Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα lords of andunie. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα lords of andunie. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Αμάντιλ

Ο Amandil ήταν ο πατέρας του Elendil του Ψηλού, ο ηγέτης των Πιστών στο Númenor κι ο 18ος και τελευταίος Άρχοντας του Andúnie. Όπως και οι πρόγονοί του, ο Amandil ήταν ο ηγέτης των Πιστών, εκείνων των Ανθρώπων του Númenor που εξακολουθούσαν να αγαπούν τους Valar, σε αντίθεση με τους Βασιλείς. Η ζωή του ως Άρχοντας του Andúnie κι ως ένας από τους Πιστούς, δημιούργησε τους Υψηλούς Βασιλείς της Gondor και της Arnor, οι οποίοι επέζησαν μέσω των Dúnedain της Μέσης-Γης, φτάνοντας μέχρι τον Aragorn II. Μετά την Πτώση του Númenor, ο γιος του Amandil, ο Elendil, ίδρυσε τα Βασίλεια των Númenóreans στην Εξορία. Amandil σημαίνει "Αυτός που αγαπά το Aman" στην Quenya.

 
Όταν ήταν νέος, ο Αμάντιλ ήταν πολύ καλός φίλος του Αρ-Φαραζόν, ο οποίος - ως Βασιλιάς - τον κράτησε στο Συμβούλιό του. Ο
Αμάντιλ κέρδισε επίσης νωρίς την φήμη του ισχυρού ναυτικού, και τιμήθηκε από πολλούς λόγω της μεγάλης αριστοκρατίας του οίκου του. Ωστόσο, αφότου ο Αρ-Φαραζόν έπλευσε στη Μέση-Γη κι έπιασε αιχμάλωτο τον Σάουρον, ο υποτιθέμενος αιχμάλωτος κατάφερε και έφερε σταδιακά τον βασιλιά με το μέρος του. Βλέποντας τη χάρη που δόθηκε στον Σάουρον, όλοι οι Σύμβουλοι του Βασιλιά, εκτός από τον Αμάντιλ, άρχισαν να καλοπιάνουν τον πρώην αιχμάλωτο, ο οποίος άσκησε επιρροή στον Βασιλιά και τους οπαδούς του να αρχίσουν να λατρεύουν τον Μέλκορ. Ο Αμάντιλ αποδεσμεύτηκε από το Συμβούλιο και αποσύρθηκε στη Ρόμεννα, όπου συγκέντρωσε κρυφά όλους τους Πιστούς.

Αντούνιε

To Andúnië ήταν μια σημαντική πόλη και λιμάνι στο δυτικό μέρος της Νήσου του Númenor. Βρισκόταν στον Κόλπο του Andúnië στην περιοχή Andustar. Ήταν μία από τις κυριότερες πόλεις του Númenor και ήταν περισσότερο γνωστό ως το λιμάνι όπου τα Ξωτικά του Tol Eressëa κατέφταναν πιο συχνά για να επισκεφτούν τους Númenóreans. Andúnië σημαίνει "Ηλιοβασίλεμα" στην Quenya.


Το Αντούνιε βρισκόταν στον Κόλπο του Αντούνιε στην περιοχή Άντουσταρ και ήταν το σπίτι των Αρχόντων του Αντούνιε, οι οποίοι κατάγονταν από τον Βαλάντιλ, και που ήταν φημισμένοι και αξιοσέβαστοι ευγενείς του Νούμενορ, καθώς και μέλη του Συμβουλίου του Σκήπτρου. Εκεί, στην πόλη-λιμάνι, έφταναν τα Ξωτικά του Τολ Ερεσσέα φέρνοντας δώρα στους Νουμενόριανς, σε μια εποχή προτού πέσει η Σκιά πάνω στο Νούμενορ. Μέρος της πόλης βρισκόταν δίπλα στην ακτή, αλλά πολλές κατοικίες βρίσκονταν στις παρυφές των πλαγιών. Ο κεντρικός δρόμος του Νούμενορ, ο οποίος περνούσε από τη Ρόμεννα προς τα δυτικά και μέσα από το Αρμένελος, συνέχιζε ως το Αντούνιε. Την περίοδο μετά τον Βασιλιά Ταρ-Ανκάλιμον, το Αντούνιε έγινε λιμένας των Πιστών.

Αννούμινας

Η Annúminas ήταν κάποτε η πρωτεύουσα του Βασιλείου της Arnor. Η πόλη βρισκόταν στη νοτιοανατολική ακτή της λίμνης Nenuial, κοντά στην πηγή του ποταμού Baranduin (Brandywine). Στα νότια και στα δυτικά της Annúminas υπήρχαν οι Λόφοι του Evendim. Ήταν η έδρα των Βασιλέων της Arnor και ιδρύθηκε από τον ίδιο τον Υψηλό Βασιλιά Elendil. Annúminas σημαίνει "Πύργος της Δύσης" στη Sindarin.

 
Η Αννούμινας ιδρύθηκε από τον Ελέντιλ το 3320 της Δεύτερης Εποχής, λίγο μετά την άφιξή του στο Λίντον μετά την Καταστροφή του Νούμενορ. Με την ίδρυση της Άρνορ η πόλη έγινε η πρωτεύουσα του Βασιλείου για αρκετούς αιώνες. Φιλοξενούσε την Πέτρα της Αννούμινας, ένα από τα τρία Παλαντίρι του Βορείου Βασιλείου, καθώς και το Σκήπτρο της Αννούμινας, το οποίο ήταν αρχικά το ραβδί του αξιώματος των Αρχόντων του Αντούνιε στο
Νούμενορ, ένα κειμήλιο και σύμβολο της βασιλείας της Άρνορ.

Σιλμάριεν

Η Silmariën ήταν το πρώτο παιδί του Tar-Elendil, του τέταρτου Βασιλιά του Númenor, και η μητέρα του Valandil, του πρώτου Άρχοντα του Andúnië. Το όνομα Silmariën είναι στην Quenya και, αν και δεν αποδίδεται καμία μετάφραση, πιθανότατα σημαίνει "Ασημένια Κόρη".

 
Η Σιλμάριεν ήταν το μεγαλύτερο παιδί του βασιλιά Ταρ-Ελέντιλ. Τα άλλα αδέλφια της ήταν η Ισίλμε και ο Μενέλντουρ. Εκείνο τον καιρό οι γυναίκες δεν είχαν τη δυνατότητα να κυβερνήσουν, έτσι όταν ο Ταρ-Ελέντιλ παραιτήθηκε του σκήπτρου, τον θρόνο ανέλαβε ο μικρότερος αδερφός της, ο Ταρ-Μενέλντουρ. Μετά το γάμο της με τον Έλαταν απέκτησαν ένα γιο, τον Βαλάντιλ, ο οποίος έγινε ο πρώτος Άρχοντας του Αντούνιε.


Eλεντίλμιρ, Το Αστέρι του Ελέντιλ

Το Αστέρι του Elendil, αλλιώς Elendilmir, Αστέρι του Βορείου Βασιλείου και Αστέρι του Βορρά, ήταν το όνομα που δόθηκε σε δύο μεγαλειώδη λευκά πετράδια σε σχήμα αστεριού που συνδέθηκαν με τον Elendil και τη βασιλεία της Arnor. Και οι δύο αυτοί πολύτιμοι λίθοι είχαν τοποθετηθεί πάνω σε Mithril. Φορέθηκαν από τον Elendil και τους Κληρονόμους του και στη συνέχεια από τους αρχηγούς των Dúnedain στην Arnor.
 

Το πρώτο Ελεντίλμιρ

Το πρώτο κόσμημα χρονολογείται από τους πρώτους αιώνες του Νούμενορ και ανήκε στην Σιλμάριεν, την κόρη του Βασιλιά Ταρ-Ελέντιλ. Από αυτήν, πέρασε στους απογόνους της, τους Άρχοντες του Αντούνιε. Ο
μεγαλύτερος γιος του Αμάντιλ, του Άρχοντα του Αντούνιε, ο Ελέντιλ, διέφυγε της Πτώσης της Νούμενορ και έγινε Υψηλός Βασιλιάς των Ντουνεντάιν στη Μέση-Γη. Φορούσε το Αστέρι του Ελέντιλ στο μέτωπό του αντί για στέμμα, όπως έκανε και ο γιος του, ο Ισίλντουρ, μετά από αυτόν.

Ανάριον

O Anárion ήταν ο νεότερος γιος του Elendil, του Υψηλού Βασιλέα της Gondor και της Arnor. Ο ίδιος και ο αδελφός του ο Isildur διοίκησαν από κοινού την Gondor στο Νότο, ενώ ο πατέρας τους κατοικούσε στην Arnor στο Βορρά. Μετά το θάνατο του πατέρα του στην Πολιορκία του Barad-dûr και τον θάνατο του Isildur στην Πανωλεθρία των Gladden Fields, η βασιλεία της Gondor συνεχίστηκε από τη γραμμή γενεάς του Anárion, αρχίζοντας με τον γιο του, τον Meneldil, ο οποίος ήταν το τελευταίο άτομο που γεννήθηκε στο Númenor πριν από την Πτώση του. Anárion στην Quenya σημαίνει "Γιος του Ήλιου".

 
Ο Ανάριον γεννήθηκε το 3219 της Δεύτερης Εποχής στο Νούμενορ και μαζί με τον Ισίλντουρ ζούσαν στην ανατολική ακτή του νησιού. Ο πατέρας τους ήταν ο Ελέντιλ, ο γιος του Αμάντιλ, του Άρχοντα του Αντούνιε. Μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό του, ήταν οι ηγέτες των Πιστών, της μειοψηφίας των Νουμενόριανς που αντιστάθηκαν στην σκοτεινή κυριαρχία του βασιλιά Αρ-Φαραζόν και του συμβούλου του, του Σάουρον, ο οποίος είχε καταφέρει να διχάσει και να διαφθείρει τους Νουμενόριανς, εκμεταλλευόμενος την επιθυμία τους για αθανασία.
Καθώς η επιρροή του Σάουρον αυξανόταν, οι Πιστοί άρχισαν να ετοιμάζονται για να φύγουν απ' το Νούμενορ. Γέμισαν τα πλοία τους με τα υπάρχοντά τους καθώς και με πολύτιμα αντικείμενα, όπως τα Παλαντίρι, πέτρες που δόθηκαν στους Άρχοντες του Αντούνιε από τα Ξωτικά του Τολ Ερέσσεα, το Σκήπτρο της Αννούμινας, το Δαχτυλίδι του Μπάραχιρ, το Νάρσιλ που κράτησε ο Ελέντιλ ως σπαθί του, και ένα βλαστάρι του Νίμλοθ, του Λευκού Δέντρου του Νούμενορ.