Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα feanor. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα feanor. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Οι Λάμπες του Φέανορ

Οι Λάμπες του Fëanor ήταν λάμπες που δημιουργήθηκαν από τον μεγάλο τεχνίτη Fëanor στο Valinor. Περιγράφονται ως κρύσταλλοι "που έβγαζαν ένα καθαρό γαλάζιο φως από μια φλόγα φυλακισμένη σε λευκό κρύσταλλο", ενώ η φλόγα τους δεν μπορούσε να σβήσει από τον άνεμο ή το νερό. Οι Noldor ήταν διάσημοι για τις φλόγες, αλλά δυστυχώς η τέχνη αυτή χάθηκε μαζί τους.

 
Οι μπλε Λάμπες των Νόλντορ εμφανίζονται μόνο σε κείμενα που αφορούν την Πρώτη Εποχή. Αν και δεν είναι ένα από τα μεγαλύτερα έργα του Φέανορ, αυτές οι Λάμπες φαινόταν να χρησιμοποιούνταν ευρέως από τους Νόλντορ, στο Βάλινορ και αργότερα στο Μπελέριαντ. Ούτε ο άνεμος ούτε η βροχή μπορούσαν να σβήσουν το φως τους, καθιστώντας τες πράγματι χρήσιμες για ταξίδια στην άγρια ​​φύση. Φαίνεται ότι μετά το θάνατο του Φέανορ τα μυστικά της δημιουργίας τους χάθηκαν. 

Παλαντίρι

Τα Palantíri (ενικός Palantír), επίσης γνωστά και ως "Οι Πέτρες της Όρασης", "Οι Επτά Πέτρες" και "Οι Επτά Πέτρες της Όρασης", ήταν σφαιρικές πέτρες που χρησιμοποιούνταν για επικοινωνία μεταξύ τους στη Μέση-Γη και πέραν αυτής, κι επίσης για να δουν οι χρήστες τους πολλά πράγματα σε όλο το κόσμο. Όταν ο κάτοχος του Palantír κοιτούσε μέσα, μπορούσε να επικοινωνήσει με άλλα Palantíri αλλά και με όποιον κοιτούσε σε αυτά. Άνθρωποι μεγάλης δύναμης μπορούσαν να χειραγωγήσουν τις πέτρες για να δουν σχεδόν οποιοδήποτε μέρος του κόσμου.


Τα Παλαντίρι δημιουργήθηκαν από τους Νόλντορ στο Έλνταμαρ, και συγκεκριμένα από τον ίδιο τον Φέανορ τον καιρό που ζούσε στο Άμαν κατά τη διάρκεια των Παλαιών Ημερών στους Χρόνους των Δέντρων, και στη συνέχεια δόθηκαν από τα Ξωτικά στους Νουμενόριανς, οι οποίοι τα κράτησαν ως κειμήλια μέχρι την Πτώση του Νούμενορ κατά την ύστερη Δεύτερη Εποχή. Επτά από αυτές τις πέτρες διεσώθησαν και μεταφέρθηκαν στη Μέση-Γη από τον Ελέντιλ και τους γιους του και βρίσκονταν σε καλά φυλασσόμενους πύργους σε όλα τα Βασίλεια της Εξορίας. 

Φόρμενος

To Formenos ήταν η πόλη-φρούριο του Οίκου του Fëanor στους λόφους βόρεια του Valinor στο Aman, που χτίστηκε μετά την εξορία του από την Tirion. Πάρα πολλοί Ñoldor, συμπεριλαμβανομένου και του Βασιλιά Finwë, πήγαν με τον Fëanor στην εξορία. Formenos στην Quenya σημαίνει "Βόρειο Φρούριο".


Μετά την εξορία του Φέανορ από την Τίριον, ο ίδιος και οι επτά γιοί του πήγαν βόρεια του Βάλινορ και οχύρωσαν το Φόρμενος. Πολλοί από τους Νόλντορ, αλλά και ο Βασιλιάς Φίνγουε, πήγαν με τον Φέανορ, όπου πέρασαν δώδεκα Βάλιαν χρόνια (περίπου πενήντα χρόνια του Ήλιου) στην εξορία. Εκεί βρισκόταν το θησαυροφυλάκιο του Φέανορ όπου φύλαγε τα τρία Σίλμαριλς σε μια σιδερένια αίθουσα. Ο Μέλκορ πήγε εκεί σε αναζήτηση των πετραδιών και, προτού τα κλέψει και διαφύγει στη Μέση-Γη, σκότωσε τον Φίνγουε στις πύλες του Φρουρίου, γεγονός που οδήγησε τελικά στο Σκοτείνιασμα του Βάλινορ.

Άμροντ και Άμρας

Oι δίδυμοι Amrod και Amras ήταν οι νεότεροι γιοι του Fëanor και της Nerdanel. Μέσω της μητέρας τους κληρονόμησαν τα κόκκινα μαλλιά τους, αντί για τα μαύρα μαλλιά του Fëanor. Ο Amrod ήταν ο έκτος από τους επτά Γιούς του Fëanor, ενώ ο Amras ο έβδομος και νεότερος. Ήταν μεγάλοι κυνηγοί στα δάση της Μέσης-Γης και δεν συμμετείχαν σε μεγάλο βαθμό στην Πολιορκία της Angband, ωστόσο χάθηκαν στην Τρίτη Αδελφοκτονία στις εκβολές του Sirion.


Ο Άμροντ και ο αδελφός του Άμρας γεννήθηκαν κάποια στιγμή κατά τους Χρόνους των Δέντρων στο Βάλινορ. Οι δίδυμοι ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους και, παρά το γεγονός ότι έμοιαζε πολύ ο ένας στον άλλον στο πρόσωπο και στο χαρακτήρα, τα μαλλιά του Άμροντ έγιναν πιο σκούρα σε σχέση με του Άμρας μετά την παιδική ηλικία. 

Όλγουε

O Olwë, ένα Ξωτικό των Teleri του Aman, ήταν ο νεότερος αδελφός του Elwë (Elu Thingol), του Βασιλιά των Sindar, ο μεγαλύτερος αδελφός του Elmo και ο πατέρας της Eärwen, ενώ είχε και αρκετούς γιους. Όταν ο ίδιος και οι συγγενείς του έφτασαν στο Aman, επέλεξαν να μείνουν τόσο στο Tol Eressëa όσο και στο Alqualondë, χωριστά από τα υπόλοιπα Ξωτικά του Aman. Έγινε Άρχοντας του Alqualondë και Βασιλιάς των Teleri, επίσης γνωστοί ως Falmari. Άλλα Ξωτικά από τους Teleri, όπως ο Nowë (Círdan), λέγεται ότι ήταν συγγενείς με τον Olwë, ενώ πολλοί από αυτούς τον ονόμαζαν επίσης Volwë.

 
Ο Έλγουε και ο Όλγουε ήταν και οι δύο άρχοντες της τρίτης φυλής των Ξωτικών, που ονομάστηκαν αργότερα Τελέρι, και μαζί οδήγησαν τους λαούς τους από την Κουιβιένεν προς τη Δύση. Ωστόσο, μετά από μακρά αναμονή στο Μπελέριαντ ο
Έλγουε εξαφανίστηκε. Μετά από χρόνια ερευνών, ο Όλγουε όντας πλέον πολύ ανυπόμονος, οδήγησε το μεγαλύτερο μέρος των Τελέρι στο Βάλινορ, σε επιμονή του Βάλα Ούλμο.

Κέλεγκορμ

O Celegorm, που ονομάζεται επίσης Celegorm ο Ξανθός, ήταν ο τρίτος γιος του Fëanor και της Nerdanel, κι από όλους τους αδερφούς του εκείνος ήταν πιο στενά συνδεδεμένος με τον Curufin. Ήταν μεγάλος κυνηγός και φίλος του Vala Oromë και περιγράφεται ξανθός, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα μαύρα και κόκκινα μαλλιά των γονιών του και των έξι αδελφών του. Ο Celegorm, δεσμευόμενος από τον Όρκο του, έφτασε στη Μέση-Γη με τα αδέλφια του και δημιούργησαν μεγάλα βασίλεια στην εξορία, ενώθηκαν με τους συγγενείς τους από τον Οίκο του Fingolfin και πολέμησαν ενάντια στις στρατιές του Morgoth. Σκοτώθηκε από τον Dior Eluchil στο Menegroth στη Δεύτερη Αδελφοκτονία.


Ο Κέλεγκορμ γεννήθηκε στο Βάλινορ κατά τη διάρκεια των Χρόνων των Δέντρων. Ήταν πολύ στενός φίλος με τον Όρομε και πιθανότατα κυνηγούσε μαζί του στα δάση του, ενώ παράλληλα έμαθε πολλά για τα πουλιά και τα ζώα και μπορούσε επίσης να καταλάβει αρκετές από τις γλώσσες τους. Είχε φέρει μαζί του από το Βάλινορ τον Χούαν, το μεγάλο λυκόσκυλο, που ήταν δώρο από τον Όρομε.

Μαέδρος

O Maedhros, που ονομάζεται επίσης Maedhros ο Ψηλός, ήταν ένας από τους πρίγκιπες των Noldor, ο μεγαλύτερος από τους επτά Γιούς του Fëanor και της Nerdanel και επικεφαλής του Οίκου του Fëanor μετά το θάνατο του πατέρα του στη Μέση-Γη. Είχε άγριο πνεύμα που σκλήρυνε από το μαρτύριο που τον υπέβαλλε ο Morgoth στα Thangorodrim, αν και σίγουρα ήταν πιο ήπιο από του πατέρα του. Ήταν εξαιρετικά εξειδικευμένος ξιφομάχος, παρά την απώλεια του δεξιού του χεριού. Ήταν γνωστός για την ομορφιά του, ιδίως για τα βαθυκόκκινα μαλλιά του, τα οποία ήταν σε αντίθεση με τα σκούρα μαλλιά των βασιλικών συγγενών του. Για εκατοντάδες χρόνια, ηγήθηκε του Οίκου του ενάντια στις δυνάμεις του Morgoth, ο Όρκος όμως που πήρε ο ίδιος και οι έξι αδερφοί του για την ανάκτηση των Silmarils τον οδήγησε τελικά στον θάνατό του. Όταν πέθανε στο τέλος της Πρώτης Εποχής κατείχε ένα από τα Silmarils. Σύμφωνα με σημειώσεις αναφορικά με τις ετυμολογίες των ονομάτων, το όνομα Maedhros είναι πρωτότυπο Noldorin και λέγεται ότι σημαίνει "Χλωμή Λάμψη".


O Μαέδρος γεννήθηκε στo Βάλινορ κατά τη διάρκεια των Χρόνων των Δέντρων. Το όνομα που του δόθηκε από τον πατέρα του ήταν Νελυαφίνγουε (Nelyafinwë), που σημαίνει "Φίνγουε ο Τρίτος" στην Κουένυα. Το όνομα που του δόθηκε από την μητέρα του ήταν Μαιτίμο (Maitimo), "Καλοσχηματισμένος", γιατί ήταν γνωστός για την ωραιότητά του.
 

Οι Γιοί του Φέανορ

Οι Γιοί του Fëanor, οι επτά πρίγκηπες των Noldor, ήταν οι Maedhros, Maglor, Celegorm, Caranthir, Curufin, Amrod και Amras. Πήραν τον Όρκο του Fëanor μαζί με τον πατέρα τους, σύμφωνα με τον οποίο θα έπρεπε να ανακτήσουν με κάθε κόστος τα λαμπερά Silmarils που έκλεψε ο Morgoth από τον Fëanor. Αυτός ο όρκος έκανε τα επτά αδέλφια να φτάσουν στη Μέση-Γη στην αυγή της Πρώτης Εποχής, όπου και ίδρυσαν βασίλεια όσο ήταν εξόριστοι, έκαναν πολέμους ενάντια στις στρατιές του Μorgoth, πολέμησαν τη δική τους φυλή - αυτή των Ξωτικών - και τελικά επέφεραν την καταστροφή στον ίδιο τους τον εαυτό.


Μετά τον όρκο τους να ανακτήσουν τα Σίλμαριλς με οποιοδήποτε κόστος και να μην σταματήσουν πουθενά και σε τίποτα αν δεν τα καταφέρουν, εκείνοι και ο πατέρας τους οδήγησαν τους Νόλντορ από το Βάλινορ στο Μπελέριαντ καταδιώκοντας τον Μόργκοθ, ο οποίος έκλεψε το μεγαλύτερο έργο του Φέανορ, τα Σίλμαριλς. Εφόσον ο Φέανορ πέθανε νωρίς στη μάχη, οι γιοι του έγιναν η κινητήριος δύναμη πίσω από τους επακόλουθους πολέμους. Ο ηρωισμός τους ήταν μεγάλος και ήταν πανίσχυροι ηγέτες και εχθροί του Μόργκοθ, αλλά λόγω του Όρκου του Φέανορ (τον οποίο όλοι έδωσαν), οι ενέργειές τους εντέλει μετατράπηκαν σε κακές.

Κουρούφιν

O Curufin, ο επονομαζόμενος επίσης Επιδέξιος, ήταν πρίγκηπας των Ñoldor και ο πέμπτος από τους επτά γιους του Fëanor και της Nerdanel. Ήταν ο αγαπημένος του Fëanor και του έμοιαζε πολύ στην εμφάνιση, στην ιδιοσυγκρασία και στην ικανότητα. Το όνομα που του δόθηκε απ' τον πατέρα του ήταν Curufinwë ("Επιδέξιος γιος του Finwë). Ήταν επίσης ο πατέρας του Celebrimbor, του μεγαλύτερου τεχνίτη του Eregion (και της Μέσης-Γης γενικότερα, μετά τον Fëanor), που σφυρηλάτησε τα Τρία Δαχτυλίδια των Ξωτικών.


Ο Κουρούφιν γεννήθηκε στην Τίριον κατά τη διάρκεια των Χρόνων των Δέντρων και του δόθηκε το όνομα Κουρουφίνγουε (Curufinwë, Επιδέξιος γιος του Φίνγουε), ίδιο με του πατέρα του. Το όνομα που του έδωσε η μητέρα του ήταν Αταρίνκε (Atarinkë, Μικρός Πατέρας). Όσο βρισκόταν ακόμη στο Βάλινορ παντρεύτηκε και απέκτησε ένα γιο, τον Κελεμπρίμπορ, ο οποίος ήταν σε πλήρη αντίθεση με τον πατέρα του και που αργότερα αντιπάθησε τις πράξεις και τις σχέσεις του με τους άλλους Νόλντορ.

Αλκουαλόντε

To Alqualondë, το Λιμάνι των Κύκνων, ήταν η κύρια πόλη των Falmari (ή αλλιώς Teleri) στις ακτές του Valinor. Λέγεται ότι η πόλη βρισκόταν βόρεια και ανατολικά της Tirion, μεταξύ του Calacirya και του Araman στο βόρειο Eldamar.


Η πόλη ήταν χτισμένη σε ένα φυσικό λιμάνι από πέτρα και είχε τείχη. Η είσοδός της ήταν αψιδωτή και, εκτός από τα μεγάλα λιμάνια, φιλοξενούσε επίσης τον Πύργο του Όλγουε. Η πόλη ήταν καλυμμένη με μαργαριτάρια που βρήκαν τα Ξωτικά στη θάλασσα, αλλά και με πετράδια που απόκτησαν από τους Νόλντορ. Τα διάσημα λευκά πλοία τους σε σχήμα κύκνου με τα χρυσά ράμφη αγκυροβολούσαν εκεί. Χτίστηκε από τους Τελέρι όταν ήρθαν στο Άμαν και βασιλιάς της ήταν ο Όλγουε.

Noldolantë


Noldolantë, που σημαίνει "Η Πτώση των Noldor", ήταν ένας θρήνος που συνέθεσε ο Maglor, ο δεύτερος γιος του Fëanor και φημισμένος ως ο καλύτερος αοιδός όλων των Noldor. To τραγούδι μιλάει για γεγονότα που ο ίδιος ο Maglor έζησε: την επανάσταση του Fëanor ενάντια στους Valar, την Αδελφοκτονία στο Αlqualondë (στην οποία ναι μεν ήταν παρών αλλά η ιστορία δεν έχει καταγράψει ποιο ρόλο έπαιξε στη μάχη) και την εξορία των Noldor στη Μέση-Γη.



Νέρντανελ

H Nerdanel, επίσης γνωστή ως Nerdanel η Σοφή, ήταν η κόρη του μεγάλου Noldo μεταλλουργού Mahtan και η σύζυγος του Feanor. Ήταν αξιοθαύμαστη γλύπτρια και λέγεται ότι έφτιαχνε αγάλματα τόσο ρεαλιστικά, που όσοι τα έβλεπαν νόμιζαν ότι ήταν αληθινά. Αρνήθηκε να ακολουθήσει τον Feanor στη Μέση-Γη και ως εκ τούτου, παρέμεινε στο Aman, γλυτώνοντας τη Μοίρα του Mandos.


Η οικογένεια της Νέρντανελ είναι πολύ ενδιαφέρουσα, καθότι είναι τα μόνα γνωστά Ξωτικά με κόκκινα μαλλιά. Ο πατέρας της, ο Μάχταν, και τρεις από τους γιούς της (οι Μαέδρος, Άμροντ και Άμρας), περιγράφονται με καστανοκόκκινα μαλλιά και αυτό αναφέρεται ως χαρακτηριστικό της οικογένειάς της.

Τίριον

Η Tirion ήταν η πόλη των Noldor στο Valinor, στο Aman. Ήταν εκεί όπου κυβέρνησε ο Finwë και εκεί όπου έζησαν οι γιοι του, Fëanor, Fingolfin και Finarfin. Tirion στην Quenya σημαίνει "παρατηρητήριο".

 
Ο καταπράσινος λόφος του Τούνα βρισκόταν στην κοιλάδα του Καλακίρυα (μεταφράζεται από την Quenya ως «η σχισμή του Φωτός»), το μόνο πέρασμα μέσα από τα βουνά Πελόρι. Πάνω στην κορυφή του λόφου είχαν τα Ξωτικά τη μεγαλύτερη αποικία τους στα δυτικά της θάλασσας. Οι τοίχοι ήταν λευκοί
και άσπρες κρυστάλλινες σκάλες ανέβαιναν από την εύφορη γη στις μεγάλες πύλες, ενώ η άμμος στους δρόμους λέγεται ότι ήταν κόκκοι διαμαντιού. Στο κέντρο της πόλης κυριαρχούσε ο πύργος του Ίνγκουε (ο Mindon Eldaliéva), του οποίου τα ασημένια φανάρια έλαμπαν πέρα μακρυά στη θάλασσα. Κάτω από τον πύργο ήταν το σπίτι του Φίνγουε, του πρώτου Υψηλού Βασιλιά των Νόλντορ. Εκεί, επίσης, ήταν η Μεγάλη Πλατεία, όπου άνθισε το λευκό δέντρο Γκαλαθίλιον, και αργότερα το μέρος όπου έδωσε ο Φέανορ τον περίφημο Όρκο του.

Φέανορ

O Fëanor ήταν ο μεγαλύτερος και πιο αγαπημένος γιος του Finwë και ετεροθαλής αδερφός του Fingolfin και του Finarfin. Ήταν ο μεγαλύτερος των Noldor και αρχηγός της ανταρσίας τους. Είχε τη μεγαλύτερη ικανότητα με τον λόγο και τα χέρια, ήταν φημισμένος τεχνίτης, κατασκευαστής κοσμημάτων και πολεμιστής. Το πιο διάσημο έργο του ήταν τα Silmarils, ενώ δημιούργησε επίσης τα palantíri και εφηύρε την ευρέως χρησιμοποιούμενη γραφή Fëanorian (Tengwar). Σκοτώθηκε στη Mithrim στη Dagor-nuin-Giliath. Το αρχικό  όνομά του ήταν Curufinwe (curu = δεξιοσύνη, "Επιδέξιος Γιος του Finwë"). Έδωσε αυτό το όνομα στον πέμπτο γιο του, τον Curufin, ο ίδιος όμως γνωριζόταν πάντα από το όνομα που του είχε δώσει η μητέρα του, Fëanáro, που σημαίνει "Πνεύμα της Φωτιάς" στην Quenya (fea=πνεύμα, nar=φωτιά). Το Fëanor είναι η Sindarin εκδοχή του Fëanáro, ωστόσο, η σωστή μορφή του ονόματος στη Sindarin ήταν Faenor. Το παθιασμένο μίσος του για τον Morgoth και ο τρομερός Όρκος του, οδήγησαν άμεσα στους μεγάλους θριάμβους αλλά και στις μεγαλύτερες τραγωδίες της Πρώτης Εποχής.


Γεννημένος το 1169 των Χρόνων των Δέντρων, ο Curufinwë Fëanáro (όπως ήταν το αρχικό του όνομα στην Quenya) ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Φίνγουε, του βασιλιά των Νόλντορ, και της πρώτης συζύγου του, Μίριελ Σέριντε. Όταν γεννήθηκε, τράβηξε πολλή από την ενέργεια της μητέρας του, ώστε η ίδια έχασε την δύναμη και την όρεξή της για ζωή και αναχώρησε για το Λόριεν, όπου άφησε οικειοθελώς την υλική μορφή της και πέθανε. Ο Φίνγουε ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε δύο γιους, τους ετεροθαλείς αδελφούς του Φέανορ, τον Φινγκόλφιν και τον Φινάρφιν, καθώς και δύο κόρες, τη Φίντις και την Ίριμε. Οι ικανότητες του Φέανορ αναπτύσσονταν και εκτός από έμπειρος μεταλλουργός, ήταν και άριστος γλωσσολόγος. Το 1250 επινόησε το σύστημα γραφής Τengwar, βελτιώνοντας το έργο του Ρούμιλ. Στη συνέχεια το μυαλό του στράφηκε στη μελέτη των πολύτιμων λίθων. Νέος ακόμα, ο Φέανορ, παντρεύτηκε τη Νέρντανελ, την κόρη του Μάχταν, και μαζί έκαναν επτά γιους: τους Μαέδρος, Μάγκλορ, Κέλεγκορμ, Καράνθιρ, Κουρούφιν, Άμροντ και Άμρας.

Μέλκορ (Μόργκοθ)

O Melkor, επίσης γνωστός αργότερα και ως Morgoth, ήταν ο μεγαλύτερος των Ainur. Έχασε τη δόξα του όταν διατάραξε τη Μουσική των Ainur και αψήφησε τη θέληση του Eru Iluvatar. Ο Melkor διέφθειρε πολλούς από τους Ainur και τους υπέταξε, πολέμησε τους Valar και επέφερε μεγάλο κακό στην Arda. Η κλοπή των Silmarils και οι πόλεμοι εναντίον Ξωτικών και Ανθρώπων περιλαμβάνουν μεγάλο μέρος της ιστορίας της Πρώτης Εποχής. Τελικά, ο Μorgoth νικήθηκε στον Πόλεμο της Οργής, αλυσοδέθηκε από τους Valar και πετάχτηκε στο Αιώνιο Κενό. Melkor σημαίνει "Αυτός που Υψώνεται με Δύναμη", και ήταν ο πρώτος Σκοτεινός Άρχοντας (ονομαζόμενος πλέον Morgoth = Μαύρος Εχθρός) και αφέντης του Sauron. Μια μέρα, σύμφωνα με την προφητεία, ο Morgoth θα επιστρέψει γεμάτος οργή, αλλά θα συντριβεί ολοκληρωτικά στην Dagor Dagorath, την Τελική Μάχη.


Ο Μέλκορ ήταν ο πρώτος και ο πιο δυνατός από τους Άινουρ που δημιούργησε ο Ιλούβαταρ στις Άχρονες Αίθουσες στην αρχή της δημιουργίας. Ο αδερφός του ήταν ο Μάνγουε, όμως ο Μέλκορ ήταν ο πιο δυνατός και είχε την περισσότερη γνώση από οποιονδήποτε άλλον Άινου. Ο Μέλκορ, επειδή περιπλανιόταν στο Κενό στην προσπάθειά του να βρει και να χρησιμοποιήσει την Άφθαρτη Φλόγα, την πηγή της ικανότητας της δημιουργίας του Ιλούβαταρ, ανέπτυξε διαφορετικές ιδέες από εκείνες των υπολοίπων Άινουρ. Μέσα του γεννήθηκαν επαναστατικές διαθέσεις ενάντια στον δημιουργό του, λόγω του ότι επιθυμούσε να δημιουργήσει όντα για να κατοικήσουν στο Κενό, και ήταν δυσαρεστημένος από το γεγονός ότι ο Ιλούβαταρ δεν το είχε κάνει. Παρόλα αυτά ο Μέλκορ δεν μπορούσε να βρει τη Φλόγα, γιατί εκείνη δεν ήταν στο Κενό, αλλά με τον Ιλούβαταρ.

Φίνγουε

Ο Finwe ήταν ο πρώτος Υψηλός Βασιλέας των Noldor, ο οποίος οδήγησε το λαό του στο ταξίδι από τη Μέση-Γη στο Valinor στο Ευλογημένο Βασίλειο του Aman. Ήταν πολύ καλός φίλος του Elu Thingol, ο οποίος αργότερα έγινε ο βασιλιάς του Doriath. Τον σκότωσε ο Melkor στο Formenos.


Τα πρώτα Ξωτικά ξύπνησαν στη Μέση-Γη κοντά στον κόλπο της Θάλασσας του Χέλκαρ, που ονομάζεται Κουιβιένεν, το 1050 των Χρόνων των Δέντρων. Όταν ο Βάλα Όρομε βρήκε τα Ξωτικά κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στη Μέση-Γη, τα αγάπησε και τους προέτρεψε να ταξιδέψουν μαζί του για το Βάλινορ ώστε να δουν την θαυμάσια ομορφιά του. Τα Ξωτικά, ωστόσο, υποπτεύθηκαν την πρόσκληση αυτή και φοβήθηκαν, έτσι ώστε επελέγησαν τρεις πρεσβευτές από τις ομάδες συγγενών τους για να πάνε στη θέση τους και να αναφέρουν αυτά που είχαν δει όταν θα επέστρεφαν. Ένας από αυτούς ήταν ο Φίνγουε ο οποίος μαζί με τον Ίνγκουε και τον Έλγουε πήγαν στο Ευλογημένο Βασίλειο με τον Όρομε. Όταν επέστρεψαν ήταν εις θέση να πείσουν τα Ξωτικά να πάνε στο μεγάλο ταξίδι στη Δύση. Ο Φίνγουε έγινε αρχηγός των Νόλντορ και τελικά έφτασαν στο Βάλινορ ακριβώς μετά από τους Βάνυαρ. Εκεί εγκαταστάθηκαν αυτός και οι δικοί του και ο Φίνγουε έγινε βασιλιάς του λαού του.