Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα edain. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα edain. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Χάλεθ

H Haleth η Κυνηγός ήταν η κόρη του Haldad, του αρχηγού των Haladin (ένας από τους τρείς Οίκους των Edain), και η δίδυμη αδελφή του Haldar. Όταν έφτασε η ώρα πήρε τη θέση του πατέρα της κι έγινε η ηγέτης των Haladin. Το όνομα Haleth δεν έχει καμία γνωστή σημασία.


Το 375 της Πρώτης Εποχής, οι Χαλάντιν διέσχισαν τα Γαλάζια Βουνά κι εγκαταστάθηκαν στο Θαργκέλιον, τη γη του Ξωτικού Πρίγκηπα Καράνθιρ, στο Ανατολικό Μπελέριαντ. Αφότου ο πατέρας της κι ο δίδυμος αδελφός της, ο Χάλνταρ, σκοτώθηκαν σε μια επιδρομή των Ορκς, η Χάλεθ έγινε η αρχηγός του Οίκου. Κράτησε τους ανθρώπους της ζωντανούς για επτά ημέρες, έως ότου ο Καράνθιρ κατέφτασε με ενισχύσεις κι έδιωξαν τα Ορκς. Εντυπωσιασμένος ο Καράνθιρ από την γενναιότητά της, έκανε την μεγάλη τιμή στην Χάλεθ να προσφέρει στους ανθρώπους της γη στο βορρά, υπό την προστασία των Έλνταρ. Η ίδια, ωστόσο, από περηφάνια κι από επιθυμία να παραμείνει ανεξάρτητη, απέρριψε τη γενναιόδωρη προσφορά και, συγκεντρώνοντας ό,τι απέμεινε από τον λαό της μετά την πολιορκία των Ορκς, τους οδήγησε στο Έστολαντ.

Αντούνιε

To Andúnië ήταν μια σημαντική πόλη και λιμάνι στο δυτικό μέρος της Νήσου του Númenor. Βρισκόταν στον Κόλπο του Andúnië στην περιοχή Andustar. Ήταν μία από τις κυριότερες πόλεις του Númenor και ήταν περισσότερο γνωστό ως το λιμάνι όπου τα Ξωτικά του Tol Eressëa κατέφταναν πιο συχνά για να επισκεφτούν τους Númenóreans. Andúnië σημαίνει "Ηλιοβασίλεμα" στην Quenya.


Το Αντούνιε βρισκόταν στον Κόλπο του Αντούνιε στην περιοχή Άντουσταρ και ήταν το σπίτι των Αρχόντων του Αντούνιε, οι οποίοι κατάγονταν από τον Βαλάντιλ, και που ήταν φημισμένοι και αξιοσέβαστοι ευγενείς του Νούμενορ, καθώς και μέλη του Συμβουλίου του Σκήπτρου. Εκεί, στην πόλη-λιμάνι, έφταναν τα Ξωτικά του Τολ Ερεσσέα φέρνοντας δώρα στους Νουμενόριανς, σε μια εποχή προτού πέσει η Σκιά πάνω στο Νούμενορ. Μέρος της πόλης βρισκόταν δίπλα στην ακτή, αλλά πολλές κατοικίες βρίσκονταν στις παρυφές των πλαγιών. Ο κεντρικός δρόμος του Νούμενορ, ο οποίος περνούσε από τη Ρόμεννα προς τα δυτικά και μέσα από το Αρμένελος, συνέχιζε ως το Αντούνιε. Την περίοδο μετά τον Βασιλιά Ταρ-Ανκάλιμον, το Αντούνιε έγινε λιμένας των Πιστών.

Αρμένελος

Το Armenelos, επίσης γνωστό ως "Armenelos το Χρυσό" και "Η Πόλη των Βασιλέων", ήταν η πρωτεύουσα και, αργότερα, η μεγαλύτερη πόλη του Númenor. Εκεί βρισκόταν το βασιλικό παλάτι, ο Οίκος του Βασιλιά, που αναφέρεται ότι χτίστηκε με τη βοήθεια των Maiar. Επιπλέον, εκεί έχτισε ο Sauron τον Ναό για την λατρεία του Melkor. Armenelos σημαίνει "Βασιλικό Ουράνιο Φρούριο" στην Quenya, ενώ στην Adûnaic το όνομα είναι Ar-Minalêth, έχοντας την ίδια σημασία.


Το Αρμένελος ιδρύθηκε στο τέλος της Πρώτης Εποχής ή στην πρώιμη Δεύτερη Εποχή, όταν οι Εντάιν μετανάστευσαν για πρώτη φορά στο νησί. Βρισκόταν σε ένα λόφο στο κεντρο-ανατολικό Νούμενορ, στην περιοχή Άραντορ, τη Γη του Βασιλιά, κοντά στο Μενελτάρμα και στο Λιμάνι της Ρόμεννα. Στο  Αρμένελος βρισκόταν το βασιλικό παλάτι, γνωστό ως Οίκος του Βασιλιά, που φέρεται να χτίστηκε με τη βοήθεια των Μάιαρ, οι οποίοι δίδαξαν τους Εντάιν πριν την επίσημη ίδρυση του Νούμενορ. Η ολοκλήρωσή του, μαζί με τη στέψη του Έλρος Ταρ-Μινυάτουρ ως πρώτου Βασιλιά του Νούμενορ το έτος 32 της Δεύτερης Εποχής, σηματοδότησαν την αρχή του Βασιλείου του Νούμενορ. Σε μεταγενέστερους χρόνους το Αρμένελος έγινε η μεγαλύτερη πόλη του νησιού καθώς το Αντούνιε παρήκμαζε. Kαταστράφηκε, μαζί με το υπόλοιπο Νούμενορ, το έτος 3319 της Δεύτερης Εποχής κατά την Πτώση του Νούμενορ και τον ανασχηματισμό της Άρντα.

Χιλντόριεν

Tο Hildórien ήταν η γη ανατολικά της Μέσης-Γης όπου ξύπνησαν οι πρώτοι Άνθρωποι (ή Hildor, οι Ακόλουθοι, όνομα που δόθηκε στους Ανθρώπους από τα Ξωτικά) κατά το πρώτο έτος της Πρώτης Εποχής των Χρόνων του Ηλίου. Βρισκόταν νοτιοανατολικά της Cuiviénen, όπου ξύπνησαν τα Ξωτικά, και πάντα έβλεπε στην Ανατολική Θάλασσα. Hildórien σημαίνει στην Quenya "Η Γη των Ακολούθων".


Στο The Book of Lost Tales αναφέρεται ότι οι Άνθρωποι ξύπνησαν σε μια κρυμμένη κοιλάδα που ονομάζεται Μουρμενάλντα (Murmenalda, η Κοιλάδα του Ύπνου). Ήταν περικυκλωμένη από βουνά και περιγράφεται ως ιερή, γεμάτη από γλυκά αρώματα, μυρωδιές και τραγούδια αηδονιών, με την ομορφιά της να είναι συγκρίσιμη με αυτή του Βάλινορ. Επίσης ήταν γεμάτη από κοιμισμένες φιγούρες. Ανακαλύφθηκε από το Ξωτικό Νούιν, όταν εκείνος βρήκε ένα πέρασμα μέσα από τα βουνά και σχεδόν λιποθύμησε από την ομορφιά που αντίκρυσε. Μπερδεμένος από τους Κοιμωμένους, ο Νούιν επισκεπτόταν την κοιλάδα συχνά για να τους παρακολουθήσει, μέχρι που, ορμώμενος από περιέργεια, ξύπνησε το πρώτο ζευγάρι.

Εντάιν

Οι Edain, που είναι επίσης γνωστοί ως Atanatári, oι Πατέρες των Ανθρώπων, ήταν μια ομάδα Ανθρώπων που ήρθαν στο Beleriand από την Ανατολή, κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας της Angband στην Πρώτη Εποχή, κι έγιναν στενοί σύμμαχοι των Ξωτικών. Ήταν οι πρόγονοι των Númenóreans, των Υψηλών Ανθρώπων της Δεύτερης Εποχής.  Edain είναι ο πληθυντικός της λέξης Adan (σε Quenya Atani, Atan) που σημαίνει "Άνθρωπος" στη Sindarin. Κυριολεκτικά σημαίνει Δεύτερος Λαός, και αναφερόταν αρχικά σε όλους τους Ανθρώπους, αλλά αργότερα εφαρμοζόταν μόνο στους Ανθρώπους του Beleriand και στους απογόνους τους. Ο όρος Atani της Quenya κράτησε την παλιά έννοια του

 
Οι Εντάιν ήταν ψηλοί, όμορφοι και ισχυροί. Είχαν ευγενή πνεύματα, ήταν δυνατοί στον πόλεμο και απέφευγαν κάθε επαφή με το κακό. Στο Μπελέριαντ αγάπησαν τους Έλνταρ, από τους οποίους έλαβαν γνώση, ενώ εξευγενίστηκαν ακόμη περισσότερο από τις δύο ενώσεις μεταξύ Έλντα και Άνταν: αυτή των Μπέρεν και Λούθιεν, κι εκείνη των Τούορ και Ίντριλ. Η διάρκεια ζωής των Εντάιν πριν από την είσοδό τους στο Μπελέριαντ ήταν πιθανώς γύρω στα 70 χρόνια. Στο Μπελέριαντ αυξήθηκε στα 90, αλλά μερικοί Εντάιν έφτασαν και σε μεγαλύτερη ηλικία. Η γλώσσα τους (τουλάχιστον εκείνων του πρώτου και του τρίτου Οίκου) σχετιζόταν με την Αντουνάικ, αλλά στο Μπελέριαντ, το μεγαλύτερο μέρος των Εντάιν μιλούσε τη Σίνταριν, κι έτσι η γλώσσα των Χαλάντιν ήταν ξένη προς αυτούς. 

Ντουνεντάιν

Οι Dúnedain (ενικός Dúnadan), οι Άνθρωποι της Δύσης, ήταν Άνθρωποι που κατάγονταν από τους Númenóreans που επέζησαν από την Πτώση του βασιλείου της Νήσου του Númenor και μετανάστευσαν στο Eriador στη Μέση-Γη, οδηγούμενοι αρχικά από τον Elendil και τους γιους του, Isildur και Anárion. Εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Gondor και την Arnor. Ο όρος Dúnedain προσδιορίζεται ως οι "Edain της Δύσης", δηλαδή οι Númenoreans, αν και ο όρος προήλθε από τους Ανθρώπους του Βασιλιά και υποδήλωνε ειδικά τους απογόνους των Elendili, των Númenorean αποίκων στην Arnor και την Gondor (οι Dúnedain του Βορρά και οι Dúnedain του Νότου).


Οι Ντουνεντάιν ήταν ανώτεροι από τους άλλους Ανθρώπους της Μέσης-Γης σε σώμα και πνεύμα. Ήταν ψηλοί, με σκούρα μαλλιά, χλωμό δέρμα και γκρίζα μάτια. Επιπλέον, οι Ντουνεντάιν, ιδιαίτερα εκείνοι της υψηλής τάξης, διέθεταν μεγάλη σοφία και αντίληψη. Επωφελήθηκαν από μεγάλη διάρκεια ζωής (οι απευθείας απόγονοι των Ντουνεντάιν είναι γνωστό ότι ζούσαν μέχρι και τρεις φορές περισσότερο από τους υπόλοιπους Ανθρώπους) και μπορούσαν να διατηρούν τη νεότητά τους μέχρι το τέλος της ζωής τους.