρησιμοποιήθηκε για τη στέψη των Βασιλέων της Γκόντορ.
Ο πατέρας του, ο Ελέντιλ, αργότερα πολέμησε τον Σάουρον, και ο αδελφός του ο Ισίλντουρ ήταν εκείνος που έκοψε το Ένα Δαχτυλίδι από το χέρι του Σάουρον με το σπασμένο σπαθί του Ελέντιλ.
Ο Σάουρον επέζησε επίσης της Πτώσης του Νούμενορ και ξαναεπέστρεψε στην Μόρντορ το 3320. Όταν εκείνος και οι δυνάμεις της Μόρντορ άρχισαν να επιτίθονται στην Γκόντορ το 3429 της Δεύτερης Εποχής, ο Ισίλντουρ και η βασιλική οικογένεια αναγκάστηκαν να μετακινηθούν από τη Μίνας Ίθιλ στην Αννούμινας στην Άρνορ, ζητώντας τη βοήθεια του Ελέντιλ. Ο Ανάριον υπερασπίστηκε επιτυχώς την πόλη και το βασίλειο, ωστόσο ήξερε ότι, χωρίς ενισχύσεις από τον πατέρα του, η Γκόντορ δεν θα άντεχε για πολύ. Οι ενισχύσεις έφτασαν όταν ο Ελέντιλ, ο Ισίλντουρ και οι Ντουνεντάιν της Άρνορ, συμμαχώντας με τον Γκιλ-γκάλαντ, τον Βασιλιά των Ξωτικών, δημιούργησαν την Τελευταία Συμμαχία Ξωτικών και Ανθρώπων και κινήθηκαν νότια. Ο Ανάριον εντάχθηκε στο στρατό και ο Πόλεμος της Τελευταίας Συμμαχίας ξεκίνησε το 3434 της Δεύτερης Εποχής. Οι δυνάμεις του Σάουρον νικήθηκαν στη Μάχη του Ντάγκορλαντ και ο στρατός της Τελευταίας Συμμαχίας μπήκε στη Μόρντορ και ξεκίνησε την Πολιορκία του Μπαράντ-ντούρ. Η Πολιορκία, κατά την οποία πολλοί Άνθρωποι και Ξωτικά σκοτώθηκαν, είχε διάρκεια επτά χρόνια. Ο Ανάριον πέθανε το 3440 της Δεύτερης Εποχής στην Μόρντορ, όταν ένας βράχος που πετάχτηκε από το Μπαράντ-ντούρ, είτε από πτώση συντριμμιών είτε με καταπέλτη, τον σκότωσε.
Ο Ανάριον είχε τέσσερα παιδιά, ο νεότερος από τα οποία ήταν ο γιος του, ο Μενέλντιλ. Μετά την Πανωλεθρία των Γκλάντεν Φιλντς, ο Μενέλντιλ έγινε ο Βασιλιάς της Γκόντορ και τα δύο Βασίλεια στην Εξορία αποξενώθηκαν. Η Γραμμή Γενεάς του Ανάριον διήρκεσε για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια. Προς τιμήν των ιδρυτών Βασιλέων, ο Ρομεντάκιλ Β' (Μινάλκαρ) έδωσε εντολή να χτιστεί το Άργκοναθ, το οποίο αποτελούταν από δυο τεράστιες πέτρινες φιγούρες του Ισίλντουρ και του Ανάριον. Ωστόσο, η γραμμή γενιάς του Ανάριον συρρικνώθηκε και τελικά εξαφανίστηκε, όταν ο βασιλιάς Εάρνουρ πέθανε άτεκνος. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα οι Επίτροποι κυβερνούσαν στο όνομα του Οίκου του Ανάριον. Επιπλέον, το κράνος του Ανάριον, το οποίο χρησιμοποιούταν και ως κορώνα, συνετρίβη όταν σκοτώθηκε, ενώ το κράνος του Ισίλντουρ χρησιμοποιήθηκε για τη στέψη των Βασιλέων της Γκόντορ.
Ο πατέρας του, ο Ελέντιλ, αργότερα πολέμησε τον Σάουρον, και ο αδελφός του ο Ισίλντουρ ήταν εκείνος που έκοψε το Ένα Δαχτυλίδι από το χέρι του Σάουρον με το σπασμένο σπαθί του Ελέντιλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου