Ισίλντουρ

Ο Isildur ήταν ο γιος του Elendil και αδελφός του Anárion. Καθώς ήταν ο Υψηλός Βασιλιάς της Gondor και της Arnor, ο Isildur και ο αδελφός του Anárion διοικούσαν από κοινού τη Gondor στο Νότο, ενώ ο πατέρας τους κατοικούσε στο Βορρά. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Τελευταίας Συμμαχίας, ο Isildur έκοψε το Ένα Δαχτυλίδι από το χέρι του Sauron, αλλά αρνήθηκε να το καταστρέψει. Ο Isildur σκοτώθηκε αργότερα από Orcs και το Δαχτυλίδι χάθηκε στην Πανωλεθρία των Gladden Fields για σχεδόν 2.500 χρόνια. Η άρνησή του να καταστρέψει το Δαχτυλίδι επέτρεψε στο πνεύμα του Sauron να αντέξει και να εξασφαλιστεί ως μια απειλή για τη Μέση-Γη που παρέμεινε για τα επόμενα χρόνια. Η γραμμή αίματος του Isildur επέζησε στους Dúnedain του Βορρά και οι κληρονόμοι του βοήθησαν στον τερματισμό της εξουσίας του Sauron στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού.


Ο Ισίλντουρ γεννήθηκε στο Νούμενορ το έτος 3209 της Δεύτερης Εποχής. Είχε έναν μικρότερο αδερφό τον Ανάριον ο οποίος γεννήθηκε το 3219. Ζούσαν στο καταφύγιο Ρομέννα στην ανατολική ακτή του νησιού του Νούμενορ. Ο πατέρας τους ήταν ο Ελέντιλ και ο παππούς τους ο Αμάντιλ, ο Άρχοντας του Αντούνιε. Οι Άρχοντες του Aντούνιε κατάγονταν από τους Βασιλείς του Νούμενορ μέσω της Σιλμάριεν, την κόρη του τέταρτου βασιλιά του Νούμενορ, Tαρ-Ελέντιλ.

Ο Έλρος, που ήταν μισός Ξωτικό και ο πρώτος βασιλιάς του Νούμενορ, είχε επιλέξει την θνητή ζωή των Ανθρώπων, ενώ ο αδελφός του ο Έλροντ επέλεξε την αθάνατη ζωή των Ξωτικών. Με την πάροδο του χρόνου, οι βασιλιάδες του Νούμενορ άρχισαν να δυσανασχετούν με την επιλογή των προγόνων τους και επιθύμησαν την αθανασία για τον εαυτό τους. Αποξενώθηκαν από τα Ξωτικά και τους Βάλαρ και παραμέλησαν τη λατρεία του Έρου, αυτόν που τους είχε δημιουργήσει. Μια μικρή ομάδα από τους Νουμενόριανς παρέμεινε φιλική με τα Ξωτικά και πιστή στον Έρου και τους Βάλαρ. Ονομάζονταν "Οι Πιστοί". Ανάμεσα σε αυτούς ήταν οι άρχοντες του Aντούνιε.

Το 3262, ο Αρ-Φαραζόν, ο βασιλιάς του Νούμενορ, έπιασε αιχμάλωτο τον Σάουρον και τον έφερε στο νησί. Ο Σάουρον επέτρεψε να τον αιχμαλωτίσουν, επειδή ήθελε να διαφθείρει τους Νουμενόριανς προκειμένου να επιφέρει τον αφανισμό τους. Χρησιμοποίησε την επιθυμία τους για αθανασία και δύναμη, ώστε να τους πείσει να αποκηρύξουν τον Έρου και να λατρεύουν τον Μόργκοθ.

Ο Ισίλντουρ έμαθε ότι ο Σάουρον ήθελε να περικόψει ο Αρ-Φαραζόν το Νίμλοθ, το Λευκό Δέντρο που είχε έρθει από τους Αθάνατους Τόπους. Έτσι ο Ισίλντουρ μεταμφιέστηκε και πήγε κρυφά στην Αυλή του Βασιλιά και πήρε ένα φρούτο από το Νίμλοθ. Οι φρουροί τον ανακάλυψαν και του επιτέθηκαν και, παρόλο που τραυματίστηκε σοβαρά, κατόρθωσε να διαφύγει με το φρούτο. Για αυτή του την πράξη ο Ισίλντουρ έλαβε πολλούς επαίνους. Έφτανε κοντά στο θάνατο για πολλούς μήνες, αλλά όταν ο καρπός του Λευκού Δέντρου άρχισε να ανθίζει, ξύπνησε και γιατρεύτηκε από τα τραύματά του.

Καθώς η επιρροή του Σάουρον αυξήθηκε, οι Πιστοί άρχισαν να ετοιμάζονται για να φύγουν από το Νούμενορ. Γέμισαν τα πλοία τους με τις οικογένειές τους και πολλά από αυτά που είχαν αποκτήσει, συμπεριλαμβανομένων και των Παλαντίρι. Ο Ισίλντουρ είχε τρία δικά του πλοία και έβαλε πάνω το δενδρύλλιο του Λευκού Δέντρου, καθώς και τη σύζυγό του και τον γιο του Ελέντουρ, ο οποίος είχε γεννηθεί το 3299. Ο παππούς του Ισίλντουρ, ο Αμάντιλ, έπλευσε προς τα δυτικά για τους Αθάνατους Τόπους ώστε να ικετεύσει τους Βάλαρ να γλυτώσουν τους Πιστούς, αλλά δεν είναι γνωστό τι απέγινε και ο ίδιος δεν ξαναφάνηκε ποτέ.

Καθώς ο Άρ-Φαραζόν αισθάνθηκε ότι πλησίαζε τα γηρατειά, τα ψέματα του Σάουρον τον έπεισαν τελικά ότι θα μπορούσε να φτάσει στην αθανασία στους Αθάνατους Τόπους. Το 3319, ο Αρ-Φαραζόν ξεκίνησε με ένα μεγάλο στόλο προτιθέμενος να καταλάβει τους Αθάνατους Τόπους με τη βία, αλλά όταν πάτησε το πόδι του στην ακτή, ο Ιλούβαταρ έκανε τις Θάλασσες να ανοίξουν και το Βάλινορ κρύφτηκε. Ο στόλος βυθίστηκε και το Νούμενορ καταστράφηκε από ένα μεγάλο κύμα.

Τα πλοία των Πιστών είχαν γλιτώσει, και ένας μεγάλος άνεμος από τη δύση τους έστειλε στις ακτές της Μέσης-Γης. Ο Ελέντιλ προσγειώθηκε στα βόρεια, ενώ ο Ισίλντουρ και ο Ανάριον κατέληξε στο Έθιρ Άντουιν στο νότο. Ο Ελέντιλ και οι γιοί του εγκαθίδρυσαν το Βόρειο βασίλειο της Άρνορ και το Νότιο βασίλειο της Γκόντορ το 3320. Ο Ελέντιλ ήταν ο Υψηλός Βασιλέας και των δύο βασιλείων, αλλά κατοίκησε στην Άρνορ και άφησε την ηγεσία της Γκόντορ στους γιους του.

Ο Ισίλντουρ και ο Ανάριον είχαν τους θρόνους τους δίπλα-δίπλα στη Μεγάλη Αίθουσα της Οσγκίλιαθ, την πόλη που ίδρυσε στον ποταμό Άντουιν. Ο Ανάριον ζούσαν στη Μίνας Άνορ στη δυτική πλευρά του Άντουιν, ενώ ο Ισίλντουρ έκανε το σπίτι του στην Ιθίλιεν στην ανατολική πλευρά του Άντουιν. Ο Ισίλντουρ έχτισε τη Μίνας Ίθιλ σε μια κοιλάδα των Βουνών της Σκιάς στα σύνορα της Μόρντορ. Η Μίνας Ίθιλ ήταν μια όμορφη λευκή πόλη, αλλά ήταν επίσης και ένα προπύργιο για την υπεράσπιση ενάντια στο κακό που μπορεί να εξακολουθούσε να κατοικεί στην Μόρντορ. Δεν ήταν γνωστό αρχικά ότι ο Σάουρον είχε ήδη επιστρέψει εκεί κρυφά και είχε αρχίσει να ανακτά τη δύναμή του.

Ο Ισίλντουρ είχε ένα από τα Παλαντίρι που ονομαζόταν Η Πέτρα της Ίθιλ, την οποία χρησιμοποιούσε για την επικοινωνία με τον αδελφό και τον πατέρα του. Φύτεψε το δενδρύλλιο του Λευκού Δέντρου μπροστά από το σπίτι του. Ο Ισίλντουρ και η σύζυγός του έκαναν άλλους δύο γιους όσο ζούσαν στη Γκόντορ - τον Άραταν που γεννήθηκε το 3339 και τον Κίρυον που γεννήθηκε το 3379.

Κατά τις πρώτες ημέρες της Γκόντορ, ο Ισίλντουρ πήγε στο λόφο του Έρεχ στα Λευκά Όρη. Στην κορυφή του λόφου τοποθέτησε την Πέτρα του Έρεχ, μια μεγάλη μαύρη σφαίρα που είχε φέρει από το Νούμενορ. Ο Ισίλντουρ συναντήθηκε με τον Βασιλιά των Νεκρών, ο οποίος ορκίστηκε πίστη στον Ισίλντουρ, αλλά αργότερα, όταν ο Ισίλντουρ κάλεσε τους Ανθρώπους των Βουνών να συμμετάσχουν στον αγώνα κατά του Σάουρον, αρνήθηκαν. Τότε ο Ισίλντουρ τους καταράστηκε και είπε ότι ποτέ δεν θα αναπαυτούν μέχρι να εκπληρώσουν τον όρκο τους, και στοίχειωσαν τα Μονοπάτια των Νεκρών.

Ο Σάουρον επιτέθηκε και κατέλαβε τη Μίνας Ίθιλ το 3429. Ο Ισίλντουρ δραπέτευσε με τη γυναίκα του και τους γιους του και ένα άλλο δενδρύλλιο του Λευκού Δέντρου. Επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο στις εκβολές του Άντουιν και έπλευσαν γύρω από τις ακτές της Μέσης-Γης για να φτάσουν στην Άρνορ όπου κατοικούσε ο Ελέντιλ. Ο Ελέντιλ συσκέφθηκε με τον Γκιλ-γκάλαντ, τον τελευταίο Υψηλό Βασιλέα των Νόλντορ στη Μέση-Γη που ζούσε στο Λίντον δυτικά της Άρνορ. Ο Γκιλ-γκάλαντ και ο Ελέντιλ σχημάτισαν το 3430 την Tελευταία Συμμαχία Ξωτικών και Ανθρώπων για να αντιταχθούν στον Σάουρον. Την ίδια χρονιά ο Βαλάντιλ, ο μικρότερος γιος του Ισίλντουρ, γεννήθηκε στο σπίτι του Έλροντ στο Ρίβεντελ.

Ο στρατός της Τελευταίας Συμμαχίας συγκεντρώθηκε στο Ρίβεντελ το 3431 και στη συνέχεια ξεκίνησε για τον πόλεμο. Ο Ισίλντουρ και οι τρεις μεγαλύτεροι γιοί του - Ελέντουρ, Άραταν και Κίρυον - πήγαν με το στρατό, ενώ η σύζυγός του Ισίλντουρ και ο γιος τους ο Βαλάντιλ που ήταν βρέφος παρέμειναν στο Ρίβεντελ.

Ο Πόλεμος της Τελευταίας Συμμαχίας άρχισε το 3434. Οι δυνάμεις του Σάουρον νικήθηκαν στη Μάχη του Ντάγκορλαντ στην πεδιάδα έξω από τη Μόρντορ, και ο στρατός της Τελευταίας Συμμαχίας μπήκε στο βασίλειο του Σάουρον και πολιόρκησε το Μπαράντ-ντούρ. Η πολιορκία διήρκεσε επτά χρόνια και πολλοί Άνθρωποι και Ξωτικά σκοτώθηκαν, συμπεριλαμβανομένου και του αδελφού του Ισίλντουρ, τον Ανάριον, ο οποίος πέθανε το 3440.

Επιτέλους το 3441 ο ίδιος ο Σάουρον κατέβηκε από τον πύργο του. Πάλεψε με τον Γκιλ-γκάλαντ και τον Ελέντιλ στις πλαγιές του Βουνού του Χαμού. Το σώμα του Σάουρον ρίχτηκε κάτω, αλλά ο Γκιλ-γκάλαντ και ο Ελέντιλ πέθαναν στον αγώνα. Το ξίφος του Ελέντιλ έσπασε από κάτω καθώς έπεσε. Ο Ισίλντουρ πήρε τη λαβή του σπαθιού του και χρησιμοποίησε τη σπασμένη λεπίδα για να κόψει το Ένα Δαχτυλίδι από το χέρι του Σάουρον. Το πνεύμα του Σάουρον έφυγε από το σώμα του, αλλά όσο θα επιζούσε το Δαχτυλίδι, το οποίο κατείχε μεγάλο μέρος της δύναμής του, έτσι θα έκανε και το πνεύμα του. Ο Έλροντ προσπάθησε να πείσει τον Ισίλντουρ να ρίξει το Δαχτυλίδι στη φωτιά και να το καταστρέψει, αλλά εκείνος αρνήθηκε και έφυγε.

Η δύναμη του Δαχτυλιδιού ήταν τέτοια που δεν μπορούσε κανείς να το καταστρέψει με προθυμία. Το δέλεάρ του άρχισε να ενεργεί για τον Ισίλντουρ μόλις το πήρε στα χέρια του. Η μεγάλη θερμότητα του Δαχτυλιδιού έκαψε το χέρι του, αλλά ο ίδιος εξακολουθούσε να σκέφτεται ότι ήταν όμορφο και πολύτιμο. Παρατήρησε ότι εμφανιζόταν μια γραφή στο Δαχτυλίδι όταν εκείνο θερμαινόταν, αλλά εξαφανιζόταν όταν κρύωνε. Έγραψε μια περιγραφή του Δαχτυλιδιού σε ένα χαρτί το οποίο άφησε στα αρχεία της Μίνας Άνορ για τις μελλοντικές γενιές.

Ο Ισίλντουρ ανέλαβε τη βασιλεία και της Γκόντορ και της Άρνορ, αλλά είχε την πρόθεση να επιστρέψει στο Βορρά και να αφήσει τον Μενέλντιλ, τον γιο του Ανάριον, να αποφανθεί στο Νότο. Παρέμεινε στη Μίνας Άνορ για μερικά χρόνια ώστε να δώσει συμβουλές και οδηγίες στον Μενέλντιλ, και μαζί έκαναν ένα ταξίδι μέσα από όλα τα εδάφη που ανήκουν στην Γκόντορ. Πριν φύγει από τη Μίνας Άνορ, ο Ισίλντουρ φύτεψε το δενδρύλλιο του Λευκού Δέντρου στη μνήμη του αδελφού του Ανάριον.

Στις 5 Σεπτεμβρίου του έτους 2 της Τρίτης Εποχής, ο Ισίλντουρ έφυγε από τη Μίνας Άνορ με τους τρεις μεγαλύτερους γιούς του και 200 ​​ιππότες. Βάδισαν στις κοιλάδες του Άντουιν στην ανατολική πλευρά του ποταμού, κατευθυνόμενοι προς το Ψηλό Πέρασμα πέρα από τα Βουνά της Καταχνιάς. Τριάντα ημέρες αργότερα, στις 4 Οκτωβρίου, η ομάδα του Ισίλντουρ δέχθηκε επίθεση από Όρκς κοντά στα Γκλάντεν Φίλντς. Τα Όρκς δεν ήξεραν ότι ο Ισίλντουρ είχε το Ένα Δαχτυλίδι, και εν αγνοία τους έλκονταν από την εξουσία του. Η ομάδα του Ισίλντουρ υστερούσε αριθμητικά με αναλογία ένας προς δέκα, και παρόλο που αρχικά κατάφεραν να αποκρούσουν την επίθεση, τα Όρκς ανανέωσαν την επίθεσή τους μετά το σούρουπο και τους αποσυντόνισαν.

Πριν ξεκινήσει η μάχη, ο Ισίλντουρ είχε στείλει μακριά τον Όχταρ μαζί με τα Θραύσματα από το σπαθί του Ελέντιλ. Ο Ισίλντουρ κράτησε το Ένα Δαχτυλίδι, αλλά του ήταν άχρηστο για την υπεράσπιση των ανδρών του εναντίον των Όρκς. Τότε κατάλαβε ότι δεν είχε τη δύναμη να χειριστεί το Δαχτυλίδι και δεν θα μπορούσε ούτε να το φορέσει χωρίς να νιώσει μεγάλο πόνο. Έτσι μετάνιωσε και λυπήθηκε για την ανόητη υπερηφάνεια του που τον οδήγησε να το κρατήσει. Ο γιος του Ισίλντουρ, ο Άραταν, πληγώθηκε θανάσιμα, και ο άλλος γιος του ο Κίρυον σκοτώθηκε. Ο μεγαλύτερος γιος του, ο Ελέντουρ, τον παρακάλεσε να φύγει προκειμένου να μην πάρουν τα Όρκς το Δαχτυλίδι. Ο Ισίλντουρ συμφώνησε και αποχωρίστηκε με μεγάλη θλίψη από τον Ελέντουρ ο οποίος σκοτώθηκε.

Ο Ισίλντουρ φόρεσε πικραμένος το Δαχτυλίδι και κατευθύνθηκε προς τον Άντουιν. Έβγαλε την πανοπλία του και μπήκε στον ποταμό προτιθέμενος να τον διασχίσει. Το ρεύμα ήταν ισχυρό και παρά τη μεγάλη δύναμή του, τον τράβηξε προς τα έλη των Γκλάντεν Φίλντς. Στη συνέχεια, το Δαχτυλίδι άφησε το αριστερό χέρι του Ισίλντουρ και χάθηκε στα νερά. Εκείνος αισθάνθηκε συντετριμμένος από την απώλεια, αλλά στη συνέχεια ένιωσε ανακουφισμένος, σαν ένα μεγάλο βάρος να έφυγε από πάνω του. Καθώς έβγαινε από το νερό εντοπίστηκε από Όρκς τα οποία του έριξαν με βέλη στο λαιμό και στην καρδιά. Το Ένα Δαχτυλίδι παρέμεινε στα Γκλάντεν Φίλντς μέχρις ότου να το βρει ο Ντήγκολ το 2463 της Τρίτης Εποχής. Το σώμα του Ισίλντουρ κειτόταν επίσης στα νερά και δεν βρέθηκε ποτέ από τους συγγενείς του.

Ο Βαλάντιλ, ο μικρότερος γιος του Ισίλντουρ, έγινε ο βασιλιάς της Άρνορ όταν ενηλικιώθηκε, αλλά δεν διεκδίκησε τη βασιλεία της Γκόντορ και έτσι τα δύο βασίλεια χωρίστηκαν. Η Γκόντορ συνέχισε να κυβερνάται από τους κληρονόμους του Ανάριον, ενώ η Άρνορ κυβερνήθηκε από τους κληρονόμους του Ισίλντουρ. Λίγο πριν το τέλος της Τρίτης Εποχής τα Βασίλεια τα επανένωσε ο Άραγκορν, ο Βασιλιάς Eλέσσαρ, ο κληρονόμος του Ισίλντουρ.