Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα numenor. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα numenor. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ταρ-Ανκάλιμε

H Tar-Ancalimë ήταν η έβδομη κυβερνήτης του Númenor και η πρώτη βασίλισσα που κυβέρνησε, κόρη του Tar-Aldarion και της Erendis. Η βασιλεία της διήρκησε για περισσότερα από 205 χρόνια, και ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη μετά από αυτή του Elros Tar-Minyatur. Ancalimë σημαίνει "Η Πιο Φωτεινή" στην Quenya


Η Ταρ-Ανκάλιμε ανατράφηκε από τη μητέρα της, την Ερέντις. Όταν ήταν τεσσάρων ετών, ο πατέρας της, ο Αλντάριον, άφησε την οικογένειά του για να επιστρέψει στην μεγάλη του αγάπη, την θάλασσα. Όταν εκείνος έφυγε, η Ερέντις πήρε την μικρή Ανκάλιμε από το Αρμένελος και μετακόμισαν στα βοσκοτόπια στην εξοχή του Εμέριε. Η μοναδική παιδική φίλη της Ανκάλιμε ήταν η Ζαμίν και η ίδια είδε ελάχιστους άντρες.

Ντράμπορλεγκ

Ο Dramborleg ήταν ο μεγάλος πέλεκυς που είχε κάνει δώρο ο Βασιλιάς Turgon στον Tuor στην Πρώτη Εποχή, και τον οποίο έβαζε πάνω από οποιοδήποτε σπαθί. Χάθηκε στον Καταποντισμό του Numenor. Dramborleg σημαίνει "Βαριοκοφτερός" στην γλώσσα των Gondolindrim.


Για τον "μεγάλο πέλεκυ του Τούορ" δεν υπάρχει αναφορά στο Σιλμαρίλλιον, αλλά αναφέρεται και περιγράφεται στην αρχική "Πτώση της Γκοντόλιν", όπου λέγεται ότι αντί για σπαθί χρησιμοποιούσε έναν πέλεκυ ονόματι Ντράμπορλεγκ, ο οποίος "έκανε βαριά χτυπήματα σαν ρόπαλο κι έκοβε στη μέση σαν σπαθί". Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς απέκτησε ο Τούορ το Ντράμπορλεγκ, ωστόσο λέγεται ότι στην ηλικία των δεκαέξι ετών ήταν εις θέση να χειριστεί έναν πέλεκυ, το παραδοσιακό όπλο των Σίνταρ που τον ανάθρεψαν, αλλά και του Χούορ, του πατέρα του. Πολέμησε με αυτόν στην Πτώση της Γκοντόλιν, σφάζοντας τρείς Μπάλρογκς. Ο Τούορ έδωσε το Ντράμπορλεγκ στον γιο του, τον Εαρέντιλ, κι αυτός με την σειρά του στον γιο του, τον Ταρ-Μινυάτουρ, τον πρώτο βασιλιά του Νούμενορ, όπου έγινε βασιλικό κειμήλιο. Χάθηκε στον Καταποντισμό του Νούμενορ κοντά στα τέλη της Δεύτερης Εποχής.

Αμάντιλ

Ο Amandil ήταν ο πατέρας του Elendil του Ψηλού, ο ηγέτης των Πιστών στο Númenor κι ο 18ος και τελευταίος Άρχοντας του Andúnie. Όπως και οι πρόγονοί του, ο Amandil ήταν ο ηγέτης των Πιστών, εκείνων των Ανθρώπων του Númenor που εξακολουθούσαν να αγαπούν τους Valar, σε αντίθεση με τους Βασιλείς. Η ζωή του ως Άρχοντας του Andúnie κι ως ένας από τους Πιστούς, δημιούργησε τους Υψηλούς Βασιλείς της Gondor και της Arnor, οι οποίοι επέζησαν μέσω των Dúnedain της Μέσης-Γης, φτάνοντας μέχρι τον Aragorn II. Μετά την Πτώση του Númenor, ο γιος του Amandil, ο Elendil, ίδρυσε τα Βασίλεια των Númenóreans στην Εξορία. Amandil σημαίνει "Αυτός που αγαπά το Aman" στην Quenya.

 
Όταν ήταν νέος, ο Αμάντιλ ήταν πολύ καλός φίλος του Αρ-Φαραζόν, ο οποίος - ως Βασιλιάς - τον κράτησε στο Συμβούλιό του. Ο
Αμάντιλ κέρδισε επίσης νωρίς την φήμη του ισχυρού ναυτικού, και τιμήθηκε από πολλούς λόγω της μεγάλης αριστοκρατίας του οίκου του. Ωστόσο, αφότου ο Αρ-Φαραζόν έπλευσε στη Μέση-Γη κι έπιασε αιχμάλωτο τον Σάουρον, ο υποτιθέμενος αιχμάλωτος κατάφερε και έφερε σταδιακά τον βασιλιά με το μέρος του. Βλέποντας τη χάρη που δόθηκε στον Σάουρον, όλοι οι Σύμβουλοι του Βασιλιά, εκτός από τον Αμάντιλ, άρχισαν να καλοπιάνουν τον πρώην αιχμάλωτο, ο οποίος άσκησε επιρροή στον Βασιλιά και τους οπαδούς του να αρχίσουν να λατρεύουν τον Μέλκορ. Ο Αμάντιλ αποδεσμεύτηκε από το Συμβούλιο και αποσύρθηκε στη Ρόμεννα, όπου συγκέντρωσε κρυφά όλους τους Πιστούς.

Ταρ-Αλντάριον

Ο Tar-Aldarion ήταν ο έκτος βασιλιάς του Númenor, του οποίου τα σημαντικότερα επιτεύγματα ήταν η επέκταση των ναυτικών παραδόσεων του Númenor και των εξερευνήσεών του στη Μέση-Γη. Διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του, Tar-Meneldur, και ήταν παντρεμένος με την Erendis, μια γυναίκα Númenórean με μικρότερη θέση από τον ίδιο, και ως εκ τούτου είχε μικρότερη διάρκεια ζωής. Η αγάπη του Aldarion για τη θάλασσα τελικά προκάλεσε ρήξη ανάμεσα στο ζευγάρι και χώρισαν. Η ιστορία του γάμου και της αποξένωσής τους επέζησε από την Καταστροφή του Númenor ως "Aldarion and Erendis" ή "The Mariner's Wife". Βασίλεψε για 192 χρόνια και παρέδωσε το Σκήπτρο στην κόρη του, Tar-Ancalimë. Aldarion σημαίνει "Γιος των Δέντρων" στην Quenya.


O Ταρ-Αλντάριον ονομαζόταν "Ο Ναυτικός" και η πρώτη του αγάπη ήταν η θάλασσα, ενώ ήταν ήδη μεγάλος εξερευνητής πριν γίνει βασιλιάς. Έκανε αρκετά ταξίδια στη Μέση-Γη και είχε επαφή με τον Γκιλ-γκάλαντ στο βασίλειό του στα Γκρίζα Λιμάνια, κάνοντας φιλία και συμμαχία μαζί του. Δημιούργησε επίσης το Βινυαλόντε, το ζωτικής σημασίας λιμάνι των Νουμενόριανς στη Μέση-Γη. Επίσης κατασκεύασε το μεγάλο λιμάνι του Λοντ Ντάερ στον ποταμό Γκουαθλό και, υπό τη βασιλεία του, ξεκίνησε η αποδάσωση των Ενεντγουέιθ και Μινχίριαθ.

Ερέντις

Η Erendis, επίσης γνωστή ως η Γυναίκα του Ναυτικού, ήταν η δυστυχισμένη και αργότερα αποξενωμένη σύζυγος του Tar-Aldarion, του έκτου βασιλιά του Númenor από το 883 ως το 1075 της Δεύτερης Εποχής. Ήταν από μια οικογένεια κατώτερης θέσης από αυτή του Tar-Aldarion, έτσι είχε μικρότερη διάρκεια ζωής από εκείνον. Ο λαός του Númenor της έδωσε το όνομα Tar-Elestirnë, η Κυρά με το Αστρο-μέτωπο, διότι φορούσε στο μέτωπο το διαμάντι που της χάρισε ο Aldarion.

 
Οι γονείς της Ερέντις ήταν ο Μπέρεγκαρ και η Νούνεθ, οι οποίοι προέρχονταν από ένα μικρό παρακλάδι της αριστοκρατίας του Νούμενορ από τον Οίκο του Μπέορ. Η καταγωγή αυτή ήταν μικρότερης θέσης από εκείνης του βασιλικού οίκου, επιβάλλοντάς της έτσι μια συντομότερη διάρκεια ζωής. Η ίδια και οι γονείς της ζούσαν στη περιοχή Εμέριε στο
Νούμενορ, την οποία η Ερέντις αγαπούσε πολύ.

Αντούνιε

To Andúnië ήταν μια σημαντική πόλη και λιμάνι στο δυτικό μέρος της Νήσου του Númenor. Βρισκόταν στον Κόλπο του Andúnië στην περιοχή Andustar. Ήταν μία από τις κυριότερες πόλεις του Númenor και ήταν περισσότερο γνωστό ως το λιμάνι όπου τα Ξωτικά του Tol Eressëa κατέφταναν πιο συχνά για να επισκεφτούν τους Númenóreans. Andúnië σημαίνει "Ηλιοβασίλεμα" στην Quenya.


Το Αντούνιε βρισκόταν στον Κόλπο του Αντούνιε στην περιοχή Άντουσταρ και ήταν το σπίτι των Αρχόντων του Αντούνιε, οι οποίοι κατάγονταν από τον Βαλάντιλ, και που ήταν φημισμένοι και αξιοσέβαστοι ευγενείς του Νούμενορ, καθώς και μέλη του Συμβουλίου του Σκήπτρου. Εκεί, στην πόλη-λιμάνι, έφταναν τα Ξωτικά του Τολ Ερεσσέα φέρνοντας δώρα στους Νουμενόριανς, σε μια εποχή προτού πέσει η Σκιά πάνω στο Νούμενορ. Μέρος της πόλης βρισκόταν δίπλα στην ακτή, αλλά πολλές κατοικίες βρίσκονταν στις παρυφές των πλαγιών. Ο κεντρικός δρόμος του Νούμενορ, ο οποίος περνούσε από τη Ρόμεννα προς τα δυτικά και μέσα από το Αρμένελος, συνέχιζε ως το Αντούνιε. Την περίοδο μετά τον Βασιλιά Ταρ-Ανκάλιμον, το Αντούνιε έγινε λιμένας των Πιστών.

Αρμένελος

Το Armenelos, επίσης γνωστό ως "Armenelos το Χρυσό" και "Η Πόλη των Βασιλέων", ήταν η πρωτεύουσα και, αργότερα, η μεγαλύτερη πόλη του Númenor. Εκεί βρισκόταν το βασιλικό παλάτι, ο Οίκος του Βασιλιά, που αναφέρεται ότι χτίστηκε με τη βοήθεια των Maiar. Επιπλέον, εκεί έχτισε ο Sauron τον Ναό για την λατρεία του Melkor. Armenelos σημαίνει "Βασιλικό Ουράνιο Φρούριο" στην Quenya, ενώ στην Adûnaic το όνομα είναι Ar-Minalêth, έχοντας την ίδια σημασία.


Το Αρμένελος ιδρύθηκε στο τέλος της Πρώτης Εποχής ή στην πρώιμη Δεύτερη Εποχή, όταν οι Εντάιν μετανάστευσαν για πρώτη φορά στο νησί. Βρισκόταν σε ένα λόφο στο κεντρο-ανατολικό Νούμενορ, στην περιοχή Άραντορ, τη Γη του Βασιλιά, κοντά στο Μενελτάρμα και στο Λιμάνι της Ρόμεννα. Στο  Αρμένελος βρισκόταν το βασιλικό παλάτι, γνωστό ως Οίκος του Βασιλιά, που φέρεται να χτίστηκε με τη βοήθεια των Μάιαρ, οι οποίοι δίδαξαν τους Εντάιν πριν την επίσημη ίδρυση του Νούμενορ. Η ολοκλήρωσή του, μαζί με τη στέψη του Έλρος Ταρ-Μινυάτουρ ως πρώτου Βασιλιά του Νούμενορ το έτος 32 της Δεύτερης Εποχής, σηματοδότησαν την αρχή του Βασιλείου του Νούμενορ. Σε μεταγενέστερους χρόνους το Αρμένελος έγινε η μεγαλύτερη πόλη του νησιού καθώς το Αντούνιε παρήκμαζε. Kαταστράφηκε, μαζί με το υπόλοιπο Νούμενορ, το έτος 3319 της Δεύτερης Εποχής κατά την Πτώση του Νούμενορ και τον ανασχηματισμό της Άρντα.

Ούινεν

H Uinen, γνωστή και ως η Κυρά της Θάλασσας, ήταν μια Maia στις υπηρεσίες του Ulmo, η σύζυγος του Maia Ossë και η προστάτιδα όλων των ναυτικών. Αγαπούσε και προστάτευε όλα τα πλάσματα που ζούσαν στη θάλασσα και έφερνε ήρεμες θάλασσες. Μπορούσε να ηρεμήσει τα θορυβώδη κύματα του Ossë και γι 'αυτό αγαπήθηκε από τους ναυτικούς. Λέγεται ότι τα μαλλιά της απλώνονταν σε όλη την επιφάνεια του νερού. Oι Númenóreans την τιμούσαν ευλαβικά ισάξια με τους Valar.


Στις αρχαίες ημέρες της Άρντα, ο Όσσε παρασυρόμενος από τον Μέλκορ και τις ψεύτικες υποσχέσεις του, επαναστάτησε εναντίον του Κυρίου του, του Oύλμο, του Άρχοντα των Υδάτων. Άρχισε να δημιουργεί αδικαιολόγητες καταιγίδες οι οποίες έκαναν το ταξίδι στη θάλασσα ιδιαίτερα επικίνδυνο, ενώ οι μανιασμένες καταιγίδες που έφταναν στην ξηρά δημιουργούσαν πολλές καταστροφές. Η Ούινεν βοήθησε τον Όσσε να επιστρέψει στις υπηρεσίες του Oύλμο, περιορίζοντάς τον και φέρνοντάς τον ενώπιόν του. Μετά από αυτό, ο Όσσε συγχωρέθηκε κι έμεινε πιστός από τότε και στο εξής στους Βάλαρ. O Oύλμο ανέθεσε στους Μάιαρ Ούινεν και Όσσε την διοίκηση των κυμάτων και των κινήσεων των Εσωτερικών Θαλασσών. Επιπλέον, από τότε, η Ούινεν ήταν εκείνη που συγκρατούσε τη βία του συζύγου της στις θάλασσες και στις ακτές.

Το Σκήπτρο της Αννούμινας

Το Σκήπτρο της Annúminas ήταν το κύριο σύμβολο της εξουσίας των Βασιλέων του Βορείου Βασιλείου της Arnor, στο Eriador στην Μέση-Γη, κατά τη διάρκεια της Τρίτης Εποχής. Ήταν μια ασημένια ράβδος και υπήρξε αρχικά το σύμβολο του αξιώματος των Αρχόντων του Andúnië στο Númenor. Επέζησε από την Πτώση και κρατούταν από τους βασιλείς της Arnor για όσο κράτησε το Βασίλειο. Μετά τη διαίρεση του Βορείου Βασιλείου περνούσε από γενιά σε γενιά στους Βασιλείς του Arthedain και στους απογόνους τους, τους Αρχηγούς των Dúnedain. Ονομάστηκε Σκήπτρο της Annúminas διότι οι Βασιλείς της Arnor αρχικώς κυβερνούσαν από την πόλη της Annúminas, τον Πύργο της Δύσης.

 
Το Σκήπτρο της Αννούμινας ήταν μια ασημένια ράβδος που αρχικά κρατούσαν οι Άρχοντες του Αντούνιε στο Νούμενορ, και δημιουργήθηκε σύμφωνα με το Σκήπτρο των Βασιλέων του
Νούμενορ. Το Σκήπτρο των Βασιλέων χάθηκε με τον Αρ-Φαραζόν στην Καταστροφή του Νούμενορ το 3319 της Δεύτερης Εποχής, αλλά ο Ελέντιλ, ο τελευταίος Άρχοντας του Αντούνιε, πήρε το Σκήπτρο των Αρχόντων του Αντούνιε μαζί του όταν δραπέτευσε από το Νούμενορ και, ερχόμενος στη Μέση-Γη, ίδρυσε τα βασίλεια της Γκόντορ και της Άρνορ.

Σιλμάριεν

Η Silmariën ήταν το πρώτο παιδί του Tar-Elendil, του τέταρτου Βασιλιά του Númenor, και η μητέρα του Valandil, του πρώτου Άρχοντα του Andúnië. Το όνομα Silmariën είναι στην Quenya και, αν και δεν αποδίδεται καμία μετάφραση, πιθανότατα σημαίνει "Ασημένια Κόρη".

 
Η Σιλμάριεν ήταν το μεγαλύτερο παιδί του βασιλιά Ταρ-Ελέντιλ. Τα άλλα αδέλφια της ήταν η Ισίλμε και ο Μενέλντουρ. Εκείνο τον καιρό οι γυναίκες δεν είχαν τη δυνατότητα να κυβερνήσουν, έτσι όταν ο Ταρ-Ελέντιλ παραιτήθηκε του σκήπτρου, τον θρόνο ανέλαβε ο μικρότερος αδερφός της, ο Ταρ-Μενέλντουρ. Μετά το γάμο της με τον Έλαταν απέκτησαν ένα γιο, τον Βαλάντιλ, ο οποίος έγινε ο πρώτος Άρχοντας του Αντούνιε.


Ανάριον

O Anárion ήταν ο νεότερος γιος του Elendil, του Υψηλού Βασιλέα της Gondor και της Arnor. Ο ίδιος και ο αδελφός του ο Isildur διοίκησαν από κοινού την Gondor στο Νότο, ενώ ο πατέρας τους κατοικούσε στην Arnor στο Βορρά. Μετά το θάνατο του πατέρα του στην Πολιορκία του Barad-dûr και τον θάνατο του Isildur στην Πανωλεθρία των Gladden Fields, η βασιλεία της Gondor συνεχίστηκε από τη γραμμή γενεάς του Anárion, αρχίζοντας με τον γιο του, τον Meneldil, ο οποίος ήταν το τελευταίο άτομο που γεννήθηκε στο Númenor πριν από την Πτώση του. Anárion στην Quenya σημαίνει "Γιος του Ήλιου".

 
Ο Ανάριον γεννήθηκε το 3219 της Δεύτερης Εποχής στο Νούμενορ και μαζί με τον Ισίλντουρ ζούσαν στην ανατολική ακτή του νησιού. Ο πατέρας τους ήταν ο Ελέντιλ, ο γιος του Αμάντιλ, του Άρχοντα του Αντούνιε. Μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό του, ήταν οι ηγέτες των Πιστών, της μειοψηφίας των Νουμενόριανς που αντιστάθηκαν στην σκοτεινή κυριαρχία του βασιλιά Αρ-Φαραζόν και του συμβούλου του, του Σάουρον, ο οποίος είχε καταφέρει να διχάσει και να διαφθείρει τους Νουμενόριανς, εκμεταλλευόμενος την επιθυμία τους για αθανασία.
Καθώς η επιρροή του Σάουρον αυξανόταν, οι Πιστοί άρχισαν να ετοιμάζονται για να φύγουν απ' το Νούμενορ. Γέμισαν τα πλοία τους με τα υπάρχοντά τους καθώς και με πολύτιμα αντικείμενα, όπως τα Παλαντίρι, πέτρες που δόθηκαν στους Άρχοντες του Αντούνιε από τα Ξωτικά του Τολ Ερέσσεα, το Σκήπτρο της Αννούμινας, το Δαχτυλίδι του Μπάραχιρ, το Νάρσιλ που κράτησε ο Ελέντιλ ως σπαθί του, και ένα βλαστάρι του Νίμλοθ, του Λευκού Δέντρου του Νούμενορ.

Εντάιν

Οι Edain, που είναι επίσης γνωστοί ως Atanatári, oι Πατέρες των Ανθρώπων, ήταν μια ομάδα Ανθρώπων που ήρθαν στο Beleriand από την Ανατολή, κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας της Angband στην Πρώτη Εποχή, κι έγιναν στενοί σύμμαχοι των Ξωτικών. Ήταν οι πρόγονοι των Númenóreans, των Υψηλών Ανθρώπων της Δεύτερης Εποχής.  Edain είναι ο πληθυντικός της λέξης Adan (σε Quenya Atani, Atan) που σημαίνει "Άνθρωπος" στη Sindarin. Κυριολεκτικά σημαίνει Δεύτερος Λαός, και αναφερόταν αρχικά σε όλους τους Ανθρώπους, αλλά αργότερα εφαρμοζόταν μόνο στους Ανθρώπους του Beleriand και στους απογόνους τους. Ο όρος Atani της Quenya κράτησε την παλιά έννοια του

 
Οι Εντάιν ήταν ψηλοί, όμορφοι και ισχυροί. Είχαν ευγενή πνεύματα, ήταν δυνατοί στον πόλεμο και απέφευγαν κάθε επαφή με το κακό. Στο Μπελέριαντ αγάπησαν τους Έλνταρ, από τους οποίους έλαβαν γνώση, ενώ εξευγενίστηκαν ακόμη περισσότερο από τις δύο ενώσεις μεταξύ Έλντα και Άνταν: αυτή των Μπέρεν και Λούθιεν, κι εκείνη των Τούορ και Ίντριλ. Η διάρκεια ζωής των Εντάιν πριν από την είσοδό τους στο Μπελέριαντ ήταν πιθανώς γύρω στα 70 χρόνια. Στο Μπελέριαντ αυξήθηκε στα 90, αλλά μερικοί Εντάιν έφτασαν και σε μεγαλύτερη ηλικία. Η γλώσσα τους (τουλάχιστον εκείνων του πρώτου και του τρίτου Οίκου) σχετιζόταν με την Αντουνάικ, αλλά στο Μπελέριαντ, το μεγαλύτερο μέρος των Εντάιν μιλούσε τη Σίνταριν, κι έτσι η γλώσσα των Χαλάντιν ήταν ξένη προς αυτούς. 

Έλρος

O Elros, επίσης γνωστός ως Elros Tar-Minyatur και Elros ο Μισο-Ξωτικός, ήταν ο γιος του Eärendil, του μεγάλου ήρωα της Πρώτης Εποχής, και της Elwing, ο δίδυμος αδελφός του Elrond και ο θείος των Elladan, Elrohir και Arwen Undómiel. Είχε ισχυρή φιλία με τα Ξωτικά, από τα οποία καταγόταν κατά το ήμισυ. Επιλέγοντας να ζήσει σαν θνητός Άνθρωπος, έγινε άρχοντας των Edain και ο πρώτος βασιλιάς του Númenor, λαμβάνοντας το όνομα Tar-Minyatur, ο Υψηλός Ηγεμόνας. Ήταν ο πρόγονος μιας μεγάλης γραμμής βασιλιάδων, απόγονος του οποίου ήταν ο Aragorn II Elessar. Elros σημαίνει "Αστροαφρός" στη Sindarin, ενώ το όνομά του στην Quenya είναι Elerossë.

 
Ο Έλρος και ο Έλροντ γεννήθηκαν στα Λιμάνια του Σίριον στις πιο σκοτεινές ημέρες της Πρώτης Εποχής, όταν οι δυνάμεις του Μόργκοθ ελέγχανε το μεγαλύτερο μέρος του Μπελέριαντ. Όταν τα δίδυμα ήταν μόλις έξι ετών, οι Γιοί του Φέανορ, δεσμευμένοι από τον Όρκο τους, επιτέθηκαν στα Λιμάνια διαπράττοντας την Τρίτη Αδελφοκτονία, διότι επιθυμούσαν το Σίλμαριλ και το Ναουγκλάμιρ που κατείχε ο Εαρέντιλ. Ο ίδιος ήταν στη θάλασσα, ενώ η Έλγουινγκ πρόλαβε και δραπέτευσε με το Ναουγκλάμιρ.

Ντουνεντάιν

Οι Dúnedain (ενικός Dúnadan), οι Άνθρωποι της Δύσης, ήταν Άνθρωποι που κατάγονταν από τους Númenóreans που επέζησαν από την Πτώση του βασιλείου της Νήσου του Númenor και μετανάστευσαν στο Eriador στη Μέση-Γη, οδηγούμενοι αρχικά από τον Elendil και τους γιους του, Isildur και Anárion. Εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Gondor και την Arnor. Ο όρος Dúnedain προσδιορίζεται ως οι "Edain της Δύσης", δηλαδή οι Númenoreans, αν και ο όρος προήλθε από τους Ανθρώπους του Βασιλιά και υποδήλωνε ειδικά τους απογόνους των Elendili, των Númenorean αποίκων στην Arnor και την Gondor (οι Dúnedain του Βορρά και οι Dúnedain του Νότου).


Οι Ντουνεντάιν ήταν ανώτεροι από τους άλλους Ανθρώπους της Μέσης-Γης σε σώμα και πνεύμα. Ήταν ψηλοί, με σκούρα μαλλιά, χλωμό δέρμα και γκρίζα μάτια. Επιπλέον, οι Ντουνεντάιν, ιδιαίτερα εκείνοι της υψηλής τάξης, διέθεταν μεγάλη σοφία και αντίληψη. Επωφελήθηκαν από μεγάλη διάρκεια ζωής (οι απευθείας απόγονοι των Ντουνεντάιν είναι γνωστό ότι ζούσαν μέχρι και τρεις φορές περισσότερο από τους υπόλοιπους Ανθρώπους) και μπορούσαν να διατηρούν τη νεότητά τους μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Άμαν

Το Aman (σε Quenya "Ευλογημένο Βασίλειο") ήταν μια ήπειρος που βρισκόταν δυτικά της Μέσης-Γης, πέρα από τον μεγάλο ωκεανό Belegaer. Περιελάμβανε το Valinor, το σπίτι των Valar και των τριών φυλών των Ξωτικών: των Vanyar, μερικών από τους Noldor και μερικών από τους Teleri. Το Tol Eressëa βρισκόταν ακριβώς έξω από την ανατολική ακτή.

 
Μετά την καταστροφή του Άλμαρεν στους πολύ αρχαίους καιρούς της Άρντα, οι Βάλαρ κατέφυγαν στη μεγάλη ήπειρο του Άμαν, στην μακρινή δύση της Άρντα. Η ήπειρος του Άμαν είχε μεγάλους ωκεανούς και στις δύο πλευρές, την Εκκάια στα δυτικά και τη Μπελέγκαερ προς τα ανατολικά. Επιδιώκοντας να απομονωθούν, αλλά και επειδή χρειάζονταν μια άμυνα εναντίον του Μέλκορ, ύψωσαν στην ανατολική ακτή τα Πελόρι, τα ψηλότερα βουνά στη γη, των οποίων το Τανίκουετιλ ήταν το ψηλότερο όλων. Πάνω στην κορυφή αυτή ήταν οι θρόνοι των Μάνγουε και Βάρντα. Επιπλέον τοποθέτησαν τις Μαγεμένες Νήσους στον ωκεανό για να εμποδίσουν τους ταξιδιώτες να φτάσουν στο Άμαν μέσω θαλάσσης.

Λίντον

To Lindon (σε Quenya "Η Γη των Τραγουδιστών") ήταν ένα Βασίλειο των Ξωτικών που ιδρύθηκε από τον Gil-galad στην αρχή της Δεύτερης Εποχής. Ήταν το παλαιότερο Βασίλειο των Eldar στην ιστορία της Μέσης-Γης, και το ισχυρότερο σε ολόκληρη την Δεύτερη Εποχή. Διοικούταν από τον ιδρυτή του, τον Gil-galad, τον Υψηλό Βασιλιά των Ñoldor, ο οποίος ήταν ο δυνατότερος και ο πιο ισχυρός εχθρός του Sauron στη Μέση-Γη κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Εποχής. Το Βασίλειο επέζησε και στην Τρίτη Εποχή, και εκεί βρίσκονταν τα Γκρίζα Λιμάνια, όπου τα Ξωτικά, όπως επίσης και οι Δαχτυλιδοκουβαλητές, έπλευσαν για το Valinor.


Το όνομα Λίντον χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους εξόριστους Νόλντορ για την περιοχή του Οσσίριαντ. Το Λίντον ήταν το μόνο μέρος του Μπελέριαντ που επέζησε του Πολέμου της Οργής, καθώς το υπόλοιπο της γης έσπασε ή βυθίστηκε. Η Μπελέγκαερ, ωστόσο, η Μεγάλη Θάλασσα, έσπασε μέσα από την οροσειρά, δημιουργώντας έτσι τον Κόλπο του Λούν. Πολλά από τα σωζόμενα Ξωτικά του καταποντισμένου Μπελέριαντ, ιδιαίτερα οι εξόριστοι Νόλντορ, μεταφέρθηκαν στο Λίντον από την έναρξη της Δεύτερης Εποχής, όπου διοικούσε ο Γκιλ-γκάλαντ.

Tο Λευκό Δέντρο της Γκόντορ

To Λευκό Δέντρο της Gondor στεκόταν ως σύμβολο της Gondor στην Αυλή του Συντριβανιού στη Minas Tirith. O προκάτοχός του ήταν ένα δεντρύλλιο του Nimloth που ήταν φυτεμένο στη Minas Ithil και που καταστράφηκε πριν το τέλος της Δεύτερης Εποχής. Το Λευκό Δέντρο εμφανίζεται επίσης στο Οικόσημο του Elendil, στη σημαία της Gondor.


Tο πρώτο Λευκό Δέντρο της Γκόντορ προήλθε από το φυντάνι του δέντρου Νίμλοθ, το Λευκό Δέντρο του Νούμενορ, το οποίο κατάφερε να το πάρει ο Ισίλντουρ με μεγάλο προσωπικό κίνδυνο, προτού εκείνο καταστραφεί σε επιμονή του Σάουρον. Κατά το εγχείρημά του αυτό ο Ισίλντουρ τραυματίστηκε βαριά και έφτασε κοντά στον θάνατο, όταν όμως βγήκε το πρώτο φυλλαράκι την άνοιξη, ο ίδιος θεραπεύτηκε από τα τραύματά του.

Μπελέγκαερ

Η Belegaer, η Μεγάλη Θάλασσα, ήταν η θάλασσα της Arda που βρισκόταν δυτικά της Μέσης-Γης. Το όνομα είναι στη Sindarin από τις λέξεις beleg = δυνατός και aer = θάλασσα, ενώ στην Quenya είναι Alatairë και δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ στην κύρια γραφή.


Πριν τη Δεύτερη Εποχή, η Μπελέγκαερ επεκτάθηκε στο Βορρά απ' το Άνοιγμα του Ίλμεν, όπου μια γέφυρα από πάγο, γνωστή ως Χελκαράξε, ένωνε τη Μέση-Γη με το Άμαν. Η Μπελέγκαερ ήταν στενότερη στο βορρά από ό,τι στο νότο, με το φαρδύτερο μέρος της να είναι κοντά στον ισημερινό της Άρντα.