H Nimrodel ήταν ένα Ξωτικό του Lothlórien με καταγωγή από τους Nandor και η αγαπημένη του Amroth. Ταξίδεψε στα νότια εδάφη της Μέσης-Γης και χάθηκε στα Λευκά Βουνά το 1981 της Τρίτης Εποχής. Το όνομα Nimrodel σημαίνει "Η Κυρά της Λευκής Σπηλιάς" στη Sindarin.
Η Νίμροντελ είχε ζήσει στο Λοθλόριεν πολύ πριν έρθουν οι Σίνταρ και οι Νόλντορ. Ήταν δυσαρεστημένη με τα Ξωτικά από τη Δύση, καθώς πίστευε ότι μαζί τους κουβαλούσαν πολέμους και αναταραχές και κατέστρεψαν την παλιά ειρήνη. Ζούσε μόνη της πλάι στους καταρράκτες του ποταμού που αργότερα πήρε το όνομά της, και μιλούσε μόνο τη γλώσσα του Δάσους, ακόμη κι όταν εκείνη ήταν αχρηστεμένη πλέον στο Λόριεν. Το μόνο καλό πράγμα που είδε στο Χρυσό Δάσος ήταν ο Σίντα Άμροθ, ο οποίος ήταν πανέμορφος, ακόμη και για τα μέτρα των Έλνταρ, γενναίος και σοφός. Τον αγαπούσε και αυτός αγαπούσε εκείνη, αλλά αρνούταν να τον παντρευτεί.
Αφότου ο Μπάλρογκ ξύπνησε στο κοντινό Καζάντ-ντούμ το 1980 της Τρίτης Εποχής, η Νίμροντελ έγινε πιο ανήσυχη στο Λόριεν, ώσπου έφυγε και έφτασε στο άκρο του Δάσους του Φάνγκορν, αλλά δεν μπορούσε να μπει. Ο Άμροθ την βρήκε και της υποσχέθηκε ότι θα την πάει σε ένα τόπο που θα έχει ειρήνη. Μαζί θα ταξίδευαν στο Έδελλοντ, το λιμάνι στο Μπελφάλας, και από εκεί θα έφευγαν για την Αρχαία Δύση. Τους συνόδευσαν μια ομάδα Ξωτικών Σίλβαν και όλα πήγαν καλά μέχρι να φτάσουν στα Λευκά Βουνά. Η ομάδα χωρίστηκε και ο Άμροθ έφτασε στο Έδελλοντ πολύ πριν από τους άλλους, ώστε αποφάσισε να περιμένει εκείνη πάνω στο πλοίο τους. Όταν ξέσπασε καταιγίδα και παρέσυρε το πλοίο από το λιμάνι, ο Άμροθ πήδησε στη θάλασσα, ελπίζοντας να κολυμπήσει πίσω στην ακτή, αλλά τον παρέσυραν γρήγορα τα ισχυρά ρεύματα της Μπελέγκαερ και πνίγηκε.
Η Νίμροντελ, εν τω μεταξύ, είχε εγκατασταθεί για λίγο στο ποτάμι Γκίλραϊν, που της θύμισε εκείνο στο σπίτι της. Κάθισε πλάι σε μια λιμνούλα κι έβλεπε τα αστέρια που αντικατοπτρίζονταν στα νερά της και έπεσε σε ένα μεγάλο βαθύ ύπνο. Όταν ξύπνησε, ταξίδεψε κι άλλο, αλλά δεν βρήκε κανένα πλοίο στο Έδελλοντ και ο Άμροθ ήταν χαμένος εδώ και καιρό.
Η Νίμροντελ μοιράστηκε το όνομά της με ένα ποτάμι εκεί όπου ζούσε κάποτε, που έρεε εμμέσως μέσα στον Κόλπο του Μπελφάλας. Σύμφωνα με τον μύθο των Ξωτικών, η φωνή του Άμροθ συνέχισε να έρχεται από τη θάλασσα και η φωνή της Νίμροντελ συχνά αντούσε από το ποτάμι που είχε το όνομά της. Ό,τι κι αν έκανε μετά χάθηκε στο χρόνο. Χρόνια αργότερα, το τραγούδι της Νίμροντελ τραγουδήθηκε από τα Ξωτικά στο Ρίβεντελ και τους Σίλβαν στο Βόρειο Μίρκγουντ. Ο Λέγκολας τραγούδησε στον Φρόντο Μπάγκινς, στις όχθες του ποταμού Νίμροντελ, ένα απόσπασμα από ένα μεγάλο και λυπημένο τραγούδι το οποίο αφηγούταν την ιστορία του Άμροθ και της Νίμροντελ.
Η Νίμροντελ είχε ζήσει στο Λοθλόριεν πολύ πριν έρθουν οι Σίνταρ και οι Νόλντορ. Ήταν δυσαρεστημένη με τα Ξωτικά από τη Δύση, καθώς πίστευε ότι μαζί τους κουβαλούσαν πολέμους και αναταραχές και κατέστρεψαν την παλιά ειρήνη. Ζούσε μόνη της πλάι στους καταρράκτες του ποταμού που αργότερα πήρε το όνομά της, και μιλούσε μόνο τη γλώσσα του Δάσους, ακόμη κι όταν εκείνη ήταν αχρηστεμένη πλέον στο Λόριεν. Το μόνο καλό πράγμα που είδε στο Χρυσό Δάσος ήταν ο Σίντα Άμροθ, ο οποίος ήταν πανέμορφος, ακόμη και για τα μέτρα των Έλνταρ, γενναίος και σοφός. Τον αγαπούσε και αυτός αγαπούσε εκείνη, αλλά αρνούταν να τον παντρευτεί.
Αφότου ο Μπάλρογκ ξύπνησε στο κοντινό Καζάντ-ντούμ το 1980 της Τρίτης Εποχής, η Νίμροντελ έγινε πιο ανήσυχη στο Λόριεν, ώσπου έφυγε και έφτασε στο άκρο του Δάσους του Φάνγκορν, αλλά δεν μπορούσε να μπει. Ο Άμροθ την βρήκε και της υποσχέθηκε ότι θα την πάει σε ένα τόπο που θα έχει ειρήνη. Μαζί θα ταξίδευαν στο Έδελλοντ, το λιμάνι στο Μπελφάλας, και από εκεί θα έφευγαν για την Αρχαία Δύση. Τους συνόδευσαν μια ομάδα Ξωτικών Σίλβαν και όλα πήγαν καλά μέχρι να φτάσουν στα Λευκά Βουνά. Η ομάδα χωρίστηκε και ο Άμροθ έφτασε στο Έδελλοντ πολύ πριν από τους άλλους, ώστε αποφάσισε να περιμένει εκείνη πάνω στο πλοίο τους. Όταν ξέσπασε καταιγίδα και παρέσυρε το πλοίο από το λιμάνι, ο Άμροθ πήδησε στη θάλασσα, ελπίζοντας να κολυμπήσει πίσω στην ακτή, αλλά τον παρέσυραν γρήγορα τα ισχυρά ρεύματα της Μπελέγκαερ και πνίγηκε.
Η Νίμροντελ, εν τω μεταξύ, είχε εγκατασταθεί για λίγο στο ποτάμι Γκίλραϊν, που της θύμισε εκείνο στο σπίτι της. Κάθισε πλάι σε μια λιμνούλα κι έβλεπε τα αστέρια που αντικατοπτρίζονταν στα νερά της και έπεσε σε ένα μεγάλο βαθύ ύπνο. Όταν ξύπνησε, ταξίδεψε κι άλλο, αλλά δεν βρήκε κανένα πλοίο στο Έδελλοντ και ο Άμροθ ήταν χαμένος εδώ και καιρό.
Η Νίμροντελ μοιράστηκε το όνομά της με ένα ποτάμι εκεί όπου ζούσε κάποτε, που έρεε εμμέσως μέσα στον Κόλπο του Μπελφάλας. Σύμφωνα με τον μύθο των Ξωτικών, η φωνή του Άμροθ συνέχισε να έρχεται από τη θάλασσα και η φωνή της Νίμροντελ συχνά αντούσε από το ποτάμι που είχε το όνομά της. Ό,τι κι αν έκανε μετά χάθηκε στο χρόνο. Χρόνια αργότερα, το τραγούδι της Νίμροντελ τραγουδήθηκε από τα Ξωτικά στο Ρίβεντελ και τους Σίλβαν στο Βόρειο Μίρκγουντ. Ο Λέγκολας τραγούδησε στον Φρόντο Μπάγκινς, στις όχθες του ποταμού Νίμροντελ, ένα απόσπασμα από ένα μεγάλο και λυπημένο τραγούδι το οποίο αφηγούταν την ιστορία του Άμροθ και της Νίμροντελ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου