Valaquenta



Η ιστορία των Βάλαρ και των Μάιαρ
σύμφωνα με τις παραδόσεις των Έλνταρ

Στην αρχή ο Έρου, ο Ένας, ο οποίος στη γλώσσα των Ξωτικών ονομάζεται Ιλούβαταρ, έφτιαξε με το λογισμό του τους Άινουρ, και αυτοί δημιούργησαν μια μεγάλη Μουσική ενώπιόν του. Μέσα από αυτήν τη Μουσική άρχισε ο Κόσμος. Γιατί ο Ιλούβαταρ έκανε ορατό το τραγούδι των Άινουρ και το είδαν σαν ένα φως στο σκοτάδι. Και πολλοί απ’ αυτούς αγάπησαν την ομορφιά του και την ιστορία του, που την είδαν να αρχίζει και να ξεδιπλώνεται σε όραμα. Και τότε, ο Ιλούβαταρ έδωσε στο όραμά τους Υπόσταση και το τοποθέτησε στο Κενό και έστειλε τη Μυστική Φωτιά να καίει στην καρδιά του Κόσμου, που ονομάστηκε Έα.

Οι Βάλαρ

Τους Μεγάλους ανάμεσα σ’ αυτά τα πνεύματα τα Ξωτικά τους ονομάζουν Βάλαρ, Δυνάμεις της Άρντα και οι Άνθρωποι συχνά τους έχουν ονομάσει θεούς. Οι άρχοντες των Βάλαρ είναι επτά, και επτά επίσης είναι οι Βάλιερ, οι βασίλισσες των Βάλαρ. Αυτά ήταν τα ονόματά τους στη γλώσσα των Ξωτικών όπως τη μιλούσαν στο Βάλινορ, αν κι έχουν κι άλλα ονόματα στη γλώσσα των Ξωτικών στη Μέση-Γη και τα ονόματά τους ανάμεσα στους Ανθρώπους είναι πάμπολλα. Τα ονόματα των αρχόντων κατά τάξη είναι: Μάνγουε, Ούλμο, Άουλε, Όρομε, Μάντος, Λόριεν και Τούλκας. Και τα ονόματα των βασιλισσών είναι: Βάρντα, Γιαβάννα, Νιέννα, Έστε, Βάιρε, Βάνα και Νέσσα. Ο Μέλκορ δεν υπολογίζεται πια ανάμεσα στους Βάλαρ και το όνομά του δεν προφέρεται στη Γη.

Ο Μάνγουε και ο Μέλκορ ήταν αδέλφια στη σκέψη του Ιλούβαταρ. Ο πιο μεγάλος από εκείνους τους Άινουρ που ήρθαν στον Κόσμο ήταν στην αρχή του ο Μέλκορ. Ο Μάνγουε όμως είναι ο πιο αγαπητός του Ιλούβαταρ και καταλαβαίνει καλύτερα τους σκοπούς του. Είχε οριστεί να γίνει, στον κατάλληλο χρόνο, ο πρώτος βασιλιάς: άρχοντας του βασιλείου της Άρντα και κυβερνήτης όλων όσων κατοικούσαν εκεί. Στην Άρντα η μεγαλύτερή του απόλαυση είναι οι άνεμοι και τα σύννεφα, από τα ύψη ως τα βάθη, από τα όρια του Πέπλου της Άρντα ως τις αύρες που φυσούν στο γρασίδι. Σούλιμο τον επονομάζουν, Άρχοντα της Πνοής της Άρντα. Αγαπά όλα τα γοργόφτερα πουλιά με τις δυνατές φτερούγες και αυτά έρχονται και φεύγουν στο κάλεσμά του.

Στο πλεύρό του Μάνγουε βρίσκεται η Βάρντα, η Κυρά των Αστεριών, που γνωρίζει όλες τις περιοχές της Έα. Είναι τόσο μεγάλη η ομορφιά της που δεν μπορεί να περιγραφεί με τα λόγια των Ανθρώπων ή των Ξωτικών, γιατί το φως του Ιλούβαταρ εξακολουθεί να ζει στο πρόσωπό της. Η δύναμη και η χαρά της βρίσκονται στο φως. Από τα βάθη της Έα ήρθε βοηθός στον Μάνγουε, γιατί είχε καταλάβει τον Μέλκορ πριν γίνει η Μουσική και τον είχε απορρίψει, κι αυτός τη μισούσε και τη φοβόταν περισσότερο από όλους τους άλλους που είχε δημιουργήσει ο Έρου. Ο Μάνγουε και η Βάρντα σπάνια χωρίζουν και μένουν στο Βάλινορ. Τα δώματά τους βρίσκονται πάνω από το αιώνιο χιόνι, πάνω στο Οϊολόσσε, τον ψηλότερο πύργο του Τανίκουετιλ, του ψηλότερου από όλα τα βουνά της Γης. Όταν ο Μάνγουε ανεβαίνει εκεί στο θρόνο του και κοιτάζει μακριά, αν η Βάρντα βρίσκεται στο πλευρό του, βλέπει μακρύτερα από κάθε άλλο μάτι μέσα από ομίχλη και μέσα από σκοτάδι και πάνω από τις λεύγες της θάλασσας. Και αν ο Μάνγουε είναι μαζί της, η Βάρντα ακούει πιο καθαρά από κάθε άλλο αφτί τις φωνές που φωνάζουν σ’ Ανατολή και Δύση, από τους λόφους και τις κοιλάδες και απ’ τους σκοτεινούς τόπους που έχει κάνει ο Μέκορ στη Γη. Από όλους τους Μεγάλους που κατοικούν στον κόσμο αυτό τα Ξωτικά περισσότερο σέβονται και αγαπούν τη Βάρντα. Έλμπερεθ την ονομάζουν και επικαλούνται το όνομά της μέσα απ’ τις σκιές της Μέσης-Γης και το ανυψώνουν με ύμνους την ώρα που βγαίνουν τα’ αστέρια.

Ο Ούλμο είναι ο Άρχοντας των Υδάτων. Είναι μόνος. Δε μένει πουθενά για πολύν καιρό, αλλά κινείται όπως θέλει σε όλα τα βαθιά νερά της Γης ή κάτω από αυτήν. Στη δύναμη είναι δεύτερος μετά τον Μάνγουε και, πριν γίνει το Βάλινορ, ήταν ο πιο στενός του φίλος. Αλλά από εκεί και ύστερα πήγαινε σπάνια στα συμβούλια των Βάλαρ, εκτός και αν επρόκειτο να συζητηθούν σπουδαίες υποθέσεις. Επειδή είχε όλη την Άρντα στη σκέψη του, δεν είχε ανάγκη από κάποιο τόπο για να αναπαύεται. Επιπλέον, δεν αγαπά να περπατά στη στεριά και σπάνια ντύνεται με σώμα όπως οι όμοιοί του. Αν τα Παιδιά του Έρου τον αντίκριζαν, γέμιζαν μεγάλο φόβο, γιατί η ανάδυση του Βασιλιά της Θάλασσας ήταν τρομερή, σαν ένα τεράστιο κύμα που δρασκελίζει τη στεριά, με σκοτεινό κράνος αφροστολισμένο κι αστραφτερή πανοπλία ασημένια, που κατέληγε σε πράσινες σκιές. Είναι δυνατές οι σάλπιγγες του Μάνγουε, αλλά η φωνή του Ούλμο είναι βαθιά σαν τα βάθη του ωκεανού, που μόνο αυτός έχει δει.

Παρόλα αυτά, ο Ούλμο αγαπά και τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους και ποτέ δεν τους εγκατέλειψε ούτε ακόμα και τότε που οι Βάλαρ ήταν οργισμένοι μαζί τους. Μερικές φορές έρχεται απρόσμενα στις ακτές της Μέσης-Γης, ή μπαίνει μέσα βαθιά στο εσωτερικό από τα θαλασσινά στόμια των ποταμών κι εκεί παίζει μουσική με τα μεγάλα του βούκινα, τα Ουλουμούρι, που είναι φτιαγμένα από άσπρο κοχύλι. Και σ’ εκείνους που φτάνει αυτή η μουσική, την ακούν πάντα μέσα στην καρδιά τους και ο πόθος της θάλασσας δεν τους αφήνει ποτέ πια. Όμως ο Ούλμο κυρίως μιλάει σ’ εκείνους που κατοικούν στη Μέση-Γη με φωνές που ακούγονται μόνο σαν τη μουσική του νερού. Γιατί όλες οι θάλασσες, οι λίμνες, οι ποταμοί, τα κεφαλάρια και οι πηγές βρίσκονται κάτω από την εξουσία του, ώστε τα Ξωτικά να λένε πως το πνεύμα του Ούλμο κυλάει σε όλες τις φλέβες του κόσμου. Έτσι τα νέα έρχονται στον Ούλμο, ακόμα και στα βάθη, για όλες τις ανάγκες και τις λύπες της Άρντα, που αλλιώς θα έμεναν κρυμμένες από τον Μάνγουε.

Ο Άουλε έχει λίγο μικρότερη δύναμη από τον Ούλμο. Εξουσιάζει όλες τις ουσίες απ’ τις οποίες αποτελείται η Άρντα. Στην αρχή έφτιαξε πολλά σε συνεργασία με τον Μάνγουε και τον Ούλμο, και όλες οι στεριές είναι δικό του δημιούργημα. Είναι μεταλλουργός και κατέχει όλες τις τέχνες και χαίρεται να φτιάχνει έργα που χρειάζονται τέχνη, όσο μικρά κι αν είναι, το ίδιο όσο και τις πανίσχυρες κατασκευές του παλιού καιρού. Δικά του είναι τόσο τα πετράδια που βρίσκονται στα βάθη της Γης και το χρυσάφι που είναι όμορφο στο χέρι, όσο και τα τείχη των βουνών και ο πυθμένας της θάλασσας. Οι Νόλντορ πήραν τις περισσότερες γνώσεις τους από αυτόν και υπήρξε πάντοτε φίλος τους. Ο Μέλκορ τον ζήλευε, γιατί ο Άουλε του έμοιαζε και στη σκέψη και στις δυνάμεις, και υπήρχε πάντα μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ τους, όπου ο Μέλκορ πάντοτε ψεγάδιαζε ή χαλούσε τα έργα του Άουλε και ο Άουλε κουραζόταν να διορθώνει τις ταραχές και αταξίες του Μέλκορ. Και οι δύο τους επίσης επιθυμούσαν να φτιάχνουν πράγματα δικά τους που να είναι καινούρια και ασύλληπτα από άλλους, και χαίρονταν όταν τους επαινούσαν για τη δεξιοσύνη τους. Ο Άουλε όμως έμεινε πιστός στον Έρου και όλα όσα έκανε ήταν υποταγμένα στη θέλησή του, και δεν φθονούσε τα έργα των άλλων, αλλά και ζητούσε και έδινε συμβουλές. Ενώ ο Μέλκορ έφθειρε το πνεύμα του στο φθόνο και το μίσος, ώσπου στο τέλος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εκτός από κακέκτυπα της σκέψης των άλλων και, αν μπορούσε, κατέστρεφε όλα τους τα έργα.

Γυναίκα του Άουλε ήταν η Γιαβάννα, η Δότρια των Καρπών. Αγαπά όλα όσα φυτρώνουν στη γη και έχει στο μυαλό της όλες τις αμέτρητες μορφές τους, από τα σαν πύργους δέντρα στα παλιά τα δάση ως τα βρύα στις πέτρες ή τα μικρά και κρυφά πράγματα στη μούχλα. Μετά τη Βάρντα, δεύτερη από τις βασίλισσες των Βάλαρ τιμούν τη Γιαβάννα. Είναι ψηλή, με μορφή γυναίκας, ντυμένη στα πράσινα. Μερικές φορές όμως παίρνει άλλες μορφές. Υπάρχουν κάποιοι που την έχουν δει να στέκεται σαν δέντρο κάτω από τον ουρανό, στεφανωμένη με τον Ήλιο. Κι απ’ όλα του τα κλαδιά να ξεχύνεται μια χρυσή δροσιά πάνω στη στείρα γη κι αυτή να πρασινίζει γεμάτη καλαμπόκια. Όμως οι ρίζες του δέντρου ήταν στα νερά του Ούλμο και οι άνεμοι του Μάνγουε μιλούσαν στις φυλλωσιές τους. Κεμεντάρι, Βασίλισσα της Γης, τη λένε στη γλώσσα των Έλνταρ.

Οι Φεαντούρι, οι κύριοι των πνευμάτων, είναι αδέλφια και πιο συχνά ονομάζονται Μάντος και Λόριεν. Όμως στην πραγματικότητα αυτά είναι τα ονόματα του τόπου της διαμονής τους και τα αληθινά τους ονόματα είναι Νάμο και Ίρμο. Ο Νάμο είναι ο μεγαλύτερος και κατοικεί στο Μάντος, που βρίσκεται δυτικά του Βάλινορ. Είναι ο οικονόμος των Οίκων των Νεκρών και ο κλητευτής των πενυμάτων των σκοτωμένων. Δεν ξεχνά τίποτα και γνωρίζει όλα όσα πρόκειται να συμβούν, εκτός μόνο από εκείνα που βρίσκονται ακόμα στην ελεύθερη βούληση του Ιλούβαταρ. Είναι ο Νομοθέτης των Βάλαρ. Εξαγγέλει όμως τους νόμους και τις κρίσεις του μόνο ύστερα από εντολή του Μάνγουε. Γυναίκα του είναι η Βάιρε η Υφάντρα, που υφαίνει όλα όσα έχουν γίνει μέσα στο Χρόνο στα ιστορημένα υφαντά της, και τα δώματα του Μάντος, που συνεχώς πλαταίνουν καθώς παιρνούν οι αιώνες, ντύνονται με αυτά.

Ο Ίρμο ο νεότερος είναι ο κύριος των οραμάτων και των ονείρων. Οι κήποι του βρίσκονται στο Λόριεν στη γη των Βάλαρ και είναι οι ωραιότεροι τόποι από όλους τους τόπους του κόσμου, γεμάτοι με πολλά πνεύματα. Γυναίκα του είναι η ευγενική Έστε, που γιατρεύει τις πληγές και την κούραση. Γκρίζα είναι η περιβολή της και ανάπαυση είναι το δώρο της. Δεν περπατά τη μέρα αλλά κοιμάται σε ένα νησί στη δεντροσκιασμένη λίμνη του Λόρελλιν. Από τις πηγές του Ίρμο και της Έστε, όλοι όσοι ζουν στο Βάλινορ παίρνουν αναψυχή, και συχνά οι ίδιοι οι Βάλαρ έρχονται στο Λόριεν κι εκεί βρίσκουν ανάπαυση και ανακούφιση από το βάρος της Άρντα.

Πιο ισχυρή από την Έστε είναι η Νιέννα, η αδελφή των Φεαντούρι. Αυτή ζει μόνη. Έχει γνωρίσει τον πόνο και πενθεί για κάθε πληγή που έχει υποστεί η Άρντα από τις καταστροφές του Μέλκορ. Τόσο μεγάλη ήταν η λύπη της, καθώς ξεδιπλωνόταν η Μουσική, ώστε το τραγούδι της έγινε θρήνος πολύ πριν τελειώσει και ο ήχος του πένθους εισχώρησε στα θέματα του Κόσμου πριν την αρχή του. Όμως αυτή δεν κλαίει για τον εαυτό της, κι εκείνοι που την ακούν μαθαίνουν τον οίκτο και την υπομονή με ελπίδα. Τα δώματά της βρίσκονται πέρα απ’ τη Δύση στις άκρες του κόσμου, και σπάνια έρχεται στην πόλη του Βάλιμαρ όπου όλα είναι χαρούμενα. Προτιμά να πηγαίνει στα παλάτια του Μάντος, που βρίσκονται κοντά στα δικά της, και όλοι εκείνοι που περιμένουν στο Μάντος τη φωνάζουν, γιατί φέρνει δύναμη στο πνεύμα και μετατρέπει τη λύπη σε σοφία. Τα παράθυρα του σπιτιού της βλέπουν έξω από τα τείχη του κόσμου.

Ο μεγαλύτερος σε δύναμη και σε έργα αντρειοσύνης είναι ο Τούλκας, που τον λένε Αστάλντο ο Γενναίος. Ήρθε τελευταίος στην Άρντα για να βοηθήσει τους Βάλαρ στις πρώτες μάχες με τον Μέλκορ. Χαίρεται να παλεύει και να παραβγαίνει στη δύναμη. Δε χρειάζεται άτι γιατί μπορεί να ξεπεράσει στο τρέξιμο όλα όσα έχουν πόδια και είναι ακούραστος. Τα μαλλιά και η γενειάδα του είναι χρυσά και η επιδερμίδα του κόκκινη. Όπλα του είναι τα χέρια του. Λίγο τον νοιάζει το παρελθόν ή το μέλλον και δεν κάνει για σύμβουλος, είναι όμως πιστός φίλος. Γυναίκα του είναι η Νέσσα, η αδελφή του Όρομε, που είναι κι αυτή ευλύγιστη και γοργοπόδαρη. Αγαπάει τα ελάφια και αυτά ακολουθούν τη συνοδεία της όποτε βγαίνει στα δάση. Η Νέσσα όμως τα ξεπερνάει στο τρέξιμο, γρήγορη σαν τη σαΐτα με τον άνεμο στα μαλλιά. Χαίρεται να χορεύει και χορεύει στο Βάλιμαρ σε λιβάδια που είναι καταπράσινα.

Ο Όρομε είναι πανίσχυρος άρχοντας. Παρ’ ότι είναι λιγότερο δυνατός από τον Τούλκας, όταν θυμώνει είναι φοβερός. Ενώ ο Τούλκας πάντα γελά, είτε αθλείται είτε πολεμά. Γελούσε ακόμα και στον Μέλκορ στις μάχες που γίνονταν πριν γεννηθούν τα Ξωτικά. Ο Όρομε αγαπούσε τη Μέση-Γη και έτσι την άφησε απρόθυμα και ήρθε τελευταίος στο Βάλινορ. Και παλιότερα γυρνούσε συχνά πίσω, ανατολικά, πάνω από τα βουνά, και τριγυρνούσε με την ακολουθία του στους λόφους και τις πεδιάδες. Είναι κυνηγός τεράτων και άγριων ζώων και αγαπά τα άλογα και τα κυνηγόσκυλα. Αγαπά όλα τα δέντρα και γι’ αυτόν τον λόγο τον αποκαλούν Άλνταρον και οι Σίνταρ Τάουρον, Άρχοντα των Δασών. Το όνομα του αλόγου του είναι Νάχαρ, κατάλευκο στον ήλιο και αστραφτερό ασημί τη νύχτα. Το μεγάλο του βούκινο το λένε Βαλαρόμα, που ο ήχος του μοιάζει με την κόκκινη ανατολή του Ήλιου ή την αστραπή που σκίζει τα σύννεφα. Πάνω απ’ όλα τα βούκινα της ακολουθίας του, αυτό ακουγόταν στα δάση που η Γιαβάννα έκανε να φυτρώσουν στο Βάλινορ. Γιατί εκεί ο Όρομε εκπαίδευε τους δικούς του και τα ζώα του για την καταδίωξη των κακοποιών πλασμάτων του Μέλκορ. Γυναίκα του Όρομε είναι η Βάνα, η Πάντα-νέα. Αυτή είναι η νεότερη αδελφή της Γιαβάννα. Όλα τα λουλούδια ζωηρεύουν όταν περνά, κι ανοίγουν μόλις τους ρίξει μια ματιά, κι όλα τα πουλιά τραγουδούν στο πέρασμά της.

Αυτά είναι τα ονόματα των Βάλαρ και των Βάλιερ και εδώ εξιστορείται σύντομα η όψη τους, όπως τους έβλεπαν οι Έλνταρ στο Άμαν. Παρόλο που ήταν ωραίες και ευγενικές οι μορφές με τις οποίες εμφανίζονταν στα Παιδιά του Ιλούβαταρ, δεν ήταν παρά ένα πέπλο πάνω στην ομορφιά και τη δύναμη τους. Κι αν εδώ λέγονται μερικά από όλα όσα ήξεραν κάποτε οι Έλνταρ, δεν είναι τίποτα αν συγκριθούν με την αληθινή τους υπόσταση, η οποία πηγαίνει πίσω σε τόπους και εποχές πέρα από τη σκέψη μας. Ανάμεσά τους εννέα ήταν οι πρώτοι σε δύναμη και σεβασμιότητα. Αλλά ένας απ’ αυτούς έχει διαγραφεί και μένουν οκτώ, οι Άραταρ, οι Υψηλοί της Άρντα: ο Μάνγουε και η Βάρντα, ο Ούλμο, η Γιαβάννα και ο Άουλε, ο Μάντος, η Νιέννα και ο Όρομε. Ο Μάνγουε είναι ο βασιλιάς τους και έχει την υποταγή τους στο όνομα του Έρου, αλλά στο μεγαλείο είναι ίσοι και ξεπερνούν σε σύγκριση όλους τους άλλους, και από τους Βάλαρ και από τους Μάιαρ ή από οποιαδήποτε άλλη τάξη που ο Ιλούβαταρ έχει στείλει στην Έα.

Οι Μάιαρ

Μαζί με τους Βάλαρ ήρθαν και άλλα πνεύματα, που κι αυτά προϋπήρχαν απ’ τον Κόσμο, της ίδιας τάξης όπως οι Βάλαρ, αλλά μικρότερου βαθμού. Αυτοί είναι οι Μάιαρ, ο λαός των Βάλαρ, οι υπηρέτες τους και οι βοηθοί τους. Ο αριθμός τους δεν είναι γνωστός στα Ξωτικά κι ελάχιστοι έχουν ονόματα στις γλώσσες των Παιδιών του Ιλούβαταρ. Γιατί, αν και είναι διαφορετικοί στο Άμαν, στη Μέση-Γη οι Μάιαρ σπάνια εμφανίζονται σε μορφή ορατή στα Ξωτικά και τους Ανθρώπους.

Σπουδαιότεροι ανάμεσα στους Μάιαρ του Βάλινορ, που τα ονόματά τους μνημονεύονται στις ιστορίες των Έλνταρ, είναι η Ιλμάρε, η προσωπική υπηρέτρια της Βάρντα, και ο Έονγουε, ο σημαιοφόρος και αγγελιαφόρος του Μάνγουε, που τη δύναμή του στα όπλα δεν την ξεπερνούσε κανένας στην Άρντα. Από όλους όμως τους Μάιαρ ο Όσσε και η Ούινεν είναι περισσότερο γνωστοί στα Παιδιά του Ιλούβαταρ.

Ο Όσσε είναι υποτακτικός του Ούλμο και είναι ο κύριος των Θαλασσών που περιβρέχουν τις παραλίες της Μέσης-Γης. Δεν πηγαίνει στα βαθιά, αλλά αγαπά τις ακτές και τα νησιά και χαίρεται τους ανέμους του Μάνγουε. Η θύελλα είναι η απόλαυσή του και γελά μέσα στ’ αφρισμένα κύματα. Γυναίκα του είναι η Ούινεν, η Κυρά των Θαλασσών, που τα μαλλιά της απλώνονται σε όλα τα νερά κάτω από τον ουρανό. Αγαπά όλα τα πλάσματα που ζουν στ’ αλμυρά ρεύματα και όλα τα φυτά που φυτρώνουν εκεί. Αυτήν επικαλούνται οι ναυτικοί, γιατί μπορεί να ηρεμήσει τα κύματα, τιθασεύοντας την ορμή του Όσσε. Οι Νουμενόριαν έζησαν πολύ κάτω από την προστασία της και τη σέβονταν όσο και τους Βάλαρ.

Ο Μέλκορ μισούσε τη θάλασσα γιατί δεν μπορούσε να την υποτάξει. Λέγεται ότι κατά τη δημιουργία της Άρντα προσπάθησε να πάρει τον Όσσε με το μέρος του. Του υποσχέθηκε όλη την επικράτεια και τη δύναμη του Ούλμο, αν τον υπηρετούσε. Κι έτσι πολύ παλιά ξεσηκώθηκαν φοβερές αναταραχές στη θάλασσα που προξενούσαν καταστροφές στις στεριές. Η Ούινεν, όμως, μετά από παράκληση του Άουλε, συγκράτησε τον Όσσε και τον έφερε μπροστά στον Ούλμο, όπου εκεί πήρε συγχώρεση και ξαναδήλωσε υποταγή σε αυτόν. Κι από τότε έχει μείνει πιστός, όσο είναι δυνατόν, γιατί η ροπή του προς τη βία δεν τον έχει εγκαταλείψει τελείως και μερικές φορές λυσσομανά πεισματικά χωρίς εντολή από τον κύριό του τον Ούλμο. Γι’ αυτό, όσοι ζουν κοντά στη θάλασσα ή ταξιδεύουν μπορεί να τον αγαπούν αλλά δεν τον εμπιστεύονται.

Μέλιαν ήταν το όνομα της Μάια που υπηρετούσε και τη Βάνα και την Έστε. Έζησε για πολύν καιρό στο Λόριεν, φροντίζοντας τα δέντρα που λουλουδιάζουν στους κήπους του Ίρμο, πριν έρθει στη Μέση-Γη. Αηδόνια κελαηδούσαν ολόγυρά της όπου πήγαινε.

Ο πιο σοφός από τους Μάιαρ ήταν ο Ολόριν, Κι αυτός επίσης ζούσε στο Λόριεν, αλλά ο δρόμος του συχνά τον έφερνε στο σπίτι της Νιέννα κι απ’ αυτήν έμαθε τον οίκτο και την υπομονή.  Για τη Μέλιαν πολλά λέγονται στην Ιστορία των Σίλμαριλ. Αλλά εκείνη η ιστορία δεν μιλά για τον Ολόριν, γιατί, μ’ όλο που αγαπούσε τα Ξωτικά, κυκλοφορούσε ανάμεσά τους αόρατος ή με τη μορφή κάποιου δικού τους, κι αυτά δεν ήξεραν από πού προέρχονταν τα ωραία οράματα ή οι σοφές παροτρύνσεις που έβαζε στις καρδιές τους. Στις μετέπειτα μέρες ήταν ο φίλος όλων των Παιδιών του Ιλούβαταρ και λυπόταν για τα βάσανά τους. Και όσοι τον άκουγαν, έβγαιναν από την απελπισία και έδιωχναν τις φαντασίες της σκοτεινιάς.

Οι Εχθροί

Τελευταίο απ’ όλα έρχεται το όνομα του Μέλκορ, Αυτού που υψώνεται με Δύναμη. Όμως αυτό το όνομα έπαψε να το δικαιούται, και οι Νόλντορ, που απ’ όλα τα Ξωτικά υπέφεραν τα πιο πολλά από την κακία του, δεν το ξεστομίζουν και τον ονομάζουν Μόργκοθ, το Σκοτεινό εχθρό του Κόσμου. Ο Ιλούβαταρ του είχε δώσει μεγάλη δύναμη και ήταν σύγχρονος του Μάνγουε. Συμμετείχε στη δύναμη και την γνώση όλων των άλλων Βάλαρ, αλλά τις έτρεψε σε πονηρούς σκοπούς και σπαταλούσε τη δύναμή του στη βία και την τυραννία. Γιατί ποθούσε για τον εαυτό του την Άρντα και όλα όσα υπήρχαν σ’ αυτήν, επιθυμώντας τη βασιλική ιδιότητα του Μάνγουε και την κυριαρχία οάνω στα βασίλεια των ίσων με αυτόν.

Από μεγαλείο, εξαιτίας της αλαζονείας του, περιφρονούσε τα πάντα εκτός του εαυτού του. Ένα πνεύμα φθοροποιό και ανελέητο. Την κατανόηση την μετέτρεψε σε πανουργία, διαστρέφοντας στη δική του θέληση όλα όσα μπορούσε να εκμεταλλευτεί, ώσπου έγινε ξεδιάντροπος ψεύτης. Ξεκίνησε με την επιθυμία για το Φώς, αλλά όταν δεν μπόρεσε να το αποκτήσει για τον εαυτό του μόνο, κατάντησε μέσα από φωτιά και οργή να φλέγεται κάτω στα βάθη της Σκοτεινιάς. Και το σκοτάδι το χρησιμοποιούσε κυρίως στα πονηρά του έργα στην Άρντα και το γέμισε με φόβο για όλα τα ζωντανά πλάσματα.

Ήταν τόσο μεγάλη όμως η δύναμη της επανάστασής του, ώστε σε λησμονημένες εποχές πολέμησε εναντίον του Μάνγουε και όλων των Βάλαρ και για αμέτρητα χρόνια στην Άρντα κυριαρχούσε πάνω στις περισσότερες περιοχές της Γης. Δεν ήταν όμως μόνος του. Γιατί πολλοί από τους Μάιαρ προσελκύστηκαν από την λαμπρότητά του στις μέρες του μεγαλείου του και του έμειναν πιστοί και στα βάθη της σκοτεινιάς του. Και αργότερα διέφθειρε κι άλλους και τους πήρε στην υπηρεσία του με ψέματα και προδοτικά δώρα. Φοβεροί ανάμεσα σ’ εκείνα τα πνεύματα ήταν οι Βαλαράουκαρ, τα μαστίγια της φωτιάς, που στη Μέση-Γη ονομάζονταν Μπάλρογκ, δαίμονες του τρόμου.

Ανάμεσα σ’ εκείνους από τους υπηρέτες του που είχαν ονόματα, ο μεγαλύτερος ήταν το πνεύμα που οι Έλνταρ έλεγαν Σάουρον, ή Γκορθάουρ ο Σκληρός. Στην αρχή ήταν ένας από τους Μάιαρ του Άουλε και παρέμεινε μεγάλος στις παραδόσεις τους. Σε όλες τις πράξεις του Μέλκορ, του Μόργκοθ στην Άρντα, στα τεράστια έργα του και στις πανούργες απάτες του, ο Σάουρον είχε λάβει μέρος και στο μόνο που ήταν λιγότερο κακός από τον κύριό του ήταν στο ότι για πολύν καιρό υπηρετούσε κάποιον άλλο κι όχι τον εαυτό του. Αλλά στα μετέπειτα χρόνια υψώθηκε σαν σκιά του Μόργκοθ και σαν φάντασμα της κακίας του και βάδιζε πίσω του στο ίδιο μονοπάτι της καταστροφής που καταλήγει στο Κενό.

ΕΔΩ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΑΛΑΡ

Σιλμαρίλλιον σελ. 43-52