Οι Πόρτες του Ντούριν

Οι Πόρτες του Durin, επίσης γνωστές ως Δυτική Πύλη ή Δυτική Πόρτα της Moria, ήταν χτισμένες μέσα στα τείχη της Moria στους σκοτεινούς λόφους του Celebdil, και αποτελούσαν την δυτική είσοδο στη μεγάλη πόλη των Νάνων, το Khazad-dum.


Η κύρια είσοδος του Καζάντ-Ντούμ ήταν οι Μεγάλες Πύλες στην Κοιλάδα του Ντίμριλ, ανατολικά των Ομιχλιασμένων Βουνών. Κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Εποχής, αποφασίστηκε να ανοιχτεί ένα πέρασμα στη δυτική πλευρά του Κελέμπντιλ, το οποίο θα ευνοούσε την επικοινωνία και την συνεργασία μεταξύ των Ξωτικών και των Νάνων. Η Πόρτα των Ξωτικών κατασκευάστηκε σε συνεργασία μεταξύ των Νάνων και των Ξωτικών, κάποια στιγμή μεταξύ του 750 και του 1500 της Δεύτερης Εποχής. Το Ξωτικό και Άρχοντας του Ερέγκιον, ο Κελεμπρίμπορ, και ο Νάνος Νάρβι που έχτισαν τις Πόρτες, ήταν οι δύο μεγαλύτεροι τεχνίτες της Δεύτερης Εποχής. Αυτές ήταν οι ημέρες πριν από τα σκοτεινά χρόνια της κυριαρχίας του Σάουρον στη Μέση-γη, και οι φιλικοί δεσμοί μεταξύ των βασιλείων των Ξωτικών και των Νάνων ήταν ένα σπάνιο και ξεχωριστό γεγονός. Κατά τη διάρκεια αυτής της ειρηνικής εποχής οι πόρτες ήταν ανοιχτές, επιτρέποντας το εμπόριο. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Ξωτικών και του Σάουρον (το 1697) οι πόρτες ήταν σφραγισμένες αφότου το Χόλιν κυριεύτηκε από τις δυνάμεις του Σάουρον.

Όταν το Καζάντ-Ντούμ εγκαταλείφθηκε το 1981 της Τρίτης Εποχής, ο τρόπος με τον οποίο άνοιγαν οι πόρτες ξεχάστηκε. Κάποια στιγμή μεταξύ του 2845 και του 2950 ο Μάγος Γκάνταλφ μπήκε στην πόλη ψάχνοντας για τον Βασιλιά Θράιν Β’, ο οποίος είχε εξαφανιστεί στο ταξίδι του για το Έρεμπορ. Μετά την αναζήτησή του ο Μάγος βγήκε από τις πόρτες, ωστόσο αυτή του η εμπειρία δεν τον βοήθησε ώστε να γνωρίζει πώς να ανοίξει τις πόρτες από έξω.

Ήταν διαμορφωμένες ως μονοκόμματες πόρτες, αόρατες στο γυμνό μάτι. Ταίριαζαν τόσο τέλεια με το βράχο στο βουνό, ώστε όταν ήταν κλειστές δεν μπορούσε κανείς να τις δει. Οι πόρτες έγιναν από τον Νάρβι από ένα γκρίζο υλικό ισχυρότερο από πέτρα, και τα σύμβολα φτιάχτηκαν από τον Κελεμπρίμπορ με ithildin, το οποίο μπορούσε να το δει κανείς μόνο στο φως των άστρων και του φεγγαριού. Διακρινόταν το σχέδιο ενός αμονιού κι ενός σφυριού που πάνω τους είχαν μια κορόνα με εφτά αστέρια. Κάτω απ’ αυτά ήταν δυο δέντρα με μισοφέγγαρα. Στη μέση της πόρτας ήταν ένα αστέρι με πολλές ακτίνες. Στην επάνω αριστερή και δεξιά γωνία υπήρχαν το Tengwar Κάλμα (C) και το Όρε (Ν),τα αρχικά των Celebrimbor και Narvi.


Η επιγραφή έλεγε τα εξής:

   "Ennyn Durin Aran Moria. Pedo Mellon a Minno. Im Narvi hain echant. 
Celebrimbor o Eregion teithant i thiw hin."

    «Οι Πόρτες του Ντούριν, Άρχοντα της Μόρια. Λέγε, φίλε, και προχώρησε. Εγώ, ο Νάρβι, τα έγραψα. 
Ο Κελεμπρίμπορ του Χόλιν τα σχεδίασε.»

Η επιγραφή ανέφερε τη μυστική λέξη που θα έκανε τις πόρτες να ανοίγουν. Από μέσα οι Πόρτες άνοιγαν απλά σπρώχνοντάς τες, αν και συνήθως απαιτούσαν την ώθηση δύο ατόμων για να ανοίξουν. Τα μέλη της Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού μπήκαν στη Μόρια ανοίγοντας τις πόρτες στις 13 Ιανουαρίου 3019, αλλά αρχικά ο Γκάνταλφ δεν μπορούσε να βρει τη μυστική λέξη για να ανοίξουν. Ο Μέρι Μπράντιμπακ εν αγνοία του έδωσε στον Γκάνταλφ την απάντηση, ρωτώντας, «Τι σημαίνει το λέγε, φίλε, και προχώρησε;». Όταν ο Γκάνταλφ συνειδητοποίησε ότι το «Mellon», που σημαίνει «φίλος» στην Sindarin, θα άνοιγε την πόρτα αναπήδησε, γέλασε και είπε τη λέξη.


Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού, σελ. 369-374

    Οι Πόρτες των Νάνων δεν είναι φτιαγμένες για να φαίνονται σαν είναι κλειστές, είπε ο Γκίμλι. Είναι αόρατες. Ακόμα και τ’ αφεντικά τους δεν μπορούν να τις βρουν ή να τις ανοίξουν, αν ξεχαστεί το μυστικό τους.

    Αλλά τούτη εδώ η Πόρτα δε φτιάχτηκε για να ξέρουν το μυστικό της μόνο οι Νάνοι, είπε ο Γκάνταλφ, που ζωντάνεψε ξαφνικά και γύρισε πίσω. Εκτός και αν έχουν αλλάξει τελείως τα πράγματα, τα μάτια που ξέρουν τι να γυρέψουν μπορεί ν’ ανακαλύψουν τα σημάδια.

    Πήγε κατά τον τοίχο. Ακριβώς ανάμεσα στις σκιές των δέντρων υπήρχε μια λεία επιφάνεια. Πάνω της πέρασε τα χέρια του πέρα δώθε, μουρμουρίζοντας λέξεις σιγανά. Έπειτα πισωπάτησε.

    Δείτε! είπε. Μπορείτε να δείτε τίποτα τώρα;

    Το Φεγγάρι έλαμπε πάνω στο σταχτί πρόσωπο του βράχου. Μα, για κάμποση ώρα, δεν μπορούσαν να δουν τίποτ’ άλλο. Έπειτα, αργά αργά, εκεί που είχαν περάσει τα χέρια του μάγου, φάνηκαν κάτι αμυδρές γραμμές, σαν λεπτές φλέβες από ασήμι που διέτρεχαν το βράχο. Στην αρχή δεν ήταν παρά χλωμές αραχνοκλωστές, τόσο ανεπαίσθητες που λαμπύριζαν κι αναβόσβηναν μόνο εκεί που τις έβλεπε το Φεγγάρι, αλλά σταθερά γίνονταν πιο φαρδιές και ξεκάθαρες μέχρι που μπορούσες να διακρίνεις το σχέδιό τους.

    Στην κορφή, όσο ψηλά μπορούσε να φτάσει ο Γκάνταλφ, είχε μια καμάρα από καλλιγραφικά γράμματα στην γραφή των Ξωτικών. Από κάτω, αν και οι φλέβες ήταν κατά τόπους θαμπές ή σπασμένες, διακρινόταν το σχέδιο ενός αμονιού κι ενός σφυριού που πάνωθέ τους είχαν μια κορόνα με εφτά αστέρια. Κάτω απ’ αυτά πάλι ήταν δυο δέντρα με μισοφέγγαρα. Πιο καθαρά απ’ όλα τα’ άλλα έλαμπε στη μέση της πόρτας ένα μονάχο αστέρι με πολλές ακτίνες.

    - Να τα εμβλήματα του Ντούριν! φώναξε ο Γκίμλι.

    - Και να και το Δέντρο των Ανώτερων Ξωτικών! είπε ο Λέγκολας.

    - Και το Άστρο του Οίκου του Φέανορ, είπε ο Γκάνταλφ. Είναι φτιαγμένα από ithildin που καθρεφτίζει μόνο το φως των αστεριών και του φεγγαριού και που κοιμάται μέχρι που να το αγγίξει κάποιος και να πει λέξεις που είναι εδώ και πολλά χρόνια τώρα λησμονημένες στη Μέση-Γη. Πάει πολύς καιρός από τότε που τις είχα ακούσει και χρειάστηκε να σκεφτώ βαθιά πριν μπορέσω να τις ξαναφέρω στη μνήμη μου.

    - Τι λένε τα γράμματα; ρώτησε ο Φρόντο, που προσπαθούσε ν’ αποκρυπτογραφήσει την επιγραφή στην καμάρα. Νόμιζα πως ξέρω τα γράμματα των Ξωτικών, αλλά αυτά δεν μπορώ να τα διαβάσω.

    - Οι λέξεις είναι στη γλώσσα των Ξωτικών της Δύσης της Μέσης-Γης στις Αρχαίες Μέρες, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά δε λένε τίποτα που να έχει σημασία για μας. Λένε μονάχα: Οι Πόρτες του Ντούριν, Άρχοντα της Μόρια. Λέγε, φίλε, και προχώρησε. Κι από κάτω μικρά κι αμυδρά είναι γραμμένα: Εγώ, ο Νάρβι, τα έγραψα. Ο Κελεμπρίμπορ του Χόλιν τα σχεδίασε.

    - Τι σημαίνει το λέγε, φίλε, και προχώρησε; ρώτησε ο Μέρι.

    - Μα είναι αρκετά φανερό, είπε ο Γκίμλι. Αν είσαι φίλος, λέγε τη συνθηματική λέξη και οι πόρτες θ’ ανοίξουν και θα μπορέσεις να προχωρήσεις.


    - Ναι, είπε ο Γκάνταλφ, είναι το πιο πιθανό αυτές οι πόρτες να λειτουργούν με λέξεις. Μερικές Πόρτες Νάνων ανοίγουν μόνο κάτω από ειδικές συνθήκες ή μόνο για ορισμένα πρόσωπα, και μερικές έχουν κλειδαριές και κλειδιά που χρειάζονται ακόμα κι όταν οι αναγκαίες συνθήκες και οι συνθηματικές λέξεις είναι γνωστές. Τούτες εδώ οι πόρτες δεν έχουν κλειδί. Τον καιρό του Ντούριν δεν ήταν μυστικές. Συνήθως στέκονταν ανοιχτές κι εδώ κάθονταν θυρωροί. Αλλά ακόμα κι όταν ήταν κλειστές, οποιοσδήποτε ήξερε τη συνθηματική λέξη μπορούσε να την προφέρει και να μπει μέσα. Τουλάχιστον έτσι είναι γραμμένο, έτσι δεν είναι, Γκίμλι;

    - Έτσι είναι, είπε ο Νάνος. Αλλά η συνθηματική λέξη έχει ξεχαστεί. Ο Νάρβι και η τέχνη του κι όλη η γενιά του έχουν σβηστεί απ’ τη γη. 

[.................]

    Τόσο ξαφνικά, που όλοι τρόμαξαν, ο μάγος τινάχτηκε όρθιος και γελούσε!

    Το βρήκα! φώναξε. Μα φυσικά, βέβαια! Απλούστατα γελοίο, όπως όλα τα αινίγματα σαν τους βρεις τη λύση.

    Παίρνοντας από κάτω το ραβδί του στάθηκε μπροστά στο  βράχο κι είπε με καθαρή φωνή: Mellon!

    Το αστέρι έλαμψε για μια στιγμή και χάθηκε ξανά. Έπειτα σιωπηλά διαγράφηκε μια μεγάλη πόρτα, αν και πουθενά πριν δεν διακρινόταν ούτε χαραμάδα ούτε ένωση. Αργά χωρίστηκε στη μέση κι άνοιξε προς τα έξω λίγο λίγο, ώσπου και τα δύο φύλλα ακούμπησαν πίσω στο βράχο. Απ’ το άνοιγμα διακρινόταν μια σκοτεινή σκάλα που ανέβαινε απότομα προς τα επάνω, αλλά πέρα απ’ τα πιο χαμηλά σκαλοπάτια το σκοτάδι ήταν πιο βαθύ κι από τη νύχτα. Η Ομάδα κοίταξαν απορημένοι.

    Τελικά, έκανα λάθος, είπε ο Γκάνταλφ, το ίδιο κι ο Γκίμλι. Απ’ όλους μας, μονάχα ο Μέρι βρισκόταν στο σωστό δρόμο. Η λέξη για ν’ ανοίξει η πόρτα ήταν γραμμένη στην αψίδα, μπροστά στα μάτια μας! Θα έπρεπε να την είχαμε μεταφράσει:  Λέγε «φίλος» και προχώρησε. Έφτανε να πω τη λέξη φίλος στη γλώσσα των Ξωτικών και οι πόρτες θ’ άνοιγαν. Απλούστατο. Πάρα πολύ απλό για έναν πολυδιαβασμένο μάγο σ’ αυτές τις μέρες τις γεμάτες υποψία. Εκείνοι οι καιροί ήταν πιο ευτυχισμένοι. Τώρα όμως πάμε!



Δεν υπάρχουν σχόλια: