Άμροθ

O Amroth ήταν Ξωτικό Βασιλιάς του Lothlórien και ο αγαπημένος της Nimrodel. Ήταν πολύ όμορφος, γενναίος και σοφός και, αν και καταγόταν από τους Sindar, ήταν στην ευχάριστη θέση να υιοθετήσει τα έθιμα των Galadhrim και να ζήσει σε ένα ψηλό σπίτι στον λόφο του Cerin Amroth στο Lothlórien. Το όνομα Amroth είναι στην διάλεκτο Silvan και μεταφράζεται ως "Αναρριχητής".


Ο Άμροθ ήταν ο γιος του Αμντίρ, του Βασιλιά του Λόριεν με καταγωγή από τους Σίνταρ. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 3434 της Δεύτερης Εποχής στη Μάχη του Ντάγκορλαντ, έγινε βασιλιάς των Γκαλάδριμ και ήταν ο τελευταίος από τους Σίνταρ που κυβέρνησαν το Λόριεν. Έζησε για πολύ καιρό ειρηνικά λόγω της αγάπης του για τη Νίμροντελ που είχε καταγωγή από τους Νάντορ, η οποία όμως δεν συμπαθούσε καθόλου τα Ξωτικά που ήρθαν από τη Δύση, τους Σίνταρ και τους Νόλντορ, διότι πίστευε ότι έφερναν μαζί τους πόλεμο και δυστυχία.

Μετά από πολλές συζητήσεις, η Νίμροντελ είπε στον Άμροθ ότι θα τον παντρευτεί, αν την πήγαινε σε μια γη που να έχει ειρήνη. Εκείνος ορκίστηκε ότι θα αφήσει τα Ξωτικά του Λοθλόριεν, ακόμη και αν ερχόταν η στιγμή που θα τον χρειάζονταν περισσότερο. Ωστόσο, η Μέση-Γη δεν είχε ειρήνη και εκείνος πίστευε ότι τα Ξωτικά δεν θα την απολάμβαναν ποτέ ξανά. Πρότεινε λοιπόν, ότι ο ίδιος και η Νίμροντελ θα έπρεπε να ταξιδεύσουν όλη την Μεγάλη Θάλασσα και να φτάσουν στη Δύση. Της μίλησε για τα Λιμάνια στο Νότο, όπως το Έδελλοντ, και για τον δρόμο προς την Αρχαία Δύση. Ο Άμροθ ήξερε ότι οι Σίνταρ είχαν έρθει στον Κόλπο του Μπελφάλας, ένα λιμάνι νότια του Λοθλόριεν, πολύ καιρό πριν. Παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία αυτών των Ξωτικών είχε αφήσει τη Μέση-Γη και πήγε στη Δύση, ο Άμροθ γνώριζε ότι υπήρχαν αρκετά Ξωτικά που εξακολουθούσαν να κατασκευάζουν πλοία και να προσφέρουν πέρασμα σε οποιοδήποτε άλλο Ξωτικό επιθυμούσε να εγκαταλείψει την Μέση-Γη.

Όταν ο Άμροθ έκανε τις απαραίτητες ετοιμασίες, ο ίδιος και η Νίμροντελ έφυγαν απ' το Λοθλόριεν, ωστόσο, με κάποιο τρόπο χωρίστηκαν στο ταξίδι τους. Ο Άμροθ έψαξε για τη Νίμροντελ χωρίς όμως αποτέλεσμα, κι έτσι συνέχισε νότια προς τη Θάλασσα. Στα καταφύγια στον Κόλπο του Μπελφάλας, ο Άμροθ διαπίστωσε ότι οι λίγοι εναπομείναντες Σίνταρ που παρέμειναν στη Μέση-Γη ετοιμάζονταν να φύγουν με το μόνο πλόιμο πλοίο που είχαν. Αν και καλωσόρισαν τον Άμροθ στο καράβι, ήταν απρόθυμοι να περιμένουν τη Νίμροντελ. Ήλπιζαν ότι ήταν στην Γκόντορ και ότι δεν είχε προσπαθήσει να διασχίσει τα Λευκά Βουνά, όπου ζούσαν πολλοί εχθρικοί Άνθρωποι και κακά πλάσματα. Εντέλει, λόγω της μεγάλης αγάπης που της είχε ο Άμροθ, περίμεναν, ζώντας πάνω στο πλοίο τους. Το καλοκαίρι είχε σχεδόν τελειώσει και σύντομα θα ερχόταν το φθινόπωρο το οποίο αναμενόταν να φέρει επικίνδυνα ισχυρούς ανέμους. Ωστόσο, τα Ξωτικά είδαν ότι ο Άμροθ ήταν εξαιρετικά αναστατωμένος. Είχαν πάρει όλα τα υπάρχοντά τους από τα σπίτια τους στην ακτή και περίμεναν με τον Άμροθ στο πλοίο τους για πολλές εβδομάδες. Το καλοκαίρι πέρασε και το φθινόπωρο ήρθε, αλλά η Νίμροντελ δεν είχε φανεί ακόμη.

Μια νύχτα, ξέσπασε μια από τις σφοδρότερες καταιγίδες στην καταγεγραμμένη ιστορία της Γκόντορ, σαρώνοντας το Ερίαντορ και προκαλώντας τεράστια καταστροφή. Πολλά από τα πλοία που είχαν χτίσει οι Άνθρωποι της Γκόντορ είχαν παρασυρθεί από την ακτή και βυθίστηκαν. Ο άνεμος παρέσυρε το ελαφρύ ξωτικίσιο πλοίο που ήταν δεμένο και το πέταξε μακριά από τον Κόλπο του Μπελφάλας, οδηγώντας το προς τις ακτές του Ούμπαρ. Λέγεται ότι το πλοίο τελικά βρήκε το δρόμο του προς το Τολ Ερεσσέα και δεν ξαναφάνηκε ποτέ στη
Μέση-Γη. Ο Άμροθ όμως, την αυγή, όταν συνειδητοποίησε ότι το πλοίο ήταν πολύ μακριά, γεμάτος απόγνωση φώναξε το όνομα της Νίμροντελ, πήδηξε στη θάλασσα και πνίγηκε, παλεύοντας μάταια με τα κύματα. Ούτε Ξωτικά ούτε Άνθρωποι είδαν ποτέ ξανά τον Άμροθ ή την Νίμροντελ, αλλά υπήρχαν πολλοί μύθοι σχετικά με την τύχη της Νίμροντελ.
 

Ο λόφος κοντά στο σημείο που πνίγηκε ονομάστηκε προς τιμήν του Ντολ Άμροθ. Η Νίμροντελ μοιράστηκε το όνομά της με ένα ποτάμι εκεί όπου ζούσε κάποτε, που έρεε εμμέσως μέσα στον Κόλπο του Μπελφάλας. Σύμφωνα με τον μύθο των Ξωτικών, η φωνή του Άμροθ συνέχισε να έρχεται από τη θάλασσα και η φωνή της Νίμροντελ συχνά αντηχούσε από το ποτάμι που είχε το όνομά της.

Ο Λέγκολας τραγούδησε στον Φρόντο Μπάγκινς, στις όχθες του ποταμού
Νίμροντελ, ένα απόσπασμα από ένα μεγάλο και λυπημένο τραγούδι. Το τραγούδι αυτό, το οποίο αφηγούταν την ιστορία του Άμροθ και της Νίμροντελ, τραγουδιόταν μερικές φορές στο Ρίβεντελ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: