Εκθέλιον

Ο Ecthelion ήταν Άρχοντας Ξωτικό της Gondolin στην Πρώτη Εποχή της Μέσης-Γης και ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες. Ήταν αρχηγός του Λαού του Σιντριβανιού και σφαγέας του Gothmog, του Άρχοντα των Balrogs. Είχε την πιο όμορφη φωνή και το μεγαλύτερο ταλέντο στο φλάουτο από όλους στο βασίλειο. Υπήρξε, επίσης, Φύλακας της Μεγάλης Πύλης της Gondolin και ηγήθηκε ενός τμήματος των δυνάμεών της κατά τη διάρκεια της Nirnaeth Arnoediad.


Διακόσια χρόνια αφότου δημιουργήθηκε η Γκοντόλιν, ο Εκθέλιον, ο Γκλορφίντελ και ο Έγκαλμοθ, μαζί με τη Λευκή Κυρά των Νόλντορ άφησαν την Kρυμμένη Πόλη, λόγω της λαχτάρας της Αρέδελ για την ελευθερία που είχε κάποτε στο Βάλινορ. Οι εντολές τους ήταν να την οδηγήσουν προς το Χίθλουμ, όπου θα συναντούσε τον Φίνγκον, τον μεγαλύτερο αδελφό της. 

Όταν έφτασαν στο Πέρασμα του Μπρίθιαχ η Αρέδελ τους διέταξε να πάνε Νότια, διότι ήθελε να δει τους Γιούς του Φέανορ. Έτσι ο Εκθέλιον και οι σύντροφοί του ζήτησαν να μπουν στο Ντόριαθ, αλλά οι φύλακες τους αρνήθηκαν την είσοδο στη Ζώνη της Μέλιαν επειδή ήταν Νόλντορ. Μην έχοντας άλλη επιλογή, πήραν τον επικίνδυνο δρόμο μεταξύ των στοιχειωμένων κοιλάδων των Έρεντ Γκόργκοροθ. Κοντά στο Ναν Ντάνγκορθεμπ, την κοιλάδα του Φοβερού Θανάτου, πιάστηκαν σε ένα δίχτυ σκιών και χάθηκαν από την Αρέδελ, την οποία μάταια αναζήτησαν στη συνέχεια. Οι απόγονοι της Ουνγκόλιαντ που κατοικούσαν σε εκείνο το μέρος τους καταδίωξαν και, μόλις διέφυγαν ζωντανοί, οι τρεις άρχοντες επέστρεψαν στην Γκοντόλιν χωρίς την πριγκίπισσα και έπεσαν σε θλίψη.

Κατά το έτος 473 της Πρώτης Εποχής, ο Εκθέλιον πολέμησε στο πλευρό του Τούργκον στη Μάχη των Αμέτρητων Δακρύων, οδηγώντας ένα τμήμα των δυνάμεων της Γκοντόλιν. Είκοσι τρία χρόνια μετά, ο Τούορ και ο Βορόνγουε της Γκοντόλιν ταξίδεψαν προς την Kρυμμένη Πόλη. Αφού τους οδήγησε ο Ελεμμάκιλ μέσα από τις Επτά Πύλες, ο Εκθέλιον εμφανίστηκε μπροστά τους ως Φύλακας της Μεγάλης Πύλης. Ο Εκθέλιον αρχικά αρνήθηκε την είσοδο στον Τούορ, αλλά όταν εκείνος έκανε αναφορά στον Ούλμο, τον Άρχοντα των Υδάτων, ο Εκθέλιον του επέτρεψε τελικά να περάσει.

Ο Εκθέλιον ήταν ο ηγέτης του Οίκου του Σιντριβανιού, ένας από τους Δώδεκα Οίκους των Γκοντολίντριμ, ο λαός του οποίου ήταν λάτρης των διαμαντιών και του αργύρου. Το 510 της Πρώτης Εποχής, κατά τη διάρκεια της Πτώσης της Γκοντόλιν, οδήγησε τον οίκο του στη μάχη συνοδευόμενοι από τη μουσική των αυλών τους και προκάλεσαν μεγάλες ζημιές στον εχθρό από τα μακριά και φωτεινά ξίφη τους.

Στη μάχη πάνω από την Γκοντόλιν, ο Εκθέλιον και οι δυνάμεις του έκαναν την είσοδό τους από το νότιο τμήμα της πόλης. Τόσο φοβερή ήταν η φωνή του όταν διέταζε το τράβηγμα των σπαθιών, που το όνομά του έγινε τρόμος στον εχθρό και πολεμική ιαχή για τους Έλνταρ. Πολεμώντας γενναία στο πλευρό του Τούορ έδιωξαν τα Όρκς και σχεδόν η Πύλη ανακτήθηκε. Όταν οι Δράκοι ενίσχυσαν τον στρατό του Μόργκοθ, ο Εκθέλιον σκότωσε τρεις Μπάλρογκς. Καθότι υπερείχαν αριθμητικά, έπρεπε να υποχωρήσουν και, όταν το έκαναν, το αριστερό χέρι του Εκθέλιον τραυματίστηκε και η ασπίδα του έπεσε στη γη. Ο Τούορ τον μετέφερε μακριά και ενώθηκαν με τους εναπομείναντες ηγέτες στην Πλατεία του Βασιλιά.

Σε εκείνο το μέρος, στο Μεγάλο Σιντριβάνι του Βασιλιά, στάθηκε ο Εκθέλιον και ανέκτησε τη δύναμή του πίνοντας από αυτό. Καθώς επτά δράκοι οδηγούσαν τις δυνάμεις του εχθρού προς την Πλατεία, ο υπόλοιπος στρατός της Γκοντόλιν άρχισε να υποχωρεί. Ο Εκθέλιον όμως παρέμεινε κοντά στο σιντριβάνι, πράξη που μνημονευόταν σε όλα τα τραγούδια ή σε οποιοδήποτε παραμύθι ως η πιο γενναία, διότι ήταν εκεί που αντιμετώπισε τον Γκόθμογκ, τον Άρχοντα των Μπάλρογκς.

Ο Τούορ προσπάθησε να μπει στο δρόμο του Γκόθμογκ αλλά πετάχτηκε στην άκρη. Στη συνέχεια ο Εκθέλιον μονομάχησε μαζί του. Χάνοντας το σπαθί του λόγω τραυματισμού που δέχτηκε δεν ήταν σε θέση να προστατεύσει τον εαυτό του. Ακριβώς τη στιγμή που ο Γκόθμογκ ήταν έτοιμος να του δώσει το τελειωτικό χτύπημα, ο Εκθέλιον πήδηξε και τύλιξε τα πόδια του γύρω από τον δαίμονα, οδηγώντας τo αιχμηρό άκρο του κράνους του στο σώμα του Γκόθμογκ. Αυτό έκανε τον δαίμονα να χάσει την ισορροπία του, και ο ίδιος, μαζί με τον Εκθέλιον, έπεσαν στο Σιντριβάνι του Βασιλιά και πνίγηκαν και οι δύο.

Αργότερα, ο νεαρός Εαρέντιλ ρώτησε για εκείνον πού είναι και είπε ότι θα ήθελε ο Εκθέλιον να ήταν εκεί. Όταν έμαθε για το θάνατό του έκλαψε πικρά και είπε ότι δεν νοιαζόταν πλέον να βλέπει τους δρόμους της Γκοντόλιν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: