Τούορ

Ο Tuor Eladar, γνωστός και ως Ulmondil ("Φίλος του Ulmo" σε Quenya), ήταν Adan του Οίκου του Hador και μεγάλος ήρωας των Ανθρώπων προς τα τέλη της Πρώτης Εποχής. Ήταν ο μόνος γιος του Huor και της Rian, ο σύζυγος της Idril, ο πατέρας του Eärendil και ο ξάδελφος του Túrin Turambar. Ήταν ισχυρός, ψηλός, γενναίος και όμορφος και κληρονόμησε τα χρυσά μαλλιά του Οίκου του Hador. Είχε μεγάλη γνώση και δεξιότητα διότι ανατράφηκε από Ξωτικά. Παρά το γεγονός ότι ήταν Άνθρωπος, είχε επιλεγεί από τον Vala Ulmo ως η τελευταία ελπίδα των Ñoldor μπροστά στον κίνδυνο του αφανισμού από τις δυνάμεις του Morgoth


Ο Τούορ
γεννήθηκε τον χειμώνα του 472 της Πρώτης Εποχής μετά την Μάχη των Αμέτρητων Δακρύων, στην οποία σκοτώθηκε ο πατέρας του, ο Χούορ. Μόλις έμαθε ότι η μάχη χάθηκε, η Ρίαν απελπίστηκε και έφυγε απ' το Ντορ-λόμιν ενώ ήταν ακόμα έγκυος στον Τούορ. Θα είχε χαθεί και θα πέθαινε αν δεν ήταν τα Ξωτικά Σίνταρ του Μίθριμ που την έσωσαν και την πήραν στο σπίτι τους στα βουνά του Μίθριμ. Ο Τούορ σύντομα γεννήθηκε και ανατράφηκε από τα Γκρίζα Ξωτικά. Αργότερα, ο αρχηγός τους, ο Άνναελ, είπε στη Ρίαν ότι ο Χούορ χάθηκε στη μάχη. Σύντομα έπεσε σε θλίψη στα είκοσί της χρόνια και πήγε στο Χάουδ-Εν-Ντένγκιν, στο Λόφο της Σφαγής, και βλέποντας τους λόφους των σαπισμένων και απογυμνωμένων απομειναριών, αρρώστησε και πέθανε.

Όταν οι Ανατολίτες ήρθαν για να διεκδικήσουν την ανταμοιβή τους για τις υπηρεσίες τους στον Μόργκοθ στην Μάχη των Αμέτρητων Δακρύων, κατέλαβαν το Χίθλουμ και σκλάβωσαν το λαό του. Οι Σίνταρ μετακίνησαν το στρατόπεδό τους στις σπηλιές του Άντροθ και εκεί ήταν που ο Τούορ πέρασε τα νεανικά του χρόνια. Στο δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του, είχε μέσα του μεγάλο θυμό και οργή για τους Ανατολίτες και τους συμμάχους τους για τα όσα άσχημα είχαν κάνει στον λαό του, ώστε επιθυμούσε να τους πολεμήσει. Ο Άνναελ του το απαγόρευσε κι εκείνος υπάκουσε. Όταν η ομάδα των Ξωτικών σκόπευε να κινηθεί προς τα ασφαλέστερα καταφύγια στον Ποταμό Σίριον μέσα από την Πύλη των Νόλντορ, ο Τούορ πήγε μαζί τους, αλλά δέχτηκαν επίθεση από Ορκς και σκορπίστηκαν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Ο Τούορ πιάστηκε αιχμάλωτος, τον στείλανε στους Ανατολίτες και πωλήθηκε σκλάβος.

Υπηρέτησε τον αρχηγό των Ανατολιτών, τον Λόργκαν, ο οποίος είχε σταλεί εκεί από τον Μόργκοθ, και καταπίεζε βάναυσα τους εναπομείναντες του Οίκου του Χάντορ. Ήταν δούλος για τρία χρόνια. Σε αυτό το διάστημα, μεγαλώνοντας, έφτασε στο σημείο να είναι πιο ψηλός και ταχύτερος από οποιονδήποτε από τους Ανατολίτες. Στη συνέχεια δραπέτευσε και έζησε ως παράνομος. Ταξίδεψε από το Χίθλουμ ως το Κίριθ Νίννιαχ και στη συνέχεια έφτασε στην Πύλη των Νόλντορ. Εκεί συνάντησε δύο Νολντόριν Ξωτικά, τον Γκέλμιρ και τον Άρμινας, οι οποίοι του έδειξαν το δρόμο για το Νέβραστ. Πέρασε το υπόλοιπο της χρονιάς στο Νέβραστ, μέχρι που είδε επτά κύκνους, κάτι που το πήρε ως σημάδι ότι είχε αργήσει πάρα πολύ καιρό. Ακολούθησε αυτούς τους κύκνους μέχρι που έφτασε στα ερείπια της Βίνυαμαρ, το προηγούμενο σπίτι του Τούργκον και των ανθρώπων του. Εκεί βρήκε την ασπίδα, τον αλυσιδωτό θώρακα, το σπαθί και το κράνος, που ο Τούργκον είχε αφήσει εκεί πολύ παλιά με εντολή του Ούλμο. Τα φόρεσε και κατέβηκε στην ακτή.

Εκεί, ο Βάλα Ούλμο, ο Άρχοντας των Υδάτων, αναδύθηκε από την Θάλασσα και εμφανίστηκε στον Τούορ, δίνοντάς του ένα μεγάλο μανδύα που είχε την δύναμη να τον προστατεύσει από τα μάτια των εχθρών του. Τον διέταξε να βρει την Κρυμμένη Πόλη της Γκοντόλιν, να υπενθυμίσει στον
Τούργκον τη Μοίρα των Νόλντορ και να τον προειδοποιήσει για την Άλωση της Γκοντόλιν. Το επόμενο πρωινό βρήκε τον Βορόνγουε, ένα Ξωτικό της Γκοντόλιν, ο οποίος ήταν ναυτικός που είχε ταξιδέψει με το τελευταίο πλοίο που είχε στείλει ο Τούργκον στη Δύση, ναυάγησε ανοικτά των ακτών του Μπελέριαντ και που ο Ούλμο τον διέσωσε και τον έφερε στη Βίνυαμαρ. Όταν άκουσε τον Τούορ να του λέει για τα λόγια του Ούλμο, ο Βορόνγουε συμφώνησε να τον οδηγήσει την κρυφή πύλη της Γκοντόλιν

Ο Τούορ και ο Βορόνγουε έφτασαν στην Γκοντόλιν το 496 τη Πρώτης Εποχής. Πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τον Ελεμμάκιλ ο οποίος τους έφερε ενώπιον του Εκθέλιον. Ο Εκθέλιον αναγνωρίζοντας από την αρματωσιά του ότι ο Τούορ είχε σταλεί από τον Ούλμο, τον καλωσόρισε στην πόλη με τιμές. Ο Τούορ στη συνέχεια παρουσιάστηκε ενώπιον του Υψηλού Βασιλιά Τούργκον και του παρέδωσε το μήνυμα του Ούλμο: η Μοίρα του Μάντος πλησίαζε στην εκπλήρωσή της και ο Τούργκον θα έπρεπε να εγκαταλείψει την πόλη του και να υποχωρήσει στα Λιμάνια του Σίριον.

Ο
Τούργκον, ωστόσο, παρόλο που σκέφτηκε πολύ, επέλεξε να μην λάβει σοβαρά υπόψην του την προειδοποίηση του Ούλμο, αν και αποφάσισε να σφραγίσει την κρυφή πόρτα και να απομονώσει πλήρως την Γκοντόλιν. Ως εκ τούτου, ο Τούορ παρέμεινε εκεί και, όπως και ο πατέρας του πριν από αυτόν, έμαθε πολλά από τα Ξωτικά. Ερωτεύτηκε την Ίντριλ Κελεμπρίνταλ, την κόρη του Βασιλιά Τούργκον, και το 502 της Πρώτης Εποχής παντρεύτηκαν σε μια πολύ χαρούμενη γιορτή. Αυτή ήταν η δεύτερη ένωση Ξωτικού και Ανθρώπου, μετά τους Μπέρεν και Λούθιεν. Αμέσως μετά γεννήθηκε ο γιος του, ο Εαρέντιλ ο Ναυτικός, ο οποίος έγινε αργότερα ο πατέρας των Έλροντ και Έλρος. Ο γάμος τους, καθώς και η εύνοια του Βασιλιά και η μνήμη του πατέρα του, έκαναν τον Τούορ προσφιλή στο λαό της Γκοντόλιν. Μόνο ο Μαέγκλιν τον ζήλευε κι έτρεφε ένα μυστικό μίσος, διότι επιθυμούσε την Ίντριλ.

Ο Τούορ ήταν ένας από τους ηγέτες της Γκοντόλιν κατά τη διάρκεια της Πτώσης της, και πάλεψε για την πόλη όταν επιτέθηκαν οι δυνάμεις του Μόργκοθ. Πέτυχε άξια έργα, συμπεριλαμβανομένου και του ότι έκανε τον μεγάλο δράκο που επιτέθηκε στην πόλη να υποχωρήσει. Σταμάτησε επίσης τον Μαέγκλιν όταν αυτός επιτέθηκε στη σύζυγο και στο γιο του και τον πέταξε από τα τείχη. Στη συνέχεια ο ίδιος, η Ίντριλ, ο Εαρέντιλ και ένα απομεινάρι του λαού της Γκοντόλιν, διέφυγαν μέσα από ένα μυστικό δρόμο στα βουνά και ταξίδεψαν για τα Λιμάνια του Σίριον. Λαχταρώντας τη θάλασσα, ο Τούορ κατασκεύασε το πλοίο Εαρράμε και έφυγε για τη Δύση με την Ίντριλ, όταν πλέον ο Εαρέντιλ ήταν ενήλικος.
 
Πιστεύεται από τα Ξωτικά και τους Ντουνεντάιν ότι η Ίντριλ και ο Τούορ έφτασαν στο Βάλινορ, παρακάμπτοντας την Απαγόρευση των Βάλαρ. Λέγεται ακόμη ότι ο Τούορ ήταν ο μοναδικός Άνθρωπος που λογίστηκε ως συγγενής των Ξωτικών, αν και θνητός, έτσι ώστε του δόθηκε το δώρο της αθάνατης ζωής για όσο η Άρντα θα υπήρχε, έτσι ώστε εκείνος και η Ίντριλ έζησαν στο Βάλινορ. Είναι άγνωστο εάν ο Εαρέντιλ βρήκε ή ξαναείδε τους γονείς του ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: