O Aragorn II, επίσης γνωστός ως Elessar, ήταν γιος του Arathorn II και της Gilraen. Ήταν ο 16ος και τελευταίος Αρχηγός των Dunedain του Βορρά και ο απευθείας διάδοχος του Isildur μετά από πολλές γενιές. Στέφθηκε Βασιλιάς Elessar Telcontar, και ήταν ο 26ος Βασιλιάς της Arnor και ο 35ος Βασιλιάς της Gondor, καθώς και ο πρώτος Υψηλός Βασιλέας της Arnor και της Gondor μετά τη σύντομη βασιλεία του Isildur. Έγινε ο σπουδαιότερος Άνθρωπος της εποχής του, οδηγώντας τους Ανθρώπους της Δύσης ενάντια στις δυνάμεις του Sauron, βοηθώντας να καταστραφεί το Ένα Δαχτυλίδι και επανενώνοντας τα Βασίλεια της Arnor και της Gondor. Ήταν εξαιρετικός πολεμιστής και, ως Κληρονόμος του Isildur, έφερε τα θραύσματα του Narsil, το οποίο ξανασφυρηλατήθηκε και μετονομάστηκε σε Anduril στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού. Παντρεύτηκε την Arwen, την κόρη του Elrond, και μαζί απέκτησαν ένα γιο, τον Eldarion, και πολλές κόρες.
Ο γιος του Άραθορν γεννήθηκε το 2931 της Τρίτης Εποχής και πήρε το όνομα Άραγκορν. Η γιαγιά του όμως, η Ιβόργουεν, προέβλεψε ότι ο Άραγκορν μια μέρα θα φορούσε στο στήθος του μια πράσινη πέτρα από την οποία θα βγει το πραγματικό του όνομα και η φήμη του.
Μια εκδοχή του θρύλου λέει ότι ο Μάγος Γκάνταλφ έφερε μια τέτοια πέτρα απ' το Βάλινορ. Έδωσε το Ελέσσαρ στη Γκαλάντριελ και ανέφερε προφητικά ότι εκείνη θα το έδινε με τη σειρά της σε κάποιον που θα ονομαζόταν επίσης Ελέσσαρ. Από αυτό προέρχεται και το βασιλικό του όνομα Ελέσσαρ και ο ίδιος θα ήταν θεραπευτής και ανανεωτής. Όταν ο Άραγκορν ήταν δύο ετών, ο πατέρας του σκοτώθηκε όταν ένα βέλος από Όρκ του τρύπησε το μάτι. Καθώς ήταν η παράδοση του λαού του, ο Άραγκορν στάλθηκε και ανατράφηκε στο Ρίβεντελ απ' τον Έλροντ σα να ήταν δικός του γιος. Με εντολή του Έλροντ η ταυτότητά του έμεινε μυστική, καθότι φοβόταν ότι θα σκοτωνόταν όπως ο πατέρας του και ο παππούς του, και ονομάστηκε Εστέλ (Estel, "Ελπίδα" σε Sindarin). Κατά τη διάρκεια της ζωής του στο Ρίβεντελ συντρόφευε τους γιους του Έλροντ, τους Ελρόχιλ και Έλλανταν, στα ταξίδια τους. Ο Έλροντ αποκάλυψε στον Εστέλ το αληθινό του όνομα και την καταγωγή του όταν εκείνος ήταν 21 ετών, όταν επέστρεψε από ένα ταξίδι με τους Ελρόχιρ και Έλλανταν το 2952 της Τρίτης Εποχής. Ως μέρος αυτής της αποκάλυψης, του παρέδωσε τα κειμήλια του Οίκου του: τα θραύσματα του Νάρσιλ και το Δαχτυλίδι του Μπάραχιρ. Αργότερα, ο Άραγκορν γνώρισε κι ερωτεύτηκε την Άργουεν, την κόρη του Έλροντ, η οποία είχε πρόσφατα επιστρέψει απ' το Λοθλόριεν.
