Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα dunedain. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα dunedain. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Άρνορ

H Arnor, γνωστή και ως Βόρειο Βασίλειο, ήταν το βασίλειο των Dúnedain που βρισκόταν στη γη του Eriador στη Μέση-Γη. Ιδρύθηκε από τον Elendil μετά την διαφυγή του από τον Καταποντισμό του Numenor. Ήταν η αρχική έδρα του Υψηλού Βασιλιά της Arnor που κυβερνούσε τόσο την Arnor όσο και την Gondor. Συνδέθηκε με τους Υψηλούς Βασιλείς της Γραμμής του Elendil, η βασιλεία της οποίας αποκαταστάθηκε με την στέψη του Εlessar, μετά τον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού, στο ξεκίνημα της Τέταρτης Εποχής. Arnor σημαίνει "Γη του Βασιλιά" στη Sindarin.

Η Άρνορ ιδρύθηκε το 3320 της Δεύτερης Εποχής από τον Ελέντιλ, ενώ οι γιοί του, Ισίλντουρ και Ανάριον, ίδρυσαν το νότιο βασίλειο της Γκόντορ την ίδια εποχή. Και τα δύο βασίλεια είναι γνωστά ως "Τα Βασίλεια των Ντουνεντάιν στην Εξορία". Στις μέρες της δόξας της, η Άρνορ περιλάμβανε σχεδόν ολόκληρη την περιοχή του Ερίαντορ μεταξύ των ποταμών Μπρούινεν και Γκουαθλό στα ανατολικά (ανατολικά των οποίων ήταν το Ρίβεντελ), και τον Λούν στα δυτικά (δυτικά του οποίου ήταν το Λίντον). Περιλάμβανε επίσης το Μπρι και την περιοχή που αργότερα θα γινόταν γνωστή ως Σάιρ. Ο πληθυσμός της Άρνορ περιλάμβανε τους Ντουνεντάιν στις δυτικές κεντρικές περιοχές και τους μικτούς ή αυτόχθονες πληθυσμούς. Η αρχική πρωτεύουσα ήταν η Αννούμινας κοντά στη λίμνη Νενούιαλ, ενώ το βασίλειο περιλάμβανε πόλεις όπως τις Φόρνοστ, Θάρμπαντ και Λοντ Ντάερ, αλλά και παρατηρητήρια όπως το Άμον Σούλ και το Ελοστίριον.

Το Αστέρι των Ντουνεντάιν

Το Αστέρι των Dúnedain ήταν μια ασημένια καρφίτσα σε σχήμα πολυάκτινου αστεριού, 
την οποία φορούσαν οι Φύλακες του Βορρά.


Οι Ντουνεντάιν Φύλακες που συνάντησαν τον Άραγκορν στο Ντανχάρροου φορούσαν αυτές τις καρφίτσες στα ρούχα τους, κυρίως για να στερεώσουν τους μανδύες τους στον αριστερό τους ώμο. Χρησίμευσε ως μέρος της ταυτότητάς τους, καθώς ήταν το μοναδικό στολίδι που φορούσαν ποτέ οι Φύλακες στα ταξίδια τους, αλλά και ο μοναδικός τρόπος να τους ξεχωρίσει κανείς, μιας και τα ρούχα τους ήταν απλά. Το Αστέρι θεωρήθηκε επίσης σύμβολο τιμής, και μετά τα γεγονότα του Πολέμου του Δαχτυλιδιού, το 15 της Τέταρτης Εποχής, ο Άραγκορν τίμησε με ένα τέτοιο τον Σαμ Γκάμτζι, τον Δήμαρχο του Σάιρ.

Αμάντιλ

Ο Amandil ήταν ο πατέρας του Elendil του Ψηλού, ο ηγέτης των Πιστών στο Númenor κι ο 18ος και τελευταίος Άρχοντας του Andúnie. Όπως και οι πρόγονοί του, ο Amandil ήταν ο ηγέτης των Πιστών, εκείνων των Ανθρώπων του Númenor που εξακολουθούσαν να αγαπούν τους Valar, σε αντίθεση με τους Βασιλείς. Η ζωή του ως Άρχοντας του Andúnie κι ως ένας από τους Πιστούς, δημιούργησε τους Υψηλούς Βασιλείς της Gondor και της Arnor, οι οποίοι επέζησαν μέσω των Dúnedain της Μέσης-Γης, φτάνοντας μέχρι τον Aragorn II. Μετά την Πτώση του Númenor, ο γιος του Amandil, ο Elendil, ίδρυσε τα Βασίλεια των Númenóreans στην Εξορία. Amandil σημαίνει "Αυτός που αγαπά το Aman" στην Quenya.

 
Όταν ήταν νέος, ο Αμάντιλ ήταν πολύ καλός φίλος του Αρ-Φαραζόν, ο οποίος - ως Βασιλιάς - τον κράτησε στο Συμβούλιό του. Ο
Αμάντιλ κέρδισε επίσης νωρίς την φήμη του ισχυρού ναυτικού, και τιμήθηκε από πολλούς λόγω της μεγάλης αριστοκρατίας του οίκου του. Ωστόσο, αφότου ο Αρ-Φαραζόν έπλευσε στη Μέση-Γη κι έπιασε αιχμάλωτο τον Σάουρον, ο υποτιθέμενος αιχμάλωτος κατάφερε και έφερε σταδιακά τον βασιλιά με το μέρος του. Βλέποντας τη χάρη που δόθηκε στον Σάουρον, όλοι οι Σύμβουλοι του Βασιλιά, εκτός από τον Αμάντιλ, άρχισαν να καλοπιάνουν τον πρώην αιχμάλωτο, ο οποίος άσκησε επιρροή στον Βασιλιά και τους οπαδούς του να αρχίσουν να λατρεύουν τον Μέλκορ. Ο Αμάντιλ αποδεσμεύτηκε από το Συμβούλιο και αποσύρθηκε στη Ρόμεννα, όπου συγκέντρωσε κρυφά όλους τους Πιστούς.

Φόρνοστ

To Fornost, γνωστό και με το πλήρες όνομά του Fornost Erain, ήταν η πρωτεύουσα του Arthedain, στο Eriador. Βρισκόταν στο νότιο άκρο των North Downs, βόρεια του Bree. Τελικά εγκαταλείφθηκε κι ερημώθηκε, κι έγινε πολύ γνωστό ως Deadman's Dike. Τον καιρό που έλαβαν χώρα τα γεγονότα του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών (3018-3019 της Τρίτης Εποχής), το Fornost ήταν εγκαταλελλειμένο για περίπου 1000 χρόνια. Fornost Erain σημαίνει "Βόρεια Πόλη των Βασιλέων" στη Sindarin, από τις λέξεις "forn" που σημαίνει βόρειος, Βορράς, "ost" που σημαίνει πόλη, φρούριο και "erain" που σημαίνει βασιλείς (ενικός Aran). Οι ίδιες βασικές ρίζες είναι παρούσες στην Quenya λέξη Formenos, "To Bόρειο Φρούριο" που έχτισε ο Fëanor στο Valinor.


Δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε το Φόρνοστ, ούτε πότε μετακόμισαν εκεί από την Αννούμινας οι Βασιλείς της Άρνορ, αλλά κατά πάσα πιθανότητα ιδρύθηκε λίγο πριν ή μετά την ίδρυση του βασιλείου της Άρνορ το 3320 της Δεύτερης Εποχής, καθώς δεν υπάρχει αρχείο των Νουμενόριανς που να διεισδύει τόσο βόρεια πριν από την Πτώση του Νούμενορ. Μετά την πτώση του Σάουρον και νωρίς στην Τρίτη Εποχή, ο στρατός της Άρνορ προχώρησε δυτικά μέσω των Περασμάτων του Ίσεν και συνέχισε βόρεια στο Φόρνοστ.
 

Βαλάντιλ

O Valandil, ο νεότερος γιος του Isildur, ήταν ο 3ος Βασιλιάς της Arnor και ο μακροβιότερος Βασιλιάς σε Βορρά και Νότο, μιας και κυβέρνησε για 239 χρόνια. Τον διαδέχτηκε ο γιος του, ο Eldacar. Valandil σημαίνει "Φίλος των Valar" στην Quenya.


Ο Βαλάντιλ ήταν ο νεότερος από τους τέσσερεις γιούς του Ισίλντουρ. Ήταν ακόμα παιδί στην περίοδο του Πολέμου της Τελευταίας Συμμαχίας, στον οποίο σκοτώθηκε ο παππούς του, ο Ελέντιλ. Εξαιτίας αυτού, παρέμεινε στο Ρίβεντελ όταν ο πατέρας του και οι αδερφοί του πήγαν στο νότο, και ήταν ακολούθως ο μοναδικός γιος του Ισίλντουρ που επέζησε της Πανωλεθρίας των Γκλάντεν Φιλντς. Όταν ενηλικιώθηκε παρέλαβε τα θραύσματα του Νάρσιλ ως κειμήλιο των Κληρονόμων του Ισίλντουρ. Ο Βαλάντιλ στέφθηκε Βασιλιάς το έτος 10 της Τρίτης Εποχής και κυβέρνησε την Άρνορ για 239 χρόνια, περισσότερο από οποιονδήποτε Βασιλιά στο Βορρά ή στο Νότο. Όταν πέθανε, το 249 της Τρίτης Εποχής, ήταν 260 ετών. Στον θρόνο τον διαδέχτηκε ο γιος του, Έλντακαρ.

Επανενωμένο Βασίλειο

Το Επανενωμένο Βασίλειο, που ονομάζεται επίσης τα "Δύο Βασίλεια", ήταν το αποκατεστημένο βασίλειο της Arnor στα βόρεια και της Gondor στα νότια, τα δίδυμα βασίλεια που ιδρύθηκαν στο τέλος της Δεύτερης Εποχής από τον Elendil και τους γιους του, Isildur και Anárion. Αρχικά, ο Elendil ήταν Υψηλός Βασιλιάς και των δύο Βασιλείων, αλλά αυτά χωρίστηκαν μετά από τους θανάτους των γιων του. Πάνω από 3.000 χρόνια αργότερα, ο Aragorn II Elessar επανένωσε τα δύο βασίλεια και στέφθηκε ο βασιλιάς του Επανενωμένου Βασιλείου της Arnor και της Gondor. Η μοίρα των Βασιλείων, ειδικά εκείνη της Gondor, κυριάρχησε στην ιστορία της Τρίτης Εποχής στη Μέση-Γη.


Στο τέλος της Δεύτερης Εποχής, ο Ελέντιλ και οι γιοι του, Ισίλντουρ και Ανάριον, ίδρυσαν δύο μεγάλα βασίλεια στη Μέση-Γη: την Άρνορ στα βόρεια και τη Γκόντορ στα νότια. Αυτά τα βασίλεια των Ντουνεντάιν ενώθηκαν κάτω από έναν και μόνο Υψηλό Βασιλιά, τον ίδιο τον Ελέντιλ, ο οποίος κυβέρνησε το Βόρειο Βασίλειο, ενώ οι γιοι του βασίλευαν από κοινού στο νότιο Βασίλειο της Γκόντορ. Στα πρώτα χρόνια της Τρίτης Εποχής, αυτή η ένωση απέτυχε. Μετά τον χαμό του Ισίλντουρ στην Πανωλεθρία των Γκλάντεν Φιλντς, ο ανιψιός του ο Μενέλντιλ ανέλαβε την βασιλεία της Γκόντορ, η οποία παρέμεινε ανεξάρτητη από το βορειοανατολικό βασίλειο για το μεγαλύτερο μέρος της Τρίτης Εποχής.

Άραθορν Β'

Ο Arathorn II ήταν ο 15ος αρχηγός των Dúnedain και ο πατέρας του μετέπειτα Κληρονόμου του Isildur, Aragorn II Elessar, τον Βασιλιά του Επανενωμένου Βασιλείου. Διαδέχτηκε τον πατέρα του, τον Arador, όταν εκείνος σκοτώθηκε το 2930 της Τρίτης Εποχής. Γεννημένος το 2873, πέθανε το έτος 2933, σε ηλικία 60 ετών. Arathorn σημαίνει "Σταθερός Βασιλιάς" στη Sindarin.


Όπως και με τους προπάτορές του, τον μεγάλωσε ο Έλροντ στο Ρίβεντελ, όσο  ο πατέρας του, ο Άραντορ, έλειπε στην ερημιά. Κατά το τελευταίο έτος της αρχηγίας του πατέρα του, ο Άραθορν ζήτησε το χέρι της Γκίλραεν σε πολύ νεαρή ηλικία (μόλις 22 ετών). Αν και ο πατέρας της, ο Ντίρχαελ, αντιτάχθηκε αρχικά στον γάμο τους, η γνώμη της συζύγου του, της Ιβόργουεν, επικράτησε, καθότι ήταν προικισμένη με διορατικότητα και είδε ότι από αυτόν τον γάμο θα γεννηθεί η ελπίδα για τους Ντουνεντάιν. Ο γάμος έγινε τελικά το 2929.

Ανάριον

O Anárion ήταν ο νεότερος γιος του Elendil, του Υψηλού Βασιλέα της Gondor και της Arnor. Ο ίδιος και ο αδελφός του ο Isildur διοίκησαν από κοινού την Gondor στο Νότο, ενώ ο πατέρας τους κατοικούσε στην Arnor στο Βορρά. Μετά το θάνατο του πατέρα του στην Πολιορκία του Barad-dûr και τον θάνατο του Isildur στην Πανωλεθρία των Gladden Fields, η βασιλεία της Gondor συνεχίστηκε από τη γραμμή γενεάς του Anárion, αρχίζοντας με τον γιο του, τον Meneldil, ο οποίος ήταν το τελευταίο άτομο που γεννήθηκε στο Númenor πριν από την Πτώση του. Anárion στην Quenya σημαίνει "Γιος του Ήλιου".

 
Ο Ανάριον γεννήθηκε το 3219 της Δεύτερης Εποχής στο Νούμενορ και μαζί με τον Ισίλντουρ ζούσαν στην ανατολική ακτή του νησιού. Ο πατέρας τους ήταν ο Ελέντιλ, ο γιος του Αμάντιλ, του Άρχοντα του Αντούνιε. Μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό του, ήταν οι ηγέτες των Πιστών, της μειοψηφίας των Νουμενόριανς που αντιστάθηκαν στην σκοτεινή κυριαρχία του βασιλιά Αρ-Φαραζόν και του συμβούλου του, του Σάουρον, ο οποίος είχε καταφέρει να διχάσει και να διαφθείρει τους Νουμενόριανς, εκμεταλλευόμενος την επιθυμία τους για αθανασία.
Καθώς η επιρροή του Σάουρον αυξανόταν, οι Πιστοί άρχισαν να ετοιμάζονται για να φύγουν απ' το Νούμενορ. Γέμισαν τα πλοία τους με τα υπάρχοντά τους καθώς και με πολύτιμα αντικείμενα, όπως τα Παλαντίρι, πέτρες που δόθηκαν στους Άρχοντες του Αντούνιε από τα Ξωτικά του Τολ Ερέσσεα, το Σκήπτρο της Αννούμινας, το Δαχτυλίδι του Μπάραχιρ, το Νάρσιλ που κράτησε ο Ελέντιλ ως σπαθί του, και ένα βλαστάρι του Νίμλοθ, του Λευκού Δέντρου του Νούμενορ.

Εντάιν

Οι Edain, που είναι επίσης γνωστοί ως Atanatári, oι Πατέρες των Ανθρώπων, ήταν μια ομάδα Ανθρώπων που ήρθαν στο Beleriand από την Ανατολή, κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας της Angband στην Πρώτη Εποχή, κι έγιναν στενοί σύμμαχοι των Ξωτικών. Ήταν οι πρόγονοι των Númenóreans, των Υψηλών Ανθρώπων της Δεύτερης Εποχής.  Edain είναι ο πληθυντικός της λέξης Adan (σε Quenya Atani, Atan) που σημαίνει "Άνθρωπος" στη Sindarin. Κυριολεκτικά σημαίνει Δεύτερος Λαός, και αναφερόταν αρχικά σε όλους τους Ανθρώπους, αλλά αργότερα εφαρμοζόταν μόνο στους Ανθρώπους του Beleriand και στους απογόνους τους. Ο όρος Atani της Quenya κράτησε την παλιά έννοια του

 
Οι Εντάιν ήταν ψηλοί, όμορφοι και ισχυροί. Είχαν ευγενή πνεύματα, ήταν δυνατοί στον πόλεμο και απέφευγαν κάθε επαφή με το κακό. Στο Μπελέριαντ αγάπησαν τους Έλνταρ, από τους οποίους έλαβαν γνώση, ενώ εξευγενίστηκαν ακόμη περισσότερο από τις δύο ενώσεις μεταξύ Έλντα και Άνταν: αυτή των Μπέρεν και Λούθιεν, κι εκείνη των Τούορ και Ίντριλ. Η διάρκεια ζωής των Εντάιν πριν από την είσοδό τους στο Μπελέριαντ ήταν πιθανώς γύρω στα 70 χρόνια. Στο Μπελέριαντ αυξήθηκε στα 90, αλλά μερικοί Εντάιν έφτασαν και σε μεγαλύτερη ηλικία. Η γλώσσα τους (τουλάχιστον εκείνων του πρώτου και του τρίτου Οίκου) σχετιζόταν με την Αντουνάικ, αλλά στο Μπελέριαντ, το μεγαλύτερο μέρος των Εντάιν μιλούσε τη Σίνταριν, κι έτσι η γλώσσα των Χαλάντιν ήταν ξένη προς αυτούς. 

Ντουνεντάιν

Οι Dúnedain (ενικός Dúnadan), οι Άνθρωποι της Δύσης, ήταν Άνθρωποι που κατάγονταν από τους Númenóreans που επέζησαν από την Πτώση του βασιλείου της Νήσου του Númenor και μετανάστευσαν στο Eriador στη Μέση-Γη, οδηγούμενοι αρχικά από τον Elendil και τους γιους του, Isildur και Anárion. Εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Gondor και την Arnor. Ο όρος Dúnedain προσδιορίζεται ως οι "Edain της Δύσης", δηλαδή οι Númenoreans, αν και ο όρος προήλθε από τους Ανθρώπους του Βασιλιά και υποδήλωνε ειδικά τους απογόνους των Elendili, των Númenorean αποίκων στην Arnor και την Gondor (οι Dúnedain του Βορρά και οι Dúnedain του Νότου).


Οι Ντουνεντάιν ήταν ανώτεροι από τους άλλους Ανθρώπους της Μέσης-Γης σε σώμα και πνεύμα. Ήταν ψηλοί, με σκούρα μαλλιά, χλωμό δέρμα και γκρίζα μάτια. Επιπλέον, οι Ντουνεντάιν, ιδιαίτερα εκείνοι της υψηλής τάξης, διέθεταν μεγάλη σοφία και αντίληψη. Επωφελήθηκαν από μεγάλη διάρκεια ζωής (οι απευθείας απόγονοι των Ντουνεντάιν είναι γνωστό ότι ζούσαν μέχρι και τρεις φορές περισσότερο από τους υπόλοιπους Ανθρώπους) και μπορούσαν να διατηρούν τη νεότητά τους μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Άραγκορν

O Aragorn II, επίσης γνωστός ως Elessar, ήταν γιος του Arathorn II και της Gilraen. Ήταν ο 16ος και τελευταίος Αρχηγός των Dunedain του Βορρά και ο απευθείας διάδοχος του Isildur μετά από πολλές γενιές. Στέφθηκε Βασιλιάς Elessar Telcontar, και ήταν ο 26ος Βασιλιάς της Arnor και ο 35ος Βασιλιάς της Gondor, καθώς και ο πρώτος Υψηλός Βασιλέας της Arnor και της Gondor μετά τη σύντομη βασιλεία του Isildur. Έγινε ο σπουδαιότερος Άνθρωπος της εποχής του, οδηγώντας τους Ανθρώπους της Δύσης ενάντια στις δυνάμεις του Sauron, βοηθώντας να καταστραφεί το Ένα Δαχτυλίδι και επανενώνοντας τα Βασίλεια της Arnor και της Gondor. Ήταν εξαιρετικός πολεμιστής και, ως Κληρονόμος του Isildur, έφερε τα θραύσματα του Narsil, το οποίο ξανασφυρηλατήθηκε και μετονομάστηκε σε Anduril στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού. Παντρεύτηκε την Arwen, την κόρη του Elrond, και μαζί απέκτησαν ένα γιο, τον Eldarion, και πολλές κόρες.


Ο γιος του Άραθορν γεννήθηκε το 2931 της Τρίτης Εποχής και πήρε το όνομα Άραγκορν. Η γιαγιά του όμως, η Ιβόργουεν, προέβλεψε ότι ο Άραγκορν μια μέρα θα φορούσε στο στήθος του μια πράσινη πέτρα από την οποία θα βγει το πραγματικό του όνομα και η φήμη του.

Ελέντιλ

O Elendil ήταν ο γιος του Amandil, Άρχοντα του Andúnië και ηγέτη των Πιστών Númenóreans, ο πατέρας του Isildur και του Anárion, επιζών από την πτώση του Númenor, και ο ιδρυτής και πρώτος βασιλιάς της Arnor και Gondor. Ήταν επίσης γνωστός ως Elendil ο Ψηλός, ο ψηλότερος των Ανθρώπων που διεσώθη από την πτώση του Númenor, και Elendil ο Δίκαιος.


Ο Ελέντιλ γεννήθηκε στο Νούμενορ. Όπως και ο πατέρας του, έτσι και ο Ελέντιλ διατήρησε μια ισχυρή φιλία με τα Ξωτικά και διατήρησε τις παλαιές πεποιθήσεις για τον Ιλούβαταρ και τον σεβασμό για τους Βάλαρ, ενώ στάθηκε ενάντια στις βάρβαρες πρακτικές του βασιλιά Αρ-Φαραζόν και του Σάουρον που ήταν σύμβουλός του.