Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα beleriand. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα beleriand. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Χιλντόριεν

Tο Hildórien ήταν η γη ανατολικά της Μέσης-Γης όπου ξύπνησαν οι πρώτοι Άνθρωποι (ή Hildor, οι Ακόλουθοι, όνομα που δόθηκε στους Ανθρώπους από τα Ξωτικά) κατά το πρώτο έτος της Πρώτης Εποχής των Χρόνων του Ηλίου. Βρισκόταν νοτιοανατολικά της Cuiviénen, όπου ξύπνησαν τα Ξωτικά, και πάντα έβλεπε στην Ανατολική Θάλασσα. Hildórien σημαίνει στην Quenya "Η Γη των Ακολούθων".


Στο The Book of Lost Tales αναφέρεται ότι οι Άνθρωποι ξύπνησαν σε μια κρυμμένη κοιλάδα που ονομάζεται Μουρμενάλντα (Murmenalda, η Κοιλάδα του Ύπνου). Ήταν περικυκλωμένη από βουνά και περιγράφεται ως ιερή, γεμάτη από γλυκά αρώματα, μυρωδιές και τραγούδια αηδονιών, με την ομορφιά της να είναι συγκρίσιμη με αυτή του Βάλινορ. Επίσης ήταν γεμάτη από κοιμισμένες φιγούρες. Ανακαλύφθηκε από το Ξωτικό Νούιν, όταν εκείνος βρήκε ένα πέρασμα μέσα από τα βουνά και σχεδόν λιποθύμησε από την ομορφιά που αντίκρυσε. Μπερδεμένος από τους Κοιμωμένους, ο Νούιν επισκεπτόταν την κοιλάδα συχνά για να τους παρακολουθήσει, μέχρι που, ορμώμενος από περιέργεια, ξύπνησε το πρώτο ζευγάρι.

Εντάιν

Οι Edain, που είναι επίσης γνωστοί ως Atanatári, oι Πατέρες των Ανθρώπων, ήταν μια ομάδα Ανθρώπων που ήρθαν στο Beleriand από την Ανατολή, κατά τη διάρκεια της Πολιορκίας της Angband στην Πρώτη Εποχή, κι έγιναν στενοί σύμμαχοι των Ξωτικών. Ήταν οι πρόγονοι των Númenóreans, των Υψηλών Ανθρώπων της Δεύτερης Εποχής.  Edain είναι ο πληθυντικός της λέξης Adan (σε Quenya Atani, Atan) που σημαίνει "Άνθρωπος" στη Sindarin. Κυριολεκτικά σημαίνει Δεύτερος Λαός, και αναφερόταν αρχικά σε όλους τους Ανθρώπους, αλλά αργότερα εφαρμοζόταν μόνο στους Ανθρώπους του Beleriand και στους απογόνους τους. Ο όρος Atani της Quenya κράτησε την παλιά έννοια του

 
Οι Εντάιν ήταν ψηλοί, όμορφοι και ισχυροί. Είχαν ευγενή πνεύματα, ήταν δυνατοί στον πόλεμο και απέφευγαν κάθε επαφή με το κακό. Στο Μπελέριαντ αγάπησαν τους Έλνταρ, από τους οποίους έλαβαν γνώση, ενώ εξευγενίστηκαν ακόμη περισσότερο από τις δύο ενώσεις μεταξύ Έλντα και Άνταν: αυτή των Μπέρεν και Λούθιεν, κι εκείνη των Τούορ και Ίντριλ. Η διάρκεια ζωής των Εντάιν πριν από την είσοδό τους στο Μπελέριαντ ήταν πιθανώς γύρω στα 70 χρόνια. Στο Μπελέριαντ αυξήθηκε στα 90, αλλά μερικοί Εντάιν έφτασαν και σε μεγαλύτερη ηλικία. Η γλώσσα τους (τουλάχιστον εκείνων του πρώτου και του τρίτου Οίκου) σχετιζόταν με την Αντουνάικ, αλλά στο Μπελέριαντ, το μεγαλύτερο μέρος των Εντάιν μιλούσε τη Σίνταριν, κι έτσι η γλώσσα των Χαλάντιν ήταν ξένη προς αυτούς. 

Έλου Θίνγκολ

O Thingol, επίσης γνωστός ως Elu, ήταν ένα Ξωτικό με καταγωγή από τους Teleri κατά την Πρώτη Εποχή. Ήταν ο ιδρυτής και ο πρώτος Βασιλιάς του βορείου Βασιλείου του Doriath, Υψηλός Βασιλιάς των Sindar, σύζυγος της Maia Melian και πατέρας της Luthien. Γνωστός ως Elwë κατά τα πρώτα χρόνια των Eldar, ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Olwë, του Άρχοντα του Alqualondë, του Tol Eressëa και Υψηλού Βασιλιά των Teleri στο Aman. Ήταν επίσης καλός φίλος του Finwë, του πρώτου Υψηλού Βασιλιά των Noldor, τον καιρό προτού τα Ξωτικά φτάσουν στο Aman. Ως ο δεδομένος Άρχοντας του Beleriand, ο Thingol έγινε ένα από τα κεντρικά πρόσωπα της Πρώτης Εποχής, υποκινώντας την Αποστολή για το Silmaril, τη μεγαλύτερη νίκη του καιρού εκείνου, αλλά και την αιτία του δικού του χαμού. Το Εlu Thingol είναι η Sindarin εκδοχή του Quenya ονόματoς Elwë Singollo (Φαιοχίτων ή Γκριζοντυμένος).


Ο Θίνγκολ γεννήθηκε στην Κουιβιένεν σε καιρό πριν από τον Ήλιο και τη Σελήνη, όταν η Μέση-Γη φωτιζόταν μόνο από το φως των άστρων. Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός του Όλγουε, ενώ στις Ατέλειωτες Ιστορίες αναφέρεται ότι υπήρχε και ένας τρίτος αδερφός, ο Έλμο, απ' τον οποίο κατάγεται ο Κέλεμπορν. Τα μαλλιά του ήταν ασημένια και ήταν ο ψηλότερος όλων των Ξωτικών και των Ανθρώπων.

Λίντον

To Lindon (σε Quenya "Η Γη των Τραγουδιστών") ήταν ένα Βασίλειο των Ξωτικών που ιδρύθηκε από τον Gil-galad στην αρχή της Δεύτερης Εποχής. Ήταν το παλαιότερο Βασίλειο των Eldar στην ιστορία της Μέσης-Γης, και το ισχυρότερο σε ολόκληρη την Δεύτερη Εποχή. Διοικούταν από τον ιδρυτή του, τον Gil-galad, τον Υψηλό Βασιλιά των Ñoldor, ο οποίος ήταν ο δυνατότερος και ο πιο ισχυρός εχθρός του Sauron στη Μέση-Γη κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Εποχής. Το Βασίλειο επέζησε και στην Τρίτη Εποχή, και εκεί βρίσκονταν τα Γκρίζα Λιμάνια, όπου τα Ξωτικά, όπως επίσης και οι Δαχτυλιδοκουβαλητές, έπλευσαν για το Valinor.


Το όνομα Λίντον χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους εξόριστους Νόλντορ για την περιοχή του Οσσίριαντ. Το Λίντον ήταν το μόνο μέρος του Μπελέριαντ που επέζησε του Πολέμου της Οργής, καθώς το υπόλοιπο της γης έσπασε ή βυθίστηκε. Η Μπελέγκαερ, ωστόσο, η Μεγάλη Θάλασσα, έσπασε μέσα από την οροσειρά, δημιουργώντας έτσι τον Κόλπο του Λούν. Πολλά από τα σωζόμενα Ξωτικά του καταποντισμένου Μπελέριαντ, ιδιαίτερα οι εξόριστοι Νόλντορ, μεταφέρθηκαν στο Λίντον από την έναρξη της Δεύτερης Εποχής, όπου διοικούσε ο Γκιλ-γκάλαντ.

Σίνταρ

Οι Sindar (που σημαίνει "Οι Γκρίζοι" και που στον ενικό είναι Sinda) ήταν Ξωτικά με καταγωγή από τους Τeleri. Ήταν μια υπο-ομάδα των Eldar και μετέπειτα μια υπο-ομάδα των Τeleri, και τα Ξωτικά εκείνα που επέλεξαν να παραμείνουν στο Beleriand και να μην συνεχίσουν το Μεγάλο Ταξίδι. Ήταν επίσης γνωστοί ως Γκρίζα Ξωτικά. 


Σίνταρ ήταν το όνομα που δόθηκε απ' τους εξόριστους Νόλντορ σε εκείνους τους Τελέρι που ζούσαν στο Μπελέριαντ και δεν ολοκλήρωσαν το Μεγάλο Ταξίδι. Οι αρχικοί Σίνταρ ήταν φίλοι του Έλγουε Σίνγκολλο, οι οποίοι τον περίμεναν όταν εκείνος είχε χαθεί στο Ναν Έλμοθ. Αργότερα οι Λαϊκουέντι και οι υπόλοιποι Νάντορ που εισήλθαν στο Μπελέριαντ συχνά υπολογίζονταν ανάμεσα στους Σίνταρ.

Ντόριαθ

To Doriath ήταν η γη των Sindar. Ονομαζόταν η Περιφραγμένη Γη, επειδή η βασίλισσά του, η Μelian, το περιέβαλε με μια μαγική Ζώνη, έτσι ώστε κανένας δεν θα μπορούσε να εισέλθει χωρίς την άδεια του βασιλιά Thingol. Το βασίλειο υπήρχε κατά τη διάρκεια του τελευταίου μισού των Χρόνων των Δέντρων και κατά το μεγαλύτερο μέρος της Πρώτης Εποχής των Χρόνων του Ηλίου. Για χιλιάδες χρόνια παρέμεινε χωριστό από τον έξω κόσμο υπό την ηγεσία του βασιλιά Thingol και την προστασία της συζύγου του, της Maia Μelian, μέχρι που συντάχθηκε στον πόλεμο εναντίον του Morgoth και συμμερίστηκε τη μοίρα των Noldor, λόγω του Όρκου του Fëanor.


Το Ντόριαθ ονομάστηκε αρχικά Έγκλαντορ. Βρισκόταν στο μέσον του Μπελέριαντ, ανάμεσα στα Έρεντ Γκόργκοροθ (Τα Βουνά του Τρόμου) στα βόρεια, τους λόφους Άντραμ στα νότια, το Τάλαθ Ντίρνεν στα δυτικά και το Έστολαντ στα ανατολικά. Ήταν ένα βασίλειο από δάση γύρω από τον μεγάλο ποταμό Σίριον, και μέσα σε αυτό ήταν τα δάση Νέλντορεθ (επίσης Taur-na-Neldor), Νίβριμ (το δάσος με τις βελανιδιές) και Ρέγκιον (το κύριο δάσος). Τα δάση του Μπρέθιλ και του Ναν Έλμοθ θεωρούνταν ότι ήταν κάτω από την επιρροή του Θίνγκολ, αν και αυτά δεν ήταν κάτω από τον άμεσο έλεγχό του και επιπλέον βρίσκονταν έξω από τη Ζώνη της Μέλιαν. Ο Βασιλιάς Θίνγκολ του Ντόριαθ, ο Υψηλός Βασιλέας των Σίνταρ, έβλεπε όλο το Μπελέριαντ ως βασίλειό του, από τον Γκέλιον ως τη Μπελέγκαερ. 

Μέλκορ (Μόργκοθ)

O Melkor, επίσης γνωστός αργότερα και ως Morgoth, ήταν ο μεγαλύτερος των Ainur. Έχασε τη δόξα του όταν διατάραξε τη Μουσική των Ainur και αψήφησε τη θέληση του Eru Iluvatar. Ο Melkor διέφθειρε πολλούς από τους Ainur και τους υπέταξε, πολέμησε τους Valar και επέφερε μεγάλο κακό στην Arda. Η κλοπή των Silmarils και οι πόλεμοι εναντίον Ξωτικών και Ανθρώπων περιλαμβάνουν μεγάλο μέρος της ιστορίας της Πρώτης Εποχής. Τελικά, ο Μorgoth νικήθηκε στον Πόλεμο της Οργής, αλυσοδέθηκε από τους Valar και πετάχτηκε στο Αιώνιο Κενό. Melkor σημαίνει "Αυτός που Υψώνεται με Δύναμη", και ήταν ο πρώτος Σκοτεινός Άρχοντας (ονομαζόμενος πλέον Morgoth = Μαύρος Εχθρός) και αφέντης του Sauron. Μια μέρα, σύμφωνα με την προφητεία, ο Morgoth θα επιστρέψει γεμάτος οργή, αλλά θα συντριβεί ολοκληρωτικά στην Dagor Dagorath, την Τελική Μάχη.


Ο Μέλκορ ήταν ο πρώτος και ο πιο δυνατός από τους Άινουρ που δημιούργησε ο Ιλούβαταρ στις Άχρονες Αίθουσες στην αρχή της δημιουργίας. Ο αδερφός του ήταν ο Μάνγουε, όμως ο Μέλκορ ήταν ο πιο δυνατός και είχε την περισσότερη γνώση από οποιονδήποτε άλλον Άινου. Ο Μέλκορ, επειδή περιπλανιόταν στο Κενό στην προσπάθειά του να βρει και να χρησιμοποιήσει την Άφθαρτη Φλόγα, την πηγή της ικανότητας της δημιουργίας του Ιλούβαταρ, ανέπτυξε διαφορετικές ιδέες από εκείνες των υπολοίπων Άινουρ. Μέσα του γεννήθηκαν επαναστατικές διαθέσεις ενάντια στον δημιουργό του, λόγω του ότι επιθυμούσε να δημιουργήσει όντα για να κατοικήσουν στο Κενό, και ήταν δυσαρεστημένος από το γεγονός ότι ο Ιλούβαταρ δεν το είχε κάνει. Παρόλα αυτά ο Μέλκορ δεν μπορούσε να βρει τη Φλόγα, γιατί εκείνη δεν ήταν στο Κενό, αλλά με τον Ιλούβαταρ.

Τελέρι

Οι Teleri ήταν η τρίτη από τις φυλές των Ξωτικών που έκαναν το Μεγάλο Ταξίδι για το Valinor. Σε αυτούς άνηκαν οι Teleri του Valinor (γνωστοί ως Falmari), καθώς και οι Sindar, οι Laiquendi και οι Nándor της Μέσης-Γης. Στην αρχή ήταν γνωστοί ως Nelyar ("Οι Τρίτοι"), και αποτελούσαν τον μεγαλύτερο από τους τρεις οίκους των Πρωτογέννητων. Σύμφωνα με τον μύθο, κατάγονται από τον Enel, το τρίτο Ξωτικό που ξύπνησε στην Cuiviénen, τη σύζυγό του Enelyë και τους εβδομήντα δύο συντρόφους του. Οι περισσότεροι από τους Avari αρχικά ανήκαν σε αυτή τη γενιά. Κατά την αρχαία εποχή ονόμασαν τον εαυτό τους Lindar, ή "Τραγουδιστές", επειδή ήταν γνωστοί για την ωραία φωνή τους.

 
Όταν οι Βάλαρ αποφάσισαν να φέρουν τα Ξωτικά στο Άμαν, επέλεξαν τρεις πρεσβευτές. Οι
Ίνγκουε, Φίνγουε και Έλγουε ταξίδεψαν εκεί και προσπάθησαν να πείσουν τους λαούς τους ώστε να κάνουν το ταξίδι. Πολλοί από αυτούς, ιδιαίτερα της φυλής των Νέλυαρ, αρνήθηκαν, και ονομάστηκαν Αβάρι, "Οι Απρόθυμοι".

Μάγκλορ

Ο Maglor ήταν ο δεύτερος γιος του Fëanor και της Nerdanel. Ήταν ο μεγαλύτερος ποιητής και αοιδός των Noldor και λέγεται ότι είχε κληρονομήσει περισσότερο την ήπια ιδιοσυγκρασία της μητέρας του. Όπως και με τους άλλους γιους του Fëanor, ο Maglor δεσμεύεται από έναν όρκο για να ανακτήσει τα Silmarils του πατέρα του, τα οποία είχαν κλαπεί από τον Σκοτεινό Άρχοντα Morgoth. Αυτός ο όρκος έκανε τα επτά αδέλφια να φτάσουν στη Μέση-Γη κατά τη διάρκεια της Πρώτης Εποχής όπου και ίδρυσαν βασίλεια ενόσω ήταν εξόριστοι, έκαναν πολέμους ενάντια στις στρατιές του Μorgoth, πολέμησαν τη δική τους φυλή - αυτή των Ξωτικών - και τελικά επέφεραν την καταστροφή στον ίδιο τους τον εαυτό.


Ο Μάγκλορ έλαβε μέρος στην Πρώτη Αδελφοκτονία στο Αλκουαλόντε, και δημιούργησε τον θρήνο Noldolantë (Η Πτώση των Νόλντορ) σε ανάμνηση του τρομερού αυτού συμβάντος. Στο Μπελέριαντ, ο Μάγκλορ και τα αδέρφια του ακολούθησαν τον πατέρα τους και πολέμησαν στη Μάχη Κάτω από τα Άστρα (
Dagor-nuin-Giliath). Ο Φέανορ κατάφερε να διαλύσει τις στρατιές του Μόργκοθ αλλά πληγώθηκε θανάσιμα, και οι γιοι του έφεραν το σώμα του πίσω στην Μίθριμ. Καθώς πλησίαζαν στο Έιθελ Σίριον ο Φέανορ πέθανε αφού καταράστηκε τον Μόργκοθ τρεις φορές.

Μπελέριαντ

Το Beleriand ήταν περιοχή της βορειοδυτικής Μέσης-Γης κατά τη διάρκεια της Πρώτης Εποχής. Αρχικά, το όνομα άνηκε μόνο στην περιοχή γύρω από τον Κόλπο του Balar, αλλά με τον καιρό το όνομα ίσχυσε για όλη την χώρα. Tο μεγαλύτερο μέρος του καταστράφηκε στον Πόλεμο της Οργής στο τέλος της Πρώτης Εποχής.


Στα δυτικά και νότια ήταν μια μεγάλη ακτή με τη Μεγάλη Θάλασσα Μπελέγκαερ, στα βόρεια ήταν οι ορεινές περιοχές του Χίθλουμ, του Ντορθόνιον και οι λόφοι του Χίμρινγκ, και στα ανατολικά το Έρεντ Λούιν (Ered Luin - τα Γαλάζια Βουνά) που έφτανε σχεδόν στη θάλασσα. Η γη του Νέβραστ στα βορειοδυτικά θεωρούταν πολλές φορές μέρος του Μπελέριαντ.

Νούμενορ

Το Númenor ήταν ένα από τα ονόματα της νήσου Elenna, το οποίο αναδύθηκε από τη Μεγάλη Θάλασσα από τους Valar στις αρχές της Δεύτερης Εποχής. Ήταν ένα από τα πιο ισχυρά βασίλεια της Δεύτερης Εποχής, και οι άνθρωποί του, οι Númenóreans, καθώς και οι απόγονοί τους, είχαν σημαντική επιρροή στα γεγονότα της Τρίτης Εποχής. Το Númenor ήταν ένα βασίλειο-νησί των Ανθρώπων στη Δεύτερη Εποχή. Ήταν ένα δώρο από τους Valar στους Edain οι οποίοι αγωνίστηκαν μαζί με τα Ξωτικά εναντίον του Morgoth. Το Númenor είχε μεγάλο πολιτισμό, αλλά με την πάροδο του χρόνου οι Númenóreans άρχισαν να εποφθαλμιούν την αθανασία. Παροτρυμένος από τον Sauron, ο βασιλιάς Ar-Pharazon προσπάθησε να κατακτήσει τους Αθάνατους Τόπους. Το Númenor καταστράφηκε και βυθίστηκε στη θάλασσα. Οι Πιστοί επέζησαν και πήγαν στη Μέση-Γη με επικεφαλής τον Elendil και ίδρυσαν τα βασίλεια της Gondor και της Arnor.


Το Nούμενορ ήταν ένα νησί στη Μεγάλη Θάλασσα ανοικτά των δυτικών ακτών της Μέσης-Γης. Στα δυτικά του Nούμενορ βρίσκονταν οι Αθάνατοι Τόποι, οι οποίοι αποτελούσαν ακόμα μέρος του κόσμου στη Δεύτερη Εποχή. Το Nούμενορ ήταν κάπως πιο κοντά στους Αθάνατους Τόπους απ' ότι στη Μέση-Γη. Εκμεταλλευόμενος μια καλή ημέρα στο Nούμενορ, κάποιος με κοφτερή ματιά θα μπορούσε να δει την πόλη του Αβαλόνε στο Τολ Ερεσσέα.

Μέλιαν

Η Melian (σε Sindarin Αγαπητό Δώρο) ήταν Maia, σύζυγος του Elu Thingol, μητέρα της Luthien και βασίλισσα του Doriath στο Beleriand. Όταν η Luthien παντρεύτηκε τον Beren Erchamion, είχε ως αποτέλεσμα το αίμα των Maiar να περάσει - μέσω της Melian - στα Ξωτικά και τους Ανθρώπους. Στην Quenya το όνομά της ήταν Melyanna από το mel που σημαίνει "αγάπη" και το anna που σημαίνει "δώρο"). Ονομαζόταν επίσης Tóril που σημαίνει "Βασίλισσα". 


Πριν έρθει στη Μέση-Γη, η Μέλιαν υπηρέτησε τη Βάνα και την Εστέκαι κατοίκησε στο Λόριεν φροντίζοντας τα δέντρα, των οποίων αγαπούσε τις βαθιές σκιές. Ανάμεσα στο λαό της κανένας δεν ήταν σοφότερος, πιο όμορφος, ή περισσότερο εξειδικευμένος στο μαγευτικό τραγούδισμα από την Μέλιαν. Όταν το φως των Δύο Δέντρων σμίγει, η Μέλιαν τραγουδάει και οι Βάλαρ σταματούν το έργο τους για να την ακούσουν. Τα αηδόνια πήγαιναν μαζί της οπουδήποτε και αν πήγαινε, και εκείνη τους δίδαξε το τραγούδι τους. Όταν τα Ξωτικά ξύπνησαν στην όχθη της λίμνης Κουιβίενεν έφυγε από το Βάλινορ και πήγε στη Μέση-Γη, όπου γέμισε εκεί τη σιωπή με το τραγούδι της και το κελάηδισμα των πουλιών της.

Μπέρεν και Λούθιεν

 Μπέρεν

Από τις ιστορίες της λύπης και της καταστροφής που φτάνουν ως εμάς από κείνες τις μέρες υπάρχουν και μερικές που ανάμεσα στους θρήνους υπάρχει χαρά και κάτω από την σκιά του θανάτου φώς που διατηρείται. Και από αυτές τις ιστορίες η πιο ωραία στ' αφτιά των Ξωτικών εξακολουθεί να είναι η ιστορία του Μπέρεν και της Λούθιεν. Από την ζωή τους έγινε η Ωδή της Λεϊθιαν, της Απαλλαγής από τα Δεσμά, που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη από τις ωδές που αναφέρονται στον αρχαίο κόσμο. Εδώ η διήγηση εξιστορείται με λιγότερα λόγια και χωρίς μουσική.

 
Ο Άρχοντας της Σκιάς, Μόργκοθ, καταδίωκε έναν από τους τελευταίους μαχητές του Ντορθόνιον. Αρχηγός των παράνομων Ανθρώπων ήταν ο Μπαραχίρ. Εκείνος και οι δώδεκα σύντροφοί του βρήκαν φρικτό θάνατο από μια ομάδα Όρκ μετά από μη θελημένη προδοσία. Ένας έλειπε από την νυχτερινή σφαγή, ο γιος του Μπαραχίρ, ο Μπέρεν. Εκείνος βρισκόταν μακριά, γιατί ο πατέρας του τον είχε στείλει να κατασκοπεύσει τον εχθρό. Εκείνη την νύχτα, αφού ξάπλωσε να κοιμηθεί εξαντλημένος, ήρθε στο όνειρό του δολοφονημένος ο Γκόρλιμ, ο μοιραίος προδότης. Ο Γκόρλιμ τον ενημέρωσε για την προδοσία του και για τον άγριο θάνατό του και του είπε να βιαστεί να ειδοποιήσει τον πατέρα του.