Γοργοπόδαρος
Ο Εστέλ πήρε το σωστό του όνομα, Άραγκορν και έφυγε. Το 2953 της Τρίτης Εποχής δεν ήταν παρών ο ίδιος στο Ρίβεντελ για το τελευταίο συνέδριο του Λευκού Συμβουλίου. Ο Άραγκορν συνάντησε τον Γκάνταλφ τον Γκρίζο το 2956 της Τρίτης Εποχής και έγιναν πολύ καλοί φίλοι. Ακολουθώντας τη συμβουλή του Μάγου, άρχισε να ενδιαφέρεται για το Σάιρ, όπου έγινε γνωστός ως Γοργοπόδαρος.
Απ' το 2957 ως το 2980 της Τρίτης Εποχής, ο Άραγκορν έκανε μεγάλα ταξίδια υπηρετώντας στους στρατούς του Βασιλιά του Ρόχαν, Θένγκελ, και του Επιτρόπου της Γκόντορ, Εκθέλιον Β'. Το όνομά του στη Γκόντορ και στο Ρόχαν ήταν Θορόνγκιλ ("Αετός του Άστρου" σε Sindarin), και έγινε ένας απ' τους πιο σημαντικούς συμβούλους του Εκθέλιον Β', τον οποίο προειδοποίησε για τους Κουρσάρους του Ούμπαρ και εκείνος του επέτρεψε να επιτεθεί στο Ούμπαρ. Μετά την επιστροφή του στο Πελάργκιρ πέρασε τον Άντουιν και άφησε τη Γκόντορ για να ταξιδέψει σε Ανατολή και Νότο, "εξερευνώντας τις καρδιές καλών και κακών ανθρώπων" και μαθαίνοντας για τα σχέδια και τα μέσα των υπηρετών του Σκοτεινού Άρχοντα. Αργότερα, το 2980, επιστρέφοντας στο Ρίβεντελ, μπήκε στο Λοθλόριεν όπου για άλλη μια φορά συνάντησε την Άργουεν στο Κάρας Γκάλαδον, και έζησαν μαζί για λίγο εκεί. Το μεσοκαλόκαιρο της έδωσε το κειμήλιο του Οίκου του, το Δαχτυλίδι του Μπάραχιρ, και η Άργουεν του υποσχέθηκε να τον παντρευτεί. Ο Έλροντ έδωσε την έγκρισή του στον ανάδοχο γιο του να παντρευτεί την κόρη του, με την προϋπόθεση ότι εκείνος θα έπρεπε πρώτα να γίνει Βασιλιάς της Άρνορ και της Γκόντορ, διότι μόνο ένας Βασιλιάς θα ήταν άξιος για το χέρι της Άργουεν. Αυτός ο σκληρός όρος θυμίζει εκείνος που έβαλε ο Βασιλιάς Θίνγκολ του Ντόριαθ, όταν απαίτησε απ' τον Μπέρεν να φέρει ένα Σίλμαριλ απ' την κορόνα του Μόργκοθ, για να του επιτρέψει να παντρευτεί την κόρη του, Λούθιεν.
Το κυνήγι του Γκόλουμ
Το έτος 3001, καθώς αποκαλύφθηκε ότι ο Σάουρον συνέχιζε να ανακτά δυνάμεις στη Μόρντορ, ο Άραγκορν άρχισε να βοηθά τον Γκάνταλφ στις έρευνές του για το Γκόλουμ. Ο Γκάνταλφ υποπτευόταν ότι το δαχτυλίδι που βρήκε ο Μπίλμπο Μπάγκινς κοντά στη λίμνη του Γκόλουμ, ήταν στην πραγματικότητα το Ένα Δαχτυλίδι. Το 3007 της Τρίτης Εποχής, ο Άραγκορν επιστρέφει για λίγο στο Ερίαντορ όπου επισκέφτηκε τη μητέρα του για τελευταία φορά, καθότι εκείνη πέθανε την άνοιξη εκείνης της χρονιάς. Το 3017, μετά από περιοδική έρευνα, ο Άραγκορν τελικά έπιασε το Γκόλουμ στους Βάλτους των Νεκρών την 1η Φεβρουαρίου. Ταξίδεψε μαζί με το Γκόλουμ μέσα απ' το βόρειο Έμιν Μούιλ, για να αποφύγει να τον δουν οι κατάσκοποι του Σάουρον, και διέσχισε τον Άντουιν. Έπειτα ταξίδεψε βόρεια κατά μήκος των ορίων του Δάσους του Φάνγκορν και μέσα απ' το Λοθλόριεν, όπου τα Ξωτικά έστειλαν μήνυμα στον Γκάνταλφ. Εντέλει έφτασε στο Μιρκγουντ και πήγε το Γκόλουμ στον Θράντουιλ για να το κρατήσουν εκεί αιχμάλωτο. Στη συνέχεια έφυγε και πήγε δυτικά όπου συναντήθηκε με τον Γκάνταλφ στο Σαρν Φορντ και έμαθε για το σχέδιο του Φρόντο Μπάγκινς να φύγει με το Δαχτυλίδι απ' το Σάιρ τέλη Σεπτέμβρη.
Ο Πόλεμος του Δαχτυλιδιού
Όταν ο Άραγκορν επέστρεψε στην περιοχή του, τα Ξωτικά που ακολούθησαν τον Γκίλντορ Ινγκλόριον του είπαν ότι είχαν εμφανιστεί Μαύροι Καβαλάρηδες, ενώ ο Γκάνταλφ ήταν εξαφανισμένος και δεν υπήρχαν μηνύματα ή νέα από εκείνον. Ο Άραγκορν και οι δικοί του φύαγαν τα σύνορα του Σάιρ και του Ανατολιού Δρόμου περιμένοντας να φανεί ο Φρόντο, αλλά δεν υπήρχαν νέα τους ότι έφυγαν απ' το Μπάκλαντ.
Όσο έμεινε στο Μπρι συνάντησε τέσσερα Χόμπιτς στο Παιχνιδιάρικο Πόνυ. Ο Άραγκορν παρακολουθούσε καθώς εκείνα, εντελώς αδέξια, έκρυβαν τα ονόματά τους και τους σκοπούς τους. Είδε τον Φρόντο Μπάγκινς να πέφτει από ένα τραπέζι και να εξαφανίζεται την ίδια ακριβώς στιγμή που φόραγε το Δαχτυλίδι. Ο Άραγκορν, του οποίου είχε δοθεί το όνομα Γοργοπόδαρος, έδειξε να μην εκπλήσσεται, παρά μόνο να ενοχλείται, απ' την ανόητη ενέργεια του Φρόντο να εξαφανιστεί. Εκείνη τη νύχτα τους μίλησε, προειδοποιώντας τους για τους Μαύρους Καβαλάρηδες και ζήτησε ευθέως να γίνει οδηγός τους. Μετά από σκέψη και αφού διάβασε το σημείωμα που είχε αφήσει για εκείνον ο Γκάνταλφ, ο Φρόντο συμφώνησε. Το σχέδιο του Άραγκορν για να πάνε στο Ρίβεντελ ήταν να φτάσουν πρώτα στην Κορυφή των Καιρών. Εκεί δέχτηκαν επίθεση και ο Φρόντο τραυματίστηκε. Μετά από λίγο συνάντησαν τον Γκλορφίντελ, Ξωτικό και φίλος του Άραγκορν, και λίγο αργότερα έφτασαν στο Ρίβεντελ. Μετά το Συμβούλιο του Έλροντ, ο Άραγκορν έγινε μέλος της Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού. Ως προετοιμασία για το ταξίδι του, τα αρχαία θραύσματα του Σπαθιού Νάρσιλ, το κειμήλιο του Οίκου του, σφυρηλατήθηκαν ξανά μετά από τρεις χιλιετίες, και εκείνος το ονόμασε Αντούριλ, η Φλόγα της Δύσης, και το πήρε μαζί του.
Ο Άραγκορν εντυπωσίασε τους υπόλοιπους της Συντροφιάς με την οικειότητά του με το λαό του Λοθλόριεν, αλλά και τη φιλία του με τον Κέλεμπορν και τη Γκαλάντριελ. Όταν αναχωρούσαν, η Γκαλάντριελ του πρόσφερε το Ελέσσαρ ως γαμήλιο δώρο απ' την οικογένεια της νύφης στο γαμπρό, προλέγοντας τον γάμο του με την Άργουεν. Ο Άραγκορν το φορούσε από τότε για πάντα και ήταν από αυτή την πέτρα που πήρε αργότερα το όνομα Ελέσσαρ.
Μετά την διαφυγή του Φρόντο, ο Άραγκορν και ο Μπόρομιρ χάθηκαν. Εκείνος και τα εναπομείναντα μέλη της Συντροφιάς, ο Λέγκολας και ο Γκίμλι, αποφάσισαν να προσπαθήσουν να σώσουν τους Μέρρυ και Πίππιν απ' τους Ουρούκ-Χάι που τους είχαν στήσει ενέδρα. Συνάντησε τον Έομερ τις πεδιάδες του Ρόχαν και αμέσως έγιναν φίλοι, διότι και οι δύο ένιωθαν ο ένας την τιμιότητα και την αρχοντιά του άλλου.Ο Άραγκορν, ακολουθώντας τα ίχνη των Χόμπιτς, βρέθηκε με τους Λέγκολας και Γκίμλι στο Δάσος του Φάνγκορν, όπου συναντήθηκαν με τον Γκάνταλφ τον Λευκό, ο οποίος είχε επιστρέψει στη ζωή. Μετά την επαναφορά του Θέοντεν στα συγκαλά του, έφυγε για το Φαράγγι του Χελμ για να πολεμήσει στη Μάχη του Χόρνμπεργκ.
Μετά την τρομακτική εμπειρία του Πίππιν με το Παλαντίρ του Όρθανκ, ο Γκάνταλφ πρόσφερε τη Σφαίρα με επίσημο τρόπο στον Άραγκορν, το νόμιμο κύριό της, ο οποίος άφησε να εννοηθεί οτι θα τη χρησιμοποιούσε στο τέλος. Όταν έφυγαν ο Γκάνταλφ και ο Πίππιν για τη Μίνας Τίριθ, συναντήθηκε με τους φίλους του Χάλμπαραντ, Έλλανταν και Ελρόχιρ, καθώς και μια ομάδα ατρόμητων φυλάκων. Ο Έλλανταν και ο Ελρόχιρ του μετέφεραν ένα μήνυμα απ' τον Έλροντ "να θυμηθεί τα Μονοπάτια των Νεκρών", ενώ ο Χάλμπαραντ του έφερε ένα δώρο απ' την Άργουεν, το Λάβαρο του Ελέντιλ, το οποίο έδειχνε το Λευκό Δέντρο της Γκόντορ με ένα στέμμα και τα επτά αστέρια του Οίκου του Ελέντιλ.
Η Επιστροφή του Βασιλιά
Μετά από λίγο, ο Άραγκορν ξεκίνησε για το Ντανχάρροου μαζί με τους Φύλακες και τους συντρόφους του. Η πορεία του ήταν ξεκάθαρη: να πάει στα Μονοπάτια των Νεκρών και να τους καλέσει. Η
ομάδα έφτασε στον Βράχο του Έρεχ και ο Άραγκορν κάλεσε τους Νεκρούς σε
βοήθεια. Σε απάντηση, έβγαλαν τα σπαθιά τους και φύσηξαν τα βούκινά
τους, και επιτιθέμενοι στους Κουρσάρους του Ούμπαρ τους έδιωξαν μακριά. Οι νεκροί όφειλαν πίστη και υποταγή στον Βασιλιά της Γκόντορ. Είχε προφητευτεί από τον Ισίλντουρ και τον Μάλμπεθ ότι οι νεκροί θα κληθούν για μια ακόμη φορά να πληρώσουν το χρέος τους για την προδοσία τους στην Γκόντορ εκατοντάδες χρόνια πριν. Στο Ντανχάρροου συνάντησε την Έογουιν η οποία τον ερωτεύτηκε. Αφότου της έκανε σαφές ότι δεν μπορούσε να δεχτεί την αγάπη της, έφυγε την αυγή. Ο Άραγκορν τους ελευθέρωσε και πήρε τα Μαύρα Πλοία βόρεια στη Μίνας Τίριθ όπου μαινόταν η Μάχη στα Πεδία του Πέλεννορ. Το λάβαρο του Ελέντιλ ξεδιπλώθηκε και βγήκε μπροστά και οι Ντουνεντάιν έδωσαν το τελειωτικό χτύπημα στο στρατό του Γκόθμογκ. Ο στρατός του Σάουρον κατέρρευσε εντελώς, όμως ο Άραγκορν δεν μπήκε στην πόλη.
Ο Άραγκορν, σύμφωνα με το νόμο, έθεσε τον Ίμραχιλ προσωρινό άρχοντα της Πόλης. Πήγε στα Σπίτια της Γιατρειάς όπου φρόντισε και θεράπευσε τον Μέρρυ, την Έογουιν και τον Φάραμιρ, ο οποίος τον αναγνώρισε άμεσα ως νόμιμο κληρονόμο στο θρόνο. Με την
ταπεινοφροσύνη του και την αυτοθυσία τον κέρδισε τις καρδιές των κατοίκων
της Γκόντορ. Οι θεραπευτικές ικανότητες του Άραγκορν,
άλλωστε, ήταν ένα σημάδι για την ταυτότητα
του αληθινού βασιλιά τους, καθότι σύμφωνα με την προφητεία "Τα χέρια του βασιλιά είναι τα χέρια του θεραπευτή, και έτσι πρέπει να είναι γνωστός ο νόμιμος βασιλιάς". Με την
ταπεινοφροσύνη του κέρδισε τις καρδιές των κατοίκων
της Γκόντορ και το ίδιο βράδυ τον χαιρέτησαν ως Βασιλιά. Έπειτα έφυγε φορωντας μανδύα και κουκούλα.
Έκανε συμβούλιο με τους έμπιστους συντρόφους του, δηλαδή τους Γκάνταλφ, Έομερ, Ίμραχιλ και τους γιους του Έλροντ (ο Χάλμπαραντ είχε πέσει στη μάχη) και συμφώνησε να τραβήξει εμπρός τις δυνάμεις της Μόρντορ προς όφελος της Αποστολής του Δαχτυλιδιού, κανονίζοντας έτσι τα της Μάχης του Μόραννον. Μετά την καταστροφή του Δαχτυλιδιού στο Οροντρούιν και τη νίκη στο Μόραννον, ο Άραγκορν επέστρεψε επιτέλους με θριαμβευτικό τρόπο όπως ταίριαζε στη θέση του. Μετά την ήττα του Σάουρον, ο Άραγκορν στέφθηκε Βασιλιάς Ελέσσαρ στις πύλες της Μίνας Τίριθ, κερδίζοντας τις καρδιές των ανθρώπων της Γκόντορ. Έγινε ο 26ος Βασιλιάς της Άρνορ, 35ος Βασιλιάς της Γκόντορ και ο 1ος Υψηλός Βασιλιάς του Επανενωμένου Βασιλείου. Η γραμμή γενεάς του αναφερόταν ως Οίκος του Τελκόνταρ (Telcontar, σε Quenya το Strider, o "Γοργοπόδαρος"). Ο Άραγκορν παντρεύτηκε την Άργουεν λίγο αργότερα και κυβέρνησε το Βασίλειο της Γκόντορ και της Άρνορ μέχρι το έτος 120 της Τέταρτης Εποχής. Η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από μεγάλη αρμονία και ευημερία εντός της Γκόντορ και της Άρνορ, αλλά και από μεγάλη ανανέωση της συνεργασίας και της επικοινωνίας μεταξύ Ανθρώπων, Ξωτικών και Νάνων. Κατά τη διάρκεια της στέψης του, ο Άραγκορν τραγούδησε τον Όρκο του Ελέντιλ: "Et Eärello Endorenna utúlien. Sinome maruvan ar Hildinyar tenn' Ambar-metta!" ("Από τη Μεγάλη Θάλασσα έχω έρθει στη Μέση-Γη. Σε αυτόν τον τόπο θα παραμένω πιστός, και οι κληρονόμοι μου, ως το τέλος του κόσμου.")
Το έτος 120 της Τέταρτης Εποχής, ο βασιλιάς Ελέσσαρ συνειδητοποίησε ότι η ζωή του πλησίαζε στο τέλος της και πήγε στον Οίκο των Βασιλέων στην Σιωπηλή Οδό. Είπε αντίο στο γιο του Ελντάριον και στις κόρες του και έδωσε στον Ελντάριον το στέμμα του και το σκήπτρο του. Η Άργουεν παρέμεινε στο πλευρό του Άραγκορν έως ότου πέθανε και μετά από περίπου ένα χρόνο μετά το θάνατο του Άραγκορν, πέθανε και εκείνη. Ο Ελντάριον άρχισε τη βασιλεία του ως ο Δεύτερος Βασιλιάς του Επανενωμένου Βασιλείου μετά το θάνατο του πατέρα του και της μητέρας του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου