Τα Σίλμαριλς

Τα Silmarils (Quenya πληθ. Silmarilli, η λάμψη του καθαρού φωτός) είναι τρία λαμπερά κοσμήματα που έχουν κλεισμένο στο εσωτερικό τους το φως των Δύο Δέντρων του Valinor, Telperion και Laurelin. Τα Silmarils δημιουργήθηκαν από τον Fëanor των Noldor στο Valinor κατά τα Χρόνια των Δέντρων, και θεωρούνται το πιο διάσημο από όλα τα δημιουργήματα των Ξωτικών. Λέγεται ότι η μοίρα της Arda είναι δεμένη με τα Silmarils. Η ιστορία τους αποδίδεται μέσα από το Silmarillion στην ενότητα Quenta Silmarillion (Η Ιστορία των Σίλμαριλ).

"Εκείνη την εποχή κατασκευάστηκαν όλα όσα έγιναν αργότερα τα πιο ξακουστά απ’ όλα τα έργα των Ξωτικών. Γιατί ο Φέανορ, έχοντας φτάσει στο απόγειο της δύναμής του, κυριεύτηκε από μια καινούρια σκέψη ή μπορεί και να ήταν κάποιο προαίσθημα που είχε για το μοιραίο που πλησίαζε, και συλλογιζόταν πώς το φως των Δέντρων, η δόξα του Ευλογημένου Βασιλείου, θα μπορούσε να διατηρηθεί άφθαρτο. Τότε ξεκίνησε έναν μακρόχρονο και κρυφό άθλο και επιστράτευσε όλη του την γνώση και τη δύναμη και τη λεπτή του δεξιοσύνη. Και στο τέλος όλων αυτών έφτιαξε τα Σίλμαριλ.
Στο σχήμα έμοιαζαν με τρία μεγάλα πετράδια. Αλλά, αν δεν έρθει το Τέλος, όταν ο Φέανορ θα επιστρέψει, που χάθηκε πριν γίνει ο Ήλιος και τώρα κάθεται στις Αίθουσες της Αναμονής και δεν έρχεται πια στους δικούς του, αν δε χαθεί ο Ήλιος και δεν πέσει το Φεγγάρι, δεν θα μαθευτεί από τι υλικό ήταν κατασκευασμένα. Έμοιαζε σαν το κρύσταλλο των διαμαντιών κι όμως ήταν πιο ανθεκτικό από διαμάντι, έτσι ώστε καμιά δύναμη στο Βασίλειο της Άρντα δεν μπορούσε να το χαλάσει ή να το σπάσει. Όμως εκείνο το κρύσταλλο ήταν για τα Σίλμαριλ ό,τι το σώμα για τα παιδιά του Ιλούβαταρ: το σπίτι της εσωτερικής φωτιάς, που βρίσκεται εντός του και σε όλα τα μέρη και είναι η ζωή του. Και την εσωτερική φλόγα των Σίλμαριλ ο Φέανορ την έφτιαξε από το ανάμεικτο φως των Δέντρων του Βάλινορ, το οποίο ζει ακόμα σε αυτά, αν και τα ίδια έχουν από καιρό μαραθεί και δεν λάμπουν πια. Γι’ αυτό και στα σκοτάδια, στο πιο βαθύ θησαυροφυλάκιο, τα Σίλμαριλ έλαμπαν σαν τ' αστέρια της Βάρντα από τη δική τους ακτινοβολία. Και όμως, λες και ήταν πραγματικά ζωντανά, χαίρονταν στο φως, το δέχονταν και το αντανακλούσαν σε αποχρώσεις πιο μαγευτικές από πριν". Σιλμαρίλλιον, σελ. 100.

Μαζί με την Ουνγκόλιαντ, ο Μέλκορ κατέστρεψε τα Δύο Δέντρα. Τα Σίλμαριλς περιείχαν όλο το λαμπρό φως τους που είχε απομείνει. Ως εκ τούτου, οι Βάλαρ παρακάλεσαν τον Φέανορ να τα εγκαταλείψει και έτσι θα μπορούσαν να αποκαταστήσουν τα Δέντρα, αλλά αυτός αρνήθηκε. Στη συνέχεια, ήρθε η είδηση ότι ο Μέλκορ είχε σκοτώσει τον Φίνγουε, πατέρα του Φέανορ και Βασιλιά των Νόλντορ, και έκλεψε τα Σίλμαριλς. Μετά από αυτή του την πράξη ο Μέλκορ έφυγε από το Βάλινορ και πήγε στο φρούριό του στην Άνγκμπαντ στο βόρειο τμήμα της Μέσης-Γης. Στη συνέχεια φόρεσε τα Σίλμαριλς στο σιδερένιο στέμμα του.


Ο Φέανορ ήταν έξαλλος με τον Μέλκορ, τον οποίο ονόμασε Μόργκοθ (Morgoth), "Μαύρο Εχθρό". Μαζί με τους γιους του έδωσε τον Όρκο του Φέανορ, που τους υποχρέωνε να πολεμήσουν όποιον παρακρατούσε τα Σίλμαριλς από αυτούς. Αυτός ο τρομερός όρκος οδήγησε μελλοντικά σε πολλά προβλήματα, συμπεριλαμβανομένης της μαζικής δολοφονίας και τον πόλεμο των Ξωτικών εναντίον των Ξωτικών.

Ο Φέανορ οδήγησε πολλούς από τους Νόλντορ πίσω στη Μέση-Γη. Η φυγή του, η οποία συνέβησε κατά τη διάρκεια της Πρώτη Εποχής της Μέσης-Γης, οδήγησε τα Ξωτικά σε μια ατέλειωτη θλίψη και τελικά και τους Ανθρώπους της Μέσης-Γης. Πέντε μεγάλες μάχες έγιναν στο Μπελέριαντ, αλλά τελικά οι Νόλντορ που έδωσαν τον όρκο απέτυχαν στην προσπάθειά τους να ανακτήσουν τα Σίλμαριλς από τον Μόργκοθ.


Ένα από τα Σίλμαριλς ανακτήθηκε από τον Μπέρεν και τη Λούθιεν μέσα από μεγάλο κίνδυνο και απώλεια, όταν η Λούθιεν έκανε τον Μόργκοθ να κοιμηθεί με το τραγούδι της και ο Μπέρεν έκοψε το Σίλμαριλ από το στέμμα του. Ο λυκάνθρωπος Κάρχαροθ τους επιτέθηκε καθώς έφυγαν από την Άνγκμπαντ και έκοψε και κατάπιε το χέρι του Μπέρεν που κρατούσε το Σίλμαριλ. Ο ίδιος σκοτώθηκε αργότερα από τον Χούαν, το Λύκο του Βάλινορ, ο οποίος πέθανε από τις πληγές του, και ο Μάμπλουνγκ έκοψε την κοιλιά του Κάρχαροθ και έβγαλε το Σίλμαριλ έξω. Αργότερα το Σίλμαριλ αυτό μεταφέρθηκε στους Βάλαρ στη Δύση από τον Εαρέντιλ, γιος του Τούορ και της Ίντριλ και σύζυγός της Έλγουινγκ - κληρονόμος των Μπέρεν και Λούθιεν - ως ένδειξη μετάνοιας. Οι Βάλαρ τότε έβαλαν το πλοίο του Εαρέντιλ να πλέει κατά μήκος του ουρανού με εκείνον στο τιμόνι και το Σίλμαριλ στο μέτωπό του, και το Σίλμαριλ αυτό έγινε άστρο. Τα άλλα δύο Σίλμαριλς παρέμειναν στα χέρια του Μόργκοθ, και τα πήραν από αυτόν οι Βάλαρ στο τέλος του Πολέμου της Οργής. Ωστόσο, λίγο αργότερα, κλάπηκαν από τους δύο εναπομείναντες γιους του Φέανορ, Μαέδρος και Μάγκλορ, καθώς προσπαθούσαν να εκπληρώσουν τον όρκο που είχαν δώσει τόσα πολλά χρόνια πριν. Αλλά τα Σίλμαριλς έκαψαν τα χέρια τους, όπως είχαν κάψει και τα χέρια του Μόργκοθ πιο πριν. Μέσα στο μαρτύριό του, ο Μαέδρος έπεσε μαζί με το Σίλμαριλ σε ένα χάσμα φωτιάς, και ο Μάγκλορ έριξε το δικό του στη θάλασσα. Έτσι τα Σίλμαριλς παρέμειναν και στα τρία βασίλεια της Άρντα, στον ουρανό, μέσα στη γη και μέσα στη θάλασσα.

Σύμφωνα με την Προφητεία του Μάντος, μετά την Τελική Μάχη, τα Σίλμαριλς θα ανακτηθούν από τη Γη, τη Θάλασσα και τον Ουρανό. Το πνεύμα του Φέανορ αποδεσμεύεται από τις Αίθουσες του Μάντος, και ο ίδιος θα παραδώσει τελικά τις δημιουργίες του στη Γιαβάννα, η οποία θα σπάσει τα Σίλμαριλς και θα χρησιμοποιήσει το φως τους για να ξανανάψει τα Δύο Δέντρα.
 

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ekseretiki doulia kane me add an 8es