Μόργουεν

H Morwen, που καταγόταν από τους Edain, ήταν η κόρη του Baragund (ανιψιού του Barahir, του πατέρα του Beren) του Οίκου του Bëor, η σύζυγος του Húrin του Οίκου του Marach και η μητέρα του Túrin Turambar, της Lalaith και της Niënor. Ήταν περήφανη, μελαχροινή, ψηλόλιγνη και όμορφη και οι άνθρωποι την ονόμαζαν Eledhwen. Μιλούσε λίγο και από τα παιδιά της μόνο ο γιος της ο Túrin κληρονόμησε την τάση της να κρατάει τα συναισθήματα και τις σκέψεις της για τον εαυτό της. Το όνομα Morwen σημαίνει "Σκοτεινή Κυρά", ενώ το επίθετο Eledhwen σημαίνει "Ξωτικόμορφη" στη Sindarin.


Η Μόργουεν γεννήθηκε στο βορειοανατολικό Ντορθόνιον και ήταν η κόρη του Μπάραγκουντ, του Άρχοντα του Λάντρος. Ανήκε στον Οίκο του Μπέορ και παντρεύτηκε τον Χούριν του Οίκου του Χάντορ (Μάραχ) και Άρχοντα του Ντορ-λόμιν. Μετά τη Μάχη της Ξαφνικής Φλόγας, η Μόργουεν και ο λαός της κινήθηκαν βορειοανατολικά μέσω του Έρεντ Γουέθριν και μετά από διαρκείς και μεγάλες απώλειες τελικά έφτασαν στο Ντορ-λόμιν στο Χίθλουμ και έτυχαν καλής υποδοχής από τους ανθρώπους εκεί. Με τον Χούριν έκαναν τρία παιδιά, τον Τούριν, τη Λάλαιθ και τη Νίενορ. Η Λάλαιθ πέθανε από την πανούκλα όταν ήταν τριών ετών.

Όταν έφυγε ο Χούριν για να πολεμήσει με τον Φίνγκον στη Μάχη των Αμέτρητων Δακρύων, η Μόργουεν, ούσα έγκυος στο τρίτο παιδί τους, παρέμεινε στο σπίτι του συζύγου της ως η Κυρία του Ντορ-λόμιν. Μετά την ήττα της Ένωσης του Μαέδρος και τη νίκη του Μόργκοθ στη Μάχη των Αμέτρητων Δακρύων, ορδές Ανατολιτών που είχαν προδώσει τους Εντάιν εισέβαλαν στο Χίθλουμ για να διακδικήσουν τη νέα τους γη ως αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους στον Σκοτεινό Άρχοντα. Οι Ανατολίτες ήταν σκληροί και πήραν πολλούς σκλάβους, νέους και γέρους. Η Μόργουεν αντιστάθηκε στους νέους Ανατολίτες άρχοντες που κατέκτησαν τη γη του Χούριν, και έστειλε τον Τούριν μακριά στο Ντόριαθ στον βασιλιά Θίνγκολ για να τον προστατεύσει και να μην τον πάρουν ως σκλάβο. Ωστόσο, κανένας από τους Ανατολίτες δεν τόλμησε να καταλάβει το σπίτι της Μόργουεν, καθότι πίστευαν ότι ήταν μάγισσα που είχε δοσοληψίες με τα Ξωτικά. Ήταν πράγματι σε επαφή με μικρές ομάδες Ξωτικών που ζούσαν στα βουνά κοντά στο σπίτι της, αλλά από αυτούς λάμβανε μόνο πληροφορίες και αυτές ήταν ελάχιστες. 

Ο Τούριν υιοθετήθηκε από τον Βασιλιά Θίνγκολ, ο οποίος έστελνε αγγελιοφόρους πίσω στο Χίθλουμ που έφερναν ειδήσεις της ότι ο Τούριν ήταν καλά, καθώς και προσκλήσεις από τον Θίνγκολ και δώρα από την Μέλιαν. Η Μόργουεν όμως αρνήθηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της στο Ντορ-λόμιν, κυρίως επειδή η κόρη της η Νίενορ ήταν ακόμη μωρό. 

Το σπίτι της Μόργουεν δυναστευόταν από Αματολίτες του Μπρόντα. Με τον καιρό, ο
Τούριν αυτοεξορίστηκε από το Ντόριαθ και έγινε ήρωας. Η φήμη του Μόρμεγκιλ, του Μαύρου Σπαθιού (τίτλος του Τούριν όσο ήταν αρχηγός των δυνάμεων της Νάργκοθροντ), έφτασε ως το Χίθλουμ, λέγοντας ότι καθάριζε και απελευθέρωνε το Μπελέριαντ από κινδύνους, χωρίς η Μόργουεν να γνωρίζει ότι ήταν ο δικός της γιος. Η Νίενορ πλέον είχε μεγαλώσει, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είχε περάσει και η Μόργουεν τελικά εγκατέλειψε την τυραννία του Χίθλουμ μέσω του Έρεντ Γουέθριν και έφτασε στο Ντόριαθ. Η Νίενορ την ακολούθησε παρά την άρνηση της μητέρας της, αλλά έγινε δεκτή από τον Θίνγκολ. Εκεί ανακάλυψε ότι ο γιος της είχε φύγει. Τα ταξίδια του Τούριν τον έφεραν στο βόρειο και απελευθερωμένο Νορ-λόμιν, αλλά ήταν πολύ αργά καθώς η Μόργουεν και η Νίενορ είχαν φύγει από εκεί προ πολλού.

Αφού έμαθε ότι ο
Τούριν ήταν στην υπηρεσία του Ορόντρεθ στη Νάργκοθροντ, έφυγε από το Ντόριαθ για να πάει εκεί. Ο Μάμπλουνγκ είχε αναλάβει να την συνοδεύσει και η Νίενορ, μεταμφιεσμένη σε στρατιώτη, ακολούθησε για άλλη μιά φορά, παρά την θέληση της μητέρας της. Καθώς έψαχναν για τον Τούριν στο έφτασαν στο Άμον Έθιρ, οπου εκεί τους επιτέθηκε ο Γκλάουρουνγκ, ο οποίος τους είχε καταλάβει και έφυγε από τη Νάργκοθροντ για να τους βρει. Οι γυναίκες  έπεσαν στη Μαγεία του Δράκου και η Νίενορ έπαθε αμνησία. Όταν ο Μάμπλουνγκ βρήκε τη Νίενορ εκείνη έτρεξε στα δάση και χάθηκε. Η Μόργουεν δεν την ξαναείδε ποτέ και η ίδια επέστρεψε στο Ντόριαθ.

Η Μόργουεν ήταν πλέον πενήντα ετών όταν πήγε στο Δάσος του Μπρέθιλ και βρήκε τους τάφους των παιδιών της στο Κάμπεντ Ναεράμαρθ, το Πήδημα της Τρομερής Μοίρας. Ο
Χούριν, ο οποίος είχε απελευθερωθεί από τα δεσμά του Μόργκοθ, την βρήκε εκεί, ρακένδυτη, εξαντλημένη και περίλυπη. Τον ρώτησε πώς ο γιος τους βρήκε την αδελφή του, αλλά ο Χούριν ποτέ δεν της απάντησε. Έμειναν για λίγο μαζί και αντάλλαξαν τις τελευταίες τους κουβέντες μέχρι που έφυγε από τη ζωή με τη δύση του ήλιου. Ο Χούριν έσκαψε για εκείνη ένα τάφο στη δυτική μεριά του Βράχου των Κακορίζικων (μια επιτύμβια στήλη του Τούριν και της Νίενορ) και την έθαψε μαζί με τα παιδιά τους.

Σύμφωνα με τα προφητικά λόγια του Γκλιρχούιν, ενός κιθαρωδού του Μπρέθιλ, οι τάφοι και η αναμνηστική επιτύμβια στήλη επέζησε του Πολέμου της Οργής και του Καταποντισμού του Μπελέριαντ στο νησί Τολ Μόργουεν, το δυτικότερο νησί στα ανοικτά των ακτών του Λίντον στη Δεύτερη και Τρίτη Εποχή.


Δεν υπάρχουν σχόλια: