H Aredhel, που ονομαζόταν επίσης Ar-Feiniel, η Λευκή Κυρά των Noldor, ήταν το τρίτο παιδί και η μοναχοκόρη του Fingolfin, του Υψηλού Βασιλιά των Noldor, και της Anairë που ήταν επίσης Noldo. Τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια της ήταν ο Fingon και ο Turgon, ενώ είχε και ένα νεότερο αδελφό, τον Argon, ο οποίος δεν αναφέρεται στο δημοσιευμένο Silmarillion, αλλά σε παλαιότερες σημειώσεις. Ήταν η μητέρα του Maeglin και η σύζυγος του Eöl, του Σκοτεινού Ξωτικού. Ήταν, επίσης, λάτρης των Γιών του Fëanor, ειδικά του Celegorm και του Curufin. Το όνομα Aredhel σημαίνει "Ευγενές Ξωτικό" στη Sindarin.
Η Αρέδελ γεννήθηκε στο Βάλινορ και πιθανότατα στην Τίριον, την πόλη των Νόλντορ στο Άμαν. Ήταν ψηλή και δυνατή και αγαπούσε το κυνήγι και την ιππασία στα δάση. Το δέρμα της ήταν χλωμό, τα μαλλιά της σκούρα, και πάντα ήταν ντυμένη σε ασημί και λευκό. Στην φυγή των Νόλντορ από το Άμαν, ακολούθησε τον πατέρα της, τον Φινγκόλφιν, και τα αδέλφια της στην πορεία τους από το παγωμένο Χελκαράξε στη Μέση-Γη. Η μητέρα της όμως, η Ανάιρε, δεν πήγε μαζί, αν κι όλα τα παιδιά της ακολούθησαν τον πατέρα τους.
Αφότου έφτασε στη Μέση-Γη, κατοίκησε για ένα διάστημα στο Νέβραστ όπου ο αδελφός της ο Τούργκον ίδρυσε την πόλη της Βίνυαμαρ. Αργότερα, όταν ο Τούργκον έχτισε την Κρυμμένη Πόλη της Γκοντόλιν, η Αρέδελ πήγε με τον αδελφό της και την κόρη του την Ίντριλ, να μείνουν στη Γκοντόλιν. Μετά από διακόσια χρόνια, η λαχτάρα της για τα δάση και τα μεγάλα εδάφη την κατέβαλλε και ζήτησε από τον αδελφό της, ο οποίος πλέον ήταν ο Βασιλιάς Τούργκον της Γκοντόλιν, την άδεια να φύγει. Ο Τούργκον, ωστόσο, ήταν απρόθυμος στην αρχή, επειδή φοβόταν για την ασφάλειά της και για τη μυστικότητα του βασιλείου του. Τελικά υποχώρησε, δίνοντάς της για την προστασία της μια μικρή συνοδεία, η οποία αποτελούταν από τους Γκλορφίντελ, Εκθέλιον και Έγκαλμοθ. Η Αρέδελ αγνόησε την παράκληση του αδελφού της να πάει μόνο να δει τον μεγαλύτερο αδελφό τους, τον Φίνγκον, διότι επιθυμούσε να συναντήσει ξανά τους Γιούς του Φέανορ. Αναζήτησαν πέρασμα μέσα από το Ντόριαθ, αλλά τους αρνήθηκε η είσοδος επειδή ήταν Νόλντορ. Η Αρέδελ και οι σύντροφοί της, στη συνέχεια, αναγκάστηκαν να πάνε βόρεια μέσα από την ύπουλη περιοχή τουν Ναν Ντάνγκορθεμπ, όπου χωρίστηκαν όταν μπερδεύτηκαν στις σκοτεινές σκιές. Παρ' όλα αυτά, η Αρέδελ συνέχισε μόνη της για το Χίμλαντ, τη γη των Νολντόριν Αρχόντων Κέλεγκορμ και Κουρούφιν, δύο από τους Γιούς του Φέανορ, φτάνοντας όμως στο Χίμλαντ έμαθε ότι εκείνοι βρίσκονταν μακριά στο Θαργκέλιον. Η Αρέδελ έμεινε στο Χίμλαντ με τους ανθρώπους του Κέλεγκορμ, οι οποίοι την καλωσόρισαν, περιμένοντας τους Κέλεγκορμ και Κουρούφιν να επιστρέψουν. Μετά από λίγο όμως κουράστηκε να τους περιμένει και άρχισε να κάνει μικρά ταξίδια μόνη της για να περάσει η ώρα. Ήταν σε ένα τέτοιο ταξίδι που η Αρέδελ περιπλανήθηκε μέσα στο σκοτεινό δάσος του Ναν Έλμοθ.
Εκεί ζούσε ο Έολ, το Σκοτεινό Ξωτικό, ο οποίος, βλέποντας την ομορφιά της Αρέδελ, έπλεξε ένα ξόρκι που την ανάγκασε να χαθεί στο δάσος και να περιπλανιέται όλο και πιο κοντά στο σπίτι του. Ο Έολ αποκαλύφθηκε όταν εκείνη έφτασε και την υποδέχτηκε στο σπίτι του. Παντρεύτηκαν και έκαναν ένα γιο που τον ονόμασαν Μαέγκλιν. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Αρέδελ ήταν ελεύθερη να πάει όπου ήθελε, με μοναδικό περιορισμό ότι δεν μπορούσε να επισκεφθεί οποιονδήποτε από τους συγγενείς της. Η νοσταλγία της την έκανε να πει στον Μαέγκλιν πολλές ιστορίες για την Γκοντόλιν και τους Νόλντορ, κάτι το οποίο της μεγάλωσε τη λαχτάρα για το σπίτι της. Έτσι, όταν ο Μαέγκλιν της πρότεινε να εγκαταλείψουν το Ναν Έλμοθ και να επιστρέψουν στην Γκοντόλιν, εκείνη δέχτηκε με υπερηφάνεια και χαρά.
Περιμένοντας ώσπου ο Έολ να βρίσκεται μακριά, οι δύο τους κατάφεραν κι έφυγαν από το Ναν Έλμοθ για την Γκοντόλιν, αλλά εν αγνοία τους παρακολουθούνταν από τον Έολ, ο οποίος είχε ανακαλύψει την εξαφάνισή τους νωρίτερα από το αναμενόμενο. Η Αρέδελ και ο Μαέγκλιν έτυχαν χαρούμενης υποδοχής στην Γκοντόλιν, αλλά οι φρουροί γρήγορα έπιασαν τον Έολ και τον έφεραν μπροστά στο Βασιλιά με διαταγή της Αρέδελ. Ο Τούργκον αρχικά ήταν πρόθυμος να χαρίσει στον Έολ τη ζωή και να τον δεχτεί ως συγγενή αν παρέμενε στην Γκοντόλιν, αλλά ο Έολ δεν αποδέχτηκε αυτή την απόφαση και επέλεξε το θάνατο για τον εαυτό του και τον Μαέγκλιν. Έριξε ένα ακόντιο στο γιο του, αλλά η Αρέδελ μπαίνοντας μπροστά προστάτευσε τον Μαέγκλιν και πληγώθηκε η ίδια. Ενώ αναπαυόταν, μίλησε με την ανιψιά της, την Ίντριλ, και την παρακάλεσε να εξασφαλιστεί ότι ο Τούργκον θα έδειχνε έλεος στον Έολ. Αυτό όμως δεν θα συνέβαινε, καθότι το ακόντιο που χρησιμοποίησε ο Έολ ήταν δηλητηριασμένο. Η Αρέδελ πέθανε λίγο μετά την τελευταία της αυτή παράκληση, αφήνοντας την πόλη και τον Βασιλιά της να πενθούν για μία ακόμη φορά. Ο Έολ εκτελέστηκε για αυτό του το έγκλημα και πετάχτηκε από τον ψηλό λόφο του Καραγκντούρ. Προτού ριχτεί από κάτω, καταράστηκε τον γιο του να έχει την ίδια μοίρα με εκείνον.
Εκεί ζούσε ο Έολ, το Σκοτεινό Ξωτικό, ο οποίος, βλέποντας την ομορφιά της Αρέδελ, έπλεξε ένα ξόρκι που την ανάγκασε να χαθεί στο δάσος και να περιπλανιέται όλο και πιο κοντά στο σπίτι του. Ο Έολ αποκαλύφθηκε όταν εκείνη έφτασε και την υποδέχτηκε στο σπίτι του. Παντρεύτηκαν και έκαναν ένα γιο που τον ονόμασαν Μαέγκλιν. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Αρέδελ ήταν ελεύθερη να πάει όπου ήθελε, με μοναδικό περιορισμό ότι δεν μπορούσε να επισκεφθεί οποιονδήποτε από τους συγγενείς της. Η νοσταλγία της την έκανε να πει στον Μαέγκλιν πολλές ιστορίες για την Γκοντόλιν και τους Νόλντορ, κάτι το οποίο της μεγάλωσε τη λαχτάρα για το σπίτι της. Έτσι, όταν ο Μαέγκλιν της πρότεινε να εγκαταλείψουν το Ναν Έλμοθ και να επιστρέψουν στην Γκοντόλιν, εκείνη δέχτηκε με υπερηφάνεια και χαρά.
Περιμένοντας ώσπου ο Έολ να βρίσκεται μακριά, οι δύο τους κατάφεραν κι έφυγαν από το Ναν Έλμοθ για την Γκοντόλιν, αλλά εν αγνοία τους παρακολουθούνταν από τον Έολ, ο οποίος είχε ανακαλύψει την εξαφάνισή τους νωρίτερα από το αναμενόμενο. Η Αρέδελ και ο Μαέγκλιν έτυχαν χαρούμενης υποδοχής στην Γκοντόλιν, αλλά οι φρουροί γρήγορα έπιασαν τον Έολ και τον έφεραν μπροστά στο Βασιλιά με διαταγή της Αρέδελ. Ο Τούργκον αρχικά ήταν πρόθυμος να χαρίσει στον Έολ τη ζωή και να τον δεχτεί ως συγγενή αν παρέμενε στην Γκοντόλιν, αλλά ο Έολ δεν αποδέχτηκε αυτή την απόφαση και επέλεξε το θάνατο για τον εαυτό του και τον Μαέγκλιν. Έριξε ένα ακόντιο στο γιο του, αλλά η Αρέδελ μπαίνοντας μπροστά προστάτευσε τον Μαέγκλιν και πληγώθηκε η ίδια. Ενώ αναπαυόταν, μίλησε με την ανιψιά της, την Ίντριλ, και την παρακάλεσε να εξασφαλιστεί ότι ο Τούργκον θα έδειχνε έλεος στον Έολ. Αυτό όμως δεν θα συνέβαινε, καθότι το ακόντιο που χρησιμοποίησε ο Έολ ήταν δηλητηριασμένο. Η Αρέδελ πέθανε λίγο μετά την τελευταία της αυτή παράκληση, αφήνοντας την πόλη και τον Βασιλιά της να πενθούν για μία ακόμη φορά. Ο Έολ εκτελέστηκε για αυτό του το έγκλημα και πετάχτηκε από τον ψηλό λόφο του Καραγκντούρ. Προτού ριχτεί από κάτω, καταράστηκε τον γιο του να έχει την ίδια μοίρα με εκείνον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου