Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα sauron. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα sauron. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Οροντρούιν (Άμον Άμαρθ)

Το Orodruin, που ονομάζεται και Amon Amarth ή αλλιώς Mount Doom, ήταν ένα ηφαίστειο στη βόρεια Mordor, όπου ο Sauron σφυρηλάτησε το Ένα Δαχτυλίδι. Το αρχικό όνομα Orodruin σημαίνει "Φλεγόμενο Βουνό", ενώ το όνομα Amon Amarth, που σημαίνει "Βουνό του Χαμού" στη Sindarin και χρησιμοποιούταν πιο σπάνια, δόθηκε επειδή το ηφαίστειο συνδέθηκε με αρχαίες, κι ελάχιστα κατανοητές, προφητείες για το τέλος της Τρίτης Εποχής, όταν βρέθηκε και πάλι το Ένα Δαχτυλίδι.

 
Δημιουργημένο από τον Μέλκορ στην Πρώτη Εποχή, το ηφαίστειο βρισκόταν σε μια κενή πεδιάδα, το Οροπέδιο του Γκόργκοροθ. Το όνομα "Μόρντορ", που σημαίνει "Μαύρη Γη" στη Σίνταριν, μπορεί να είχε δοθεί στη γύρω γη εξαιτίας των εκρήξεων του ηφαιστείου, προτού ο Σάουρον εγκατασταθεί εκεί. Όταν ο Σάουρον επέλεξε τη γη της Μόρντορ ως κατοικία του στη Δεύτερη Εποχή, το έκανε λόγω του Οροντρούιν, διότι χρησιμοποιούσε την φωτιά που έβγαινε από την καρδιά της γης για τις μαγείες του και τη σφυρηλάτηση. Το πιο διάσημο έργο του, και για την ακρίβεια το μοναδικό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα, ήταν το Ένα Δαχτυλίδι.

Αμάντιλ

Ο Amandil ήταν ο πατέρας του Elendil του Ψηλού, ο ηγέτης των Πιστών στο Númenor κι ο 18ος και τελευταίος Άρχοντας του Andúnie. Όπως και οι πρόγονοί του, ο Amandil ήταν ο ηγέτης των Πιστών, εκείνων των Ανθρώπων του Númenor που εξακολουθούσαν να αγαπούν τους Valar, σε αντίθεση με τους Βασιλείς. Η ζωή του ως Άρχοντας του Andúnie κι ως ένας από τους Πιστούς, δημιούργησε τους Υψηλούς Βασιλείς της Gondor και της Arnor, οι οποίοι επέζησαν μέσω των Dúnedain της Μέσης-Γης, φτάνοντας μέχρι τον Aragorn II. Μετά την Πτώση του Númenor, ο γιος του Amandil, ο Elendil, ίδρυσε τα Βασίλεια των Númenóreans στην Εξορία. Amandil σημαίνει "Αυτός που αγαπά το Aman" στην Quenya.

 
Όταν ήταν νέος, ο Αμάντιλ ήταν πολύ καλός φίλος του Αρ-Φαραζόν, ο οποίος - ως Βασιλιάς - τον κράτησε στο Συμβούλιό του. Ο
Αμάντιλ κέρδισε επίσης νωρίς την φήμη του ισχυρού ναυτικού, και τιμήθηκε από πολλούς λόγω της μεγάλης αριστοκρατίας του οίκου του. Ωστόσο, αφότου ο Αρ-Φαραζόν έπλευσε στη Μέση-Γη κι έπιασε αιχμάλωτο τον Σάουρον, ο υποτιθέμενος αιχμάλωτος κατάφερε και έφερε σταδιακά τον βασιλιά με το μέρος του. Βλέποντας τη χάρη που δόθηκε στον Σάουρον, όλοι οι Σύμβουλοι του Βασιλιά, εκτός από τον Αμάντιλ, άρχισαν να καλοπιάνουν τον πρώην αιχμάλωτο, ο οποίος άσκησε επιρροή στον Βασιλιά και τους οπαδούς του να αρχίσουν να λατρεύουν τον Μέλκορ. Ο Αμάντιλ αποδεσμεύτηκε από το Συμβούλιο και αποσύρθηκε στη Ρόμεννα, όπου συγκέντρωσε κρυφά όλους τους Πιστούς.

H Μαύρη Πύλη

Η Μαύρη Πύλη, ή αλλιώς Morannon, ήταν μια πύλη στην βορειοδυτική Mordor που χτίστηκε από τον Sauron, τον Σκοτεινό Άρχοντα, για να αποτρέψει την εισβολή μέσω του Περάσματος της Cirith Gorgor, το χάσμα μεταξύ των Ered Lithui και των Ephel Dúath. Με τοίχο που είχε τουλάχιστον 18 μέτρα ύψος και 75 μέτρα μήκος, κι έχοντας στο εσωτερικό του μυριάδες τοξότες και στρατεύματα, η Μαύρη Πύλη ήταν η πιο οχυρωμένη και άμεση είσοδος στη γη της Mordor. Morannon σημαίνει "Μαύρη Πύλη" στη Sindarin.


Η Μαύρη Πύλη χτίστηκε από τον Σάουρον στην Δεύτερη Εποχή για να προστατεύσει και να φρουρήσει την βόρεια είσοδο στη Μόρντορ, αλλά και να αποτρέψει την εισβολή στο χάσμα μεταξύ των Έρεντ Λίθουι και Έφελ Ντούαθ. Πιθανότατα χτίστηκε με τη δύναμη του Ενός Δαχτυλιδιού, όπως το Μπαράντ-ντούρ, ενώ μετά την πτώση του Σάουρον στη Μάχη του Ντάγκορλαντ έγινε φρούριο των Ανθρώπων της Γκόντορ. Υποστηριζόμενη από την άλλη πλευρά από το Κάραχ Άνγκρεν και προστατευόμενη από το κάστρο του Ντούρθανγκ προς τα δυτικά, επανασχεδιάστηκε για να κρατήσει όλο το κακό της Μόρντορ μέσα, προστατεύοντας το εξωτερικό από αυτό, αλλά και το μέσα από το έξω. Η ανακατασκευή της Μίνας Ίθιλ, του Πύργου της Σελήνης, καθώς και η κατασκευή του Πύργου της Κίριθ Ούνγκολ, έγιναν επίσης για τον ίδιο σκοπό.

Κίριθ Ούνγκολ

Η Cirith Ungol ήταν ένα πέρασμα ή σχισμή μέσα από τα Ephel Dúath κοντά στη Minas Morgul. Ήταν επίσης το όνομα του φρουρίου των Orcs που βρισκόταν στο πέρασμα αυτό, ενώ κοντά στα βουνά βρισκόταν το Άντρο της Shelob. Cirith Ungol σημαίνει "Η Χαράδρα της Αράχνης" στη Sindarin.


Η Κίριθ Ούνγκολ περνούσε μέσα από τα δυτικά βουνά της Μόρντορ και μέχρι ένα σημείο ερχόταν παράλληλα με τον δρόμο της Μόργκουλ ως τη Γκόντορ. Φρουρούταν από τον Πύργο της Κίριθ Ούνγκολ, ο οποίος χτίστηκε από τους Ανθρώπους της Γκόντορ μετά τον Πόλεμο της Τελευταίας Συμμαχίας των Ξωτικών και των Ανθρώπων. Δεν είναι γνωστό αν το πέρασμα και ο Πύργος ονομάζονταν Κίριθ Ούνγκολ όταν το είχαν οι Άνθρωποι της Γκόντορ, αν και πιθανότατα ονομαζόταν έτσι, διότι η Σέλομπ ήταν εκεί πριν από τον Σάουρον και προτού τοποθετηθεί η πρώτη πέτρα του Μπαράντ-ντούρ.

Η Τελευταία Συμμαχία Ξωτικών & Ανθρώπων - Ο Πόλεμος της Τελευταίας Συμμαχίας

Ο Πόλεμος της Τελευταίας Συμμαχίας ήταν ο πόλεμος στα τέλη της Δεύτερης Εποχής, κατά την οποία η Τελευταία Συμμαχία Ξωτικών και Ανθρώπων, η μεγαλύτερη δύναμη που συντάχθηκε ποτέ στη Μέση-Γη μετά τον Στρατό του Βάλινορ στον Πόλεμο της Οργής, και που σχηματίστηκε το 3430 της Δεύτερης Εποχής ως απάντηση στην καταστροφική απειλή του Sauron, προχώρησε εναντίον του Barad-dûr, του φρουρίου του Σκοτεινού Άρχοντα στη Mordor. Εντελώς ανέλπιστα, ήταν νικητές, αλλά όταν το Ένα Δαχτυλίδι δεν καταστράφηκε, ο Sauron ανέκτησε ξανά τις δυνάμεις του στην Τρίτη Εποχή κι επέστρεψε.


Η Τελευταία Συμμαχία ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική συμμαχία στην οποία συμμετείχαν όλοι οι Ελεύθεροι Λαοί του κόσμου ενωμένοι κάτω από ένα λάβαρο, κι ο μόνος πόλεμος μεγάλης κλίμακας που έγινε ως τις ημέρες της κορύφωσης του Πολέμου του Δαχτυλιδιού, μια Εποχή αργότερα. Μετά από αυτόν τον Πόλεμο, τα Ξωτικά δεν κατάφεραν ποτέ ξανά να επιφέρουν μια τόσο μεγάλη και ισχυρή επίδειξη δύναμης στον πόλεμο.

Μπαράντ-ντούρ

To Barad-dûr, o Σκοτεινός Πύργος, ήταν το πρωταρχικό φρούριο του Σκοτεινού Άρχοντα Sauron στη Mordor, και η βάση των επιχειρήσεών του στη Μέση-Γη κατά τη διάρκεια της Δεύτερης και της Τρίτης Εποχής. Ήταν το μεγαλύτερο φρούριο της εποχής του στη Μέση-Γη και καταστράφηκε για πάντα μετά την καταστροφή του Ενός Δαχτυλιδιού, καθότι κατασκευάστηκε και διατηρούταν με τη σκοτεινή μαγεία του. Barad-dûr σημαίνει "Σκοτεινός Πύργος" στη Sindarin, ενώ στη Black Speech ονομάζεται Lugbúrz κι έχει την ίδια σημασία.

 
Το
Μπαράντ-ντούρ χ
τίστηκε από τον Σάουρον στη γη της Μόρντορ. Βρισκόταν στο τέλος του νοτίου χείλους των Έρεντ Λίθουι στο βόρειο τμήμα του Οροπεδίου του Γκόργκοροθ. Βρισκόταν περίπου 48 χιλιόμετρα ανατολικά του Βουνού του Χαμού και περίπου 160 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Μαύρης Πύλης. Η κατασκευή του Πύργου ξεκίνησε γύρω στο έτος 1000 της Δεύτερης Εποχής και χρειάστηκε περίπου 600 χρόνια για να ολοκληρωθεί. Γύρω στο 1600 ο Σάουρον σφυρηλάτησε στα κρυφά το Ένα Δαχτυλίδι στις φωτιές του Βουνού του Χαμού, και ολοκληρώθηκε η κατασκευή του Πύργου με τη δύναμη του Δαχτυλιδιού. Κατεχόμενο από σκοτεινή μαγεία, ήταν το μεγαλύτερο φρούριο που χτίστηκε ποτέ στη Μέση-Γη μετά την Πτώση της Άνγκμπαντ στον Πολέμο της Οργής. Χτίστηκε πάνω σε ένα σιδερένιο ορεινό θρόνο, πάνω από αχανείς λάκκους και φαινόταν ακόμα πιο μαύρο και από τα σύννεφα και τις σκιές στις οποίες τυλιγόταν. Ήταν υπέρμετρα ισχυρό με τους αμέτρητους γιγαντιαίους πύργους, τους τοίχους και τις επάλξεις και ήταν κατασκευασμένο από πολύ σκληρά και αθραυστα υλικά.

Γκροντ

Το Grond, που ονομάζεται "Σφυρί του Κάτω Κόσμου", ήταν το μεγάλο και πανισχυρό Σκήπτρο του Morgoth, του πρώτου Σκοτεινού Άρχοντα, το οποίο κρατούσε στην Πρώτη Εποχή. Κάθε χτύπημα του Σφυριού έσειε τη γη και δημιουργούσε μεγάλους κρατήρες από όπου έβγαιναν καπνός και φωτιά.


Σφυρηλατημένο σε άγνωστο χρόνο και τόπο, το Γκροντ αναφέρθηκε μόνο μία φορά, ως το όπλο του
Μόργκοθ, στην μονομαχία του με τον Φινγκόλφιν, τον Υψηλό Βασιλιά των Νόλντορ. Ο Φινγκόλφιν προκάλεσε τον Μόργκοθ μετά την καταστροφική ήττα των Νόλντορ στην Μάχη της Ξαφνικής Φλόγας. Το 456, πήγε μόνος του στην Άνγκμπαντ καβάλα στο άλογό του Ρόχαλορ, και εμφανίστηκε σε εκείνους που τον είδαν σαν τον Όρομε, τον κυνηγό των Βάλαρ. Ο Φινγκόλφιν ήχησε το κέρας του και σφυροκόπησε τις πύλες. Αποκάλεσε τον Μόργκοθ δειλό μπροστά στα μάτια των υπηρετών του και τον προκάλεσε σε μονομαχία. Ο Μόργκοθ δεν είχε άλλη επιλογή παρά να δεχτεί.

Παλαντίρι

Τα Palantíri (ενικός Palantír), επίσης γνωστά και ως "Οι Πέτρες της Όρασης", "Οι Επτά Πέτρες" και "Οι Επτά Πέτρες της Όρασης", ήταν σφαιρικές πέτρες που χρησιμοποιούνταν για επικοινωνία μεταξύ τους στη Μέση-Γη και πέραν αυτής, κι επίσης για να δουν οι χρήστες τους πολλά πράγματα σε όλο το κόσμο. Όταν ο κάτοχος του Palantír κοιτούσε μέσα, μπορούσε να επικοινωνήσει με άλλα Palantíri αλλά και με όποιον κοιτούσε σε αυτά. Άνθρωποι μεγάλης δύναμης μπορούσαν να χειραγωγήσουν τις πέτρες για να δουν σχεδόν οποιοδήποτε μέρος του κόσμου.


Τα Παλαντίρι δημιουργήθηκαν από τους Νόλντορ στο Έλνταμαρ, και συγκεκριμένα από τον ίδιο τον Φέανορ τον καιρό που ζούσε στο Άμαν κατά τη διάρκεια των Παλαιών Ημερών στους Χρόνους των Δέντρων, και στη συνέχεια δόθηκαν από τα Ξωτικά στους Νουμενόριανς, οι οποίοι τα κράτησαν ως κειμήλια μέχρι την Πτώση του Νούμενορ κατά την ύστερη Δεύτερη Εποχή. Επτά από αυτές τις πέτρες διεσώθησαν και μεταφέρθηκαν στη Μέση-Γη από τον Ελέντιλ και τους γιους του και βρίσκονταν σε καλά φυλασσόμενους πύργους σε όλα τα Βασίλεια της Εξορίας. 

Ντολ Γκούλντουρ

Το Dol Guldur, που ονομάζεται και "Τα Μπουντρούμια του Νεκρομάντη", ήταν το κάστρο και η βάση των δραστηριοτήτων του Sauron όπου εξάσκησε τη μαγεία του υπό το όνομα Νεκρομάντης. Βρισκόταν νότια του Mirkwood για πάνω από 1200 χρόνια στην Tρίτη Eποχή. Dol Guldur σημαίνει "Λόφος της Μαγείας" στη Sindarin.

 
Το Ντολ Γκούλντουρ ήταν αρχικά γνωστό ως Άμον Λανκ στο Μεγάλο Πράσινο Δάσος. Ήταν η πρωτεύουσα των Σίλβαν Ξωτικών του Ορόφερ, που είχαν φύγει βόρεια στα Σκοτεινά Βουνά (αργότερα γνωστά ως Βουνά του Μίρκγουντ). Κάπου μετά το 1000 της Τρίτης Εποχής, μια κακή παρουσία κατέλαβε το Άμον Λανκ. Ήταν το 1050 όταν μια σκιά έπεσε πάνω από το Πράσινο Δάσος και τότε άρχισε να ονομάζεται Μίρκγουντ, το Δάσος της Σκοτεινιάς. Η εχθρική αυτή οντότητα ήταν γνωστή στους λαούς ως "ο Νεκρομάντης".

Νάζγκουλ

Οι Nazgûl, γνωστοί και ως Ringwraiths, Ulairi, Εννέα Καβαλάρηδες, Μαύροι Καβαλάρηδες ή απλά οι Εννιά, ήταν οι φοβεροί υπηρέτες του Σκοτεινού Άρχοντα Sauron στην Μέση-Γη καθ' όλη την Δεύτερη και Τρίτη Εποχή και γέμιζαν με τρόμο τις καρδιές όσων τους συναντούσαν. Στα τελευταία χρόνια της Τρίτης Εποχής κατοικούσαν στη Minas Morgul και στο Dol Guldur. Μόνο δύο από τους Εννέα κατονομάζονται, ο Μάγος-Βασιλιάς της Angmar και ο Khamûl ο Ανατολίτης. Το όνομα Nazgûl είναι στην Μαύρη Ομιλία και σημαίνει "Δαχτυλιδοφάντασμα"


Οι Νάζγκουλ ήταν κάποτε εννέα μεγάλοι βασιλιάδες των Ανθρώπων,
τρεις από τους οποίους λέγεται ότι ήταν Άνθρωποι του Νούμενορ, στους οποίους δόθηκαν από τον Σάουρον τα Εννέα από τα Δαχτυλίδια της Δύναμης. Οι Εννέα τα πήραν και τα χρησιμοποίησαν για να επιτύχουν μεγάλη δύναμη, πλούτο και κύρος στη ζωή, αλλά καθώς περνούσε ο καιρός, τα Δαχτυλίδια ασκούσαν πάνω τους την επιρροή τους, παρατείνοντας τόσο τη ζωή τους, μέχρι που η διαβίωση τους έγινε αφόρητη, κάνοντάς τους τελικά φαντάσματα, αόρατους σε όλους - εκτός από εκείνους που μπορούσαν να δουν στον κόσμο των Φαντασμάτων - και δούλους στη θέληση του Σάουρον. Μέσω του Ενός Δαχτυλιδιού η ζωή και η εξουσία τους δέθηκε με τη δική του και ήταν ανίκανοι να τον παρακούσουν, ενώ όταν εκείνος αύξανε ή μείωνε την δύναμή του, το ίδιο έκαναν και οι Νάζγκουλ.

Άνγκμπαντ

H Angband, γνωστή επίσης ως "Σιδερένια Φυλακή", ήταν το αρχαίο ισχυρό φρούριο του Melkor που έχτισε κάτω από τα Σιδερένια Βουνά πριν από την Πρώτη Εποχή, ως οχυρό του βορείου φρουρίου του Utumno, και από το οποίο προσπάθησε να υποτάξει την Arda. Mετά την καταστροφή του Utumno από τους Valar και την φυλάκισή του στο Valinor για τρεις εποχές, ο Melkor επέστρεψε στη Μέση-Γη, όπου έκανε την Angband το κέντρο της εξουσίας του και ύψωσε τους πύργους των Thangorodrim πάνω από πύλες της. Καταστράφηκε από τις δυνάμεις των Valar στο τέλος της Πρώτης Εποχής, στον Πόλεμο της Οργής. Angband σημαίνει "Σιδερένια Φυλακή" ή "Σιδερένια Κόλαση" στη Sindarin, ενώ στην Quenya ονομαζόταν Angamando.

 
Ο Μέλκορ έχτισε την Άνγκμπαντ στους Χρόνους των Δέντρων, χρησιμοποιώντας τη αρχικά ως απομακρυσμένο οχυρό και οπλοστάσιο του μεγάλου βορείου φρουρίου του στο Ουτούμνο, κι έθεσε αρχηγό αυτής τον Σάουρον, τον επικεφαλής των υπηρετών του. Χτίστηκε κοντά στις βορειοδυτικές ακτές της Μεγάλης Θάλασσας στην περιοχή των Σιδερένιων Βουνών, ως πρώτη άμυνα ενάντια σε κάθε επίθεση που θα γινόταν στο βασίλειο του Μέλκορ από τους
Βάλαρ στο Άμαν.

Ουτούμνο

To Utumno ("Κάτω Κόσμος" σε Quenya) ή Udûn ("Κόλαση" σε Sindarin), ήταν το πρώτο και μεγαλύτερο των φρουρίων του Melkor στο μακρινό Βορρά της Μέσης-Γης που δημιουργήθηκε στις αρχαίες μέρες. Ήταν το σπίτι για τις στρατιές των δαιμόνων, των έκπτωτων Ainur που συμμάχησαν με τον Melkor, και πολλών τεράτων που έγιναν σε παρωδία των φυσικών πλασμάτων και όντων της Μέσης-Γης. Το Utumno είχε πολλές εκατοντάδες μπουντρούμια, βαθιές αίθουσες φωτιάς και πάγου, αλλά και σπήλαια, σήραγγες και δωμάτια, επιτρέποντας πολλά πράγματα να παραμένουν κρυφά και μυστικά για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. 

 
Το Ουτούμνο χτίστηκε από τον Μέλκορ μετά τον πρώτο του εκδιωγμό από την Άρντα, όταν ο κόσμος ήταν νέος. Αν και οι Βάλαρ είχαν δημιουργήσει
εκείνο τον καιρό τις Δύο Λάμπες και η Άρντα ήταν λουσμένη στο φως, το οχυρό του Μέλκορ χτίστηκε κάτω από τα Σιδερένια Βουνά, βαθιά μέσα στη γη, εκεί όπου το φως της Ίλλουιν και της Όρμαλ ήταν αδύναμο και κρύο. Παρόλο που οι Βάλαρ δεν ήξεραν τίποτα ακόμη γι' αυτό, η κακία του Μέλκορ ξεχύθηκε από εκεί και η Άνοιξη της Άρντα δεν άντεξε. Εκεί συγκεντρώθηκαν όλες οι κακές δυνάμεις του κόσμου με αρχηγό τον Άρχοντα του Σκότους. Ο αριθμός τους ήταν τεράστιος και ο Μέλκορ διαστρέβλωσε πολλά όμορφα πράγματα δίνοντάς τους τρομακτικές και φοβερές μορφές. Τα μεγαλύτερα δεινά του κόσμου εξετράφησαν σε αυτόν τον τόπο. Κακά πνεύματα, φαντάσματα, βρικόλακες και δαίμονες παραμόνευαν στις αίθουσες του Ουτούμνο και στοίχειωναν τα γύρω δάση. Όλα ήταν υπό την εξουσία του Μέλκορ και των έκπτωτων Μάιαρ υπηρετών του, τον Μπάλρογκ Γκόθμογκ και τον Σάουρον. Ήταν εκεί όπου, μετά από βασανισμό και ακρωτηριασμό αιχμάλωτων Ξωτικών, δημιουργήθηκαν τα πρώτα Όρκς ως παρωδία των Πρωτογέννητων

Ανάριον

O Anárion ήταν ο νεότερος γιος του Elendil, του Υψηλού Βασιλέα της Gondor και της Arnor. Ο ίδιος και ο αδελφός του ο Isildur διοίκησαν από κοινού την Gondor στο Νότο, ενώ ο πατέρας τους κατοικούσε στην Arnor στο Βορρά. Μετά το θάνατο του πατέρα του στην Πολιορκία του Barad-dûr και τον θάνατο του Isildur στην Πανωλεθρία των Gladden Fields, η βασιλεία της Gondor συνεχίστηκε από τη γραμμή γενεάς του Anárion, αρχίζοντας με τον γιο του, τον Meneldil, ο οποίος ήταν το τελευταίο άτομο που γεννήθηκε στο Númenor πριν από την Πτώση του. Anárion στην Quenya σημαίνει "Γιος του Ήλιου".

 
Ο Ανάριον γεννήθηκε το 3219 της Δεύτερης Εποχής στο Νούμενορ και μαζί με τον Ισίλντουρ ζούσαν στην ανατολική ακτή του νησιού. Ο πατέρας τους ήταν ο Ελέντιλ, ο γιος του Αμάντιλ, του Άρχοντα του Αντούνιε. Μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό του, ήταν οι ηγέτες των Πιστών, της μειοψηφίας των Νουμενόριανς που αντιστάθηκαν στην σκοτεινή κυριαρχία του βασιλιά Αρ-Φαραζόν και του συμβούλου του, του Σάουρον, ο οποίος είχε καταφέρει να διχάσει και να διαφθείρει τους Νουμενόριανς, εκμεταλλευόμενος την επιθυμία τους για αθανασία.
Καθώς η επιρροή του Σάουρον αυξανόταν, οι Πιστοί άρχισαν να ετοιμάζονται για να φύγουν απ' το Νούμενορ. Γέμισαν τα πλοία τους με τα υπάρχοντά τους καθώς και με πολύτιμα αντικείμενα, όπως τα Παλαντίρι, πέτρες που δόθηκαν στους Άρχοντες του Αντούνιε από τα Ξωτικά του Τολ Ερέσσεα, το Σκήπτρο της Αννούμινας, το Δαχτυλίδι του Μπάραχιρ, το Νάρσιλ που κράτησε ο Ελέντιλ ως σπαθί του, και ένα βλαστάρι του Νίμλοθ, του Λευκού Δέντρου του Νούμενορ.

Οσγκίλιαθ

Η Osgiliath, η αρχαία πρωτεύουσα του Βασιλείου της Gondor, ιδρύθηκε από τον Isildur και τον Anárion, τους γιούς του Elendil, κοντά στα τέλη της Δεύτερης Εποχής, αλλά ερημώθηκε κατά τη διάρκεια της Τρίτης Εποχής και σταδιακά καταστράφηκε. Στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού, η πόλη απέκτησε στρατηγική σημασία ως σημείο διασταύρωσης πάνω από τον Anduin για τους Ανθρώπους της Gondor και τα Orcs της Mordor. Osgiliath στη Sindarin σημαίνει "Οχυρό των Άστρων".

 
Διοικώντας από κοινού, ο Ισίλντουρ και ο Ανάριον όρισαν την Οσγκίλιαθ ως την πρωτεύουσα της Γκόντορ,
του νοτίου Βασιλείου των Νουμενόριανς στην εξορία. Προστατευόταν από δύο μικρότερες πόλεις-φρούρια, την Μίνας Ίθιλ (όπου έζησε ο Ισίλντουρ) και τη Μίνας Άνορ (όπου έζησε ο Ανάριον), και πολύ σύντομα έγινε μια μεγάλη και ακμάζουσα πόλη.

Κελεμπρίμπορ

Ο Celebrimbor, ο γιος του Curufin, του πέμπτου γιου του Fëanor, ήταν ένας πρίγκηπας των Ñoldor, ο τελευταίος της γραμμής του Οίκου του Fëanor που έζησε στη Μέση-Γη, και κυβερνήτης του Βασιλείου του Eregion στη Δεύτερη Εποχή. Εκτός από τον παππού του, ο Celebrimbor ήταν ο μεγαλύτερος τεχνίτης στην ιστορία της Μέσης-Γης, και η σφυρηλάτηση των Δαχτυλιδιών της Δύναμης οδήγησε στην κυριαρχία και την επερχόμενη πτώση του Sauron στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού. Σπουδαία και γνωστά έργα του ήταν η δημιουργία των Δαχτυλιδιών της Δύναμης, οι Πόρτες του Durin και το Elessar.

 
Τα πρώτα χρόνια του Κελεμπρίμπορ δεν είναι γνωστά, και δεν γνωρίζουμε αν ο ίδιος γεννήθηκε στο Βάλινορ (και ακολούθησε τον παππού του στην εξορία) ή στην Μέση-Γη. Η μητέρα του επίσης δεν είναι γνωστή.

Φρόντο Μπάγκινς

O Frodo Baggins, γιος του Drogo Baggins και της Primula Brundyback, ήταν ένα Hobbit από το Shire που έζησε κατά την Τρίτη Εποχή. Ήταν, και εξακολουθεί να είναι, o πιο ξακουστός και περίφημος για τον καθοριστικό του ρόλο στην Αποστολή του Δαχτυλιδιού, κατά την οποία κουβάλησε το Ένα Δαχτυλίδι ως το Βουνό του Χαμού στη Mordor, όπου και καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Ήταν ένας Δαχτυλιδοκουβαλητής, ο καλύτερος φίλος του Samwise Gamgee και ένα από τα τρία Hobbits που σάλπαραν απ΄τη Μέση-Γη για την Δύση στο τέλος της Τρίτης Εποχής. Άλλα ονόματα του Frodo ήταν: Frodo με τα Εννέα Δάχτυλα, Εννιαδάχτυλος Frodo, Κος Κατωλοφίτης, Φίλος των Ξωτικών, Δαχτυλιδοκουβαλητής, Ανθρωπάκι.


Ο Φρόντο γεννήθηκε στο Σάιρ στις 22 Σεπτεμβρίου 2968 της Τρίτης Εποχής. Σύμφωνα με περιγραφές του Γκάνταλφ, ήταν ψηλότερος και ομορφότερος από πολλούς, με ένα λακάκι στο πηγούνι του, και είχε πλούσια, σγουρά, καστανά μαλλιά όπως τα περισσότερα Χόμπιτς. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των νεανικών του χρόνων στο Μπράντι Χολ στο Μπάκλαντ, το προγονικό σπίτι της οικογένειας Μπράντιμπακ. Ήταν γνωστός κατεργάρης και φίλος με τον Μέριαντοκ (Μέρρυ) Μπράντιμπακ και τον Πέρεγκριν (Πίππιν) Τούκ, και προκαλούσαν μπελάδες οπουδήποτε πήγαιναν.

Σάρουμαν (Κουρουνίρ)

O Saruman, που ονομάζεται Curunir στην Sindarin και Curumo στην Quenya (μεταφράζεται "Άνθρωπος της Δεξιοσύνης" και στις δύο γλώσσες), επίσης επονομαζόμενος o Λευκός, των Πολλών Χρωμάτων, ο Λευκός Μάγος, Επικεφαλής του Λευκού Συμβουλίου και Άρχοντας του Isengard, ήταν ένας Μάγος (Istar), ο οποίος ήρθε στη Μέση-Γη ως απεσταλμένος των Valar κατά τη διάρκεια της Τρίτης Εποχής (1000 - 3019, ζώντας στην Μέση-Γη για 2019 χρόνια). Αρχικά, ήταν ο αρχηγός των Μάγων και του Λευκού Συμβουλίου που αντιτάχθηκε στον Sauron. Oι εκτεταμένες, ωστόσο, μελέτες του για τη σκοτεινή μαγεία τον οδήγησαν τελικά στην επιθυμία του να αποκτήσει το Ένα Δαχτυλίδι. Πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να συμμαχήσει με τον Sauron και στη συνέχεια να τον προδώσει, ο Saruman συμμάχησε και συνέταξε το Isengard με τη Mordor στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού, στον οποίο όμως νικήθηκε.


Ο Σάρουμαν ήταν ο πρώτος από τους πέντε Μάγους που έφτασαν στη Μέση-Γη, στο τέλος της πρώτης χιλιετίας της Τρίτης Εποχής. Λέγεται ότι ήταν ο μεγαλύτερος της τάξης και αναγνωρίστηκε ως ο επικεφαλής των Ιστάρι. Κατοικούσε στο φρούριο του Όρθανκ στο Ίσενγκαρντ και ήταν ανταγωνιστής των Ελεύθερων Λαών στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού.