Μπέρεν και Λούθιεν

 Μπέρεν

Από τις ιστορίες της λύπης και της καταστροφής που φτάνουν ως εμάς από κείνες τις μέρες υπάρχουν και μερικές που ανάμεσα στους θρήνους υπάρχει χαρά και κάτω από την σκιά του θανάτου φώς που διατηρείται. Και από αυτές τις ιστορίες η πιο ωραία στ' αφτιά των Ξωτικών εξακολουθεί να είναι η ιστορία του Μπέρεν και της Λούθιεν. Από την ζωή τους έγινε η Ωδή της Λεϊθιαν, της Απαλλαγής από τα Δεσμά, που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη από τις ωδές που αναφέρονται στον αρχαίο κόσμο. Εδώ η διήγηση εξιστορείται με λιγότερα λόγια και χωρίς μουσική.

 
Ο Άρχοντας της Σκιάς, Μόργκοθ, καταδίωκε έναν από τους τελευταίους μαχητές του Ντορθόνιον. Αρχηγός των παράνομων Ανθρώπων ήταν ο Μπαραχίρ. Εκείνος και οι δώδεκα σύντροφοί του βρήκαν φρικτό θάνατο από μια ομάδα Όρκ μετά από μη θελημένη προδοσία. Ένας έλειπε από την νυχτερινή σφαγή, ο γιος του Μπαραχίρ, ο Μπέρεν. Εκείνος βρισκόταν μακριά, γιατί ο πατέρας του τον είχε στείλει να κατασκοπεύσει τον εχθρό. Εκείνη την νύχτα, αφού ξάπλωσε να κοιμηθεί εξαντλημένος, ήρθε στο όνειρό του δολοφονημένος ο Γκόρλιμ, ο μοιραίος προδότης. Ο Γκόρλιμ τον ενημέρωσε για την προδοσία του και για τον άγριο θάνατό του και του είπε να βιαστεί να ειδοποιήσει τον πατέρα του.

Τότε ο Μπέρεν ξύπνησε και άρχισε να τρέχει μέσα στη νύχτα κι έφτασε το δεύτερο πρωϊνό στο λημέρι των συντρόφων του. Εκεί ο Μπέρεν είδε τα άψυχα κορμιά του πατέρα του και των δώδεκα συντρόφων. Έθαψε τα κόκκαλα του πατέρα του και ύψωσε έναν τύμβο από πέτρες και εκεί έδωσε όρκο εκδίκησης. Για αυτό πρώτα κυνήγησε τους Όρκ και βρήκε τον καταυλισμό τους το βράδυ στην Πηγή του Ρίβιλ, πάνω από το Βάλτο του Σέρεχ, και επειδή ήξερε καλά τα δάση, μπόρεσε κι έφτασε χωρίς να τον πάρουν είδηση κοντά στην φωτιά τους. Εκεί ο αρχηγός των Όρκ, υπερηφανευόταν για τα κατορθώματά του και σήκωσε το χέρι του Μπαραχίρ, που το είχε κόψει, σαν απόδειξη στον Σάουρον ότι η αποστολή τους είχε εκτελεστεί και το δαχτυλίδι του Φέλαγκουντ, του Ξωτικού, ήταν σ' εκείνο το χέρι. Τότε ο Μπέρεν όρμησε πίσω από το βράχο, σκότωσε τον αρχηγό παίρνοντας το δαχτυλίδι και ξέφυγε γιατί τον προστάτευε η μοίρα.

 

Από τότε, για τέσσερα χρόνια και περισσότερο, ο Μπέρεν εξακολουθούσε να πλανιέται στο Ντορθόνιον, ένας μοναχικός παράνομος. Αλλά έγινε φίλος των ζώων και των πουλιών και αυτά τον βοηθούσαν και δεν τον πρόδιδαν, και από τότε δεν έφαγε κρέας ούτε σκότωσε ζωντανό πλάσμα που δεν ήταν στην υπηρεσία του Μόργκοθ. Το θάνατο δεν τον φοβόταν, μόνο την αιχμαλωσία, και επειδή ήταν τολμηρός κι απελπισμένος, τα γλίτωσε και τα δύο, και το θάνατο και τα δεσμά. Και τα κατορθώματα της μοναχικής τόλμης που κατάφερε, κυκλοφόρησαν παντού σε όλο το Μπελέριαντ κι έφτασαν κι ως το Ντόριαθ. Τέλος, ο Μόργκοθ τον επικήρυξε το ίδιο όσο έδινε και για το κεφάλι του Φίνγκον, του Υψηλού Βασιλέα των Νόλντορ. Αλλά οι Όρκ το έβαζαν στα πόδια όταν άκουγαν φήμες ότι πλησίαζε. Γι'αυτό ένας ολόκληρος στρατός ξεκίνησε εναντίον του κάτω από τις διαταγές του Σάουρον. Και ο Σάουρον έφερε τους λυκανθρώπους, άγρια ζώα που μέσα τους κατοικούσαν τρομερά πνεύματα που τα'χε φυλακίσει μες στα σώματά τους.

 

 

Και όλος εκείνος ο τόπος γέμισε κακό και όλα τα καθαρά πλάσματα τον εγκατέλειψαν. Και ο Μπέρεν πιέστηκε τόσο πολύ, που στο τέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Ντορθόνιον. Και χειμώνα καιρό με χιόνια εγκατέλειψε τη γη και τον τάφο του πατέρα του και, σκαρφαλώνοντας στα υψώματα των Γκόργκοροθ, των Βουνών του Τρόμου, διέκρινε μακριά τη γη του Ντόριαθ. Εκεί του μπήκε στην καρδιά η επιθυμία να κατεβεί και να μπεί στο Κρυμμένο Βασίλειο, όπου πόδι θνητό δεν είχε ώς τότε πατήσει.

 

Τρομερό ήταν το ταξίδι του προς τα νότια. Απότομοι ήταν οι γκρεμοί των Έρεντ Γκόργκοροθ και στα πόδια τους απλωμένοι ίσκιοι που υπήρχαν πριν από την εμφάνιση του Φεγγαριού. Πιο κάτω απλωνόταν η ερημιά του Ντουνγκόρθεμπ, όπου η μαγεία του Σάουρον και η δύναμη της Μέλιαν συναντιόντουσαν, και κυκλοφορούσε ο τρόμος και η παραφροσύνη. Εκεί κατοικούσαν αράχνες από την άγρια γενιά της Ουνγκόλιαντ, που είχε καταπιεί τα φωτεινά δέντρα του Βάλινορ, υφαίνοντας τα αόρατα δίχτυα τους, όπου κάθε ζωντανό πλάσμα παγιδευόταν. Και εκεί κυκλοφορούσαν τέρατα γεννημένα στο μακρόχρονο σκοτάδι πριν τον Ήλιο, που κυνηγούσαν σιωπηλά με πολλά μάτια. Δεν υπήρχε τροφή ούτε για Ξωτικά ούτε για τους Ανθρώπους εκεί σ'εκείνη τη στοιχειωμένη περιοχή, μόνο θάνατος. Κανένας δεν ξέρει πώς βρήκε το δρόμο κι έφτασε, από τα μονοπάτια που κανένας Άνθρωπος ή Ξωτικό δεν είχε άλλοτε τολμήσει να περάσει, στα σύνορα του Ντόριαθ. Και μπόρεσε να διασχίσει τον κυκεώνα που είχε υφάνει η Μέλιαν, η Κυρά του Μπελέριαντ, γύρω από το βασίλειο του Θίνγκολ, ακριβώς όπως το είχε προβλέψει. Γιατί ήταν μεγάλο το πεπρωμένο του.

 

Λούθιεν

Αναφέρεται στην Ωδή της Λεϊθιαν ότι ο Μπέρεν μπήκε σκοντάφτοντας στο Ντόριαθ, γκρίζος και κυρτωμένος λες και τον βάραιναν πολλών χρόνων βάσανα, τόσο μεγάλο ήταν το μαρτύριο του δρόμου. Εκεί όμως που πλανιόταν το καλοκαίρι, στα δάση του Νέλντορεθ, συνάντησε τη Λούθιεν, την κόρη του Θίνγκολ και της Μέλιαν, κάποια βραδινή ώρα στο φως του φεγγαριού που μόλις έβγαινε, καθώς εκείνη χόρευε στο πάντα πράσινο γρασίδι στα ξέφωτα πλάϊ στον Εσγκάλντουϊν. Τότε όλες οι αναμνήσεις του πόνου του τον άφησαν και μαγεύτηκε. Γιατί η Λούθιεν ήταν η πιο όμορφη από όλα τα παιδιά του Ιλούβαταρ του Δημιουργού. Ανάμεσα σε όλα τα πλάσματα της Μέσης Γης ήταν το ομορφότερο.

 

 

Τα ρούχα της ήταν γαλάζια σαν τον ασυννέφιαστο ουρανό, τα μάτια της όμως ήταν γκρίζα σαν το αστροφώτιστο βράδυ. Ο μανδύας της ήταν κεντημένος με χρυσαφένια λουλούδια, αλλά τα μαλλιά της ήταν σκούρα σαν τις σκιές του λυκόφωτος. Σαν το φως στις φυλλωσιές των δέντρων, σαν φωνή των κρυσταλλένιων νερών, σαν τ'αστέρια πάνω από τις ομίχλες του κόσμου, έτσι ήταν το μεγαλείο της ομορφιάς της. Και το πρόσωπο της έλαμπε φώς.

 

Αλλά χάθηκε από τα μάτια του. Κι αυτός έχασε τη μιλιά του σαν να ήταν δεμένος με μάγια και για πολύ καιρό γύριζε χαμένος στα δάση, άγριος και προσεκτικός σαν θηρίο, αναζητώντας την. Και στην καρδιά του τη φώναζε Τινούβιελ, που πάει να πει Αηδόνι, κόρη του λυκόφωτος, στην χώρα των Γκρίζων Ξωτικών, γιατί δεν ήξερε κάποιο άλλο όνομα γι'αυτήν. Και την είδε από μακριά σαν τα φύλλα στους φθινοπωρινούς ανέμους και το χειμώνα σαν αστέρι πάνω σε κάποιο λόφο, αλλά μια αλυσίδα έδενε τα μέλη του.

 

Ήρθε κάποτε κάποια ώρα κοντά στο χάραμα, τις παραμονές της άνοιξης, και η Λούθιεν χόρευε σ'εναν πράσινο λόφο. Και ξαφνικά άρχισε να τραγουδά. Δυνατό, έσκιζε την καρδιά, ήταν το τραγούδι της σαν το τραγούδι του κορυδαλλού που σηκώνεται από τις πύλες της νύχτας και ξεχύνει τη φωνή του από τα τείχη του κόσμου. Και το τραγούδι της Λούθιεν έλυσε τα δεσμά του χειμώνα και τα παγωμένα νερά μίλησαν και λουλούδια ξεπετάχτηκαν από την κρύα γη όπου πάτησαν τα πόδια της.

 

Τότε τα μάγια της σιωπής άφησαν τον Μπέρεν και της φώναξε λέγοντας "Τινούβιελ". Και τα δάση αντήχησαν το όνομα. Τότε σταμάτησε απορημένη και δεν το έβαλε στα πόδια πια και ο Μπέρεν ήρθε κοντά της. Αλλά όπως τον κοιτούσε, τη βρήκε το μοιραίο και τον αγάπησε. Ξεγλίστρησε όμως από τα χέρια του και χάθηκε από τα μάτια του την ώρα που χάραζε η μέρα. Ο Μπέρεν τότε έπεσε καταγής λιπόθυμος, σαν κάποιος που έχει πεθάνει ταυτόχρονα από χαρά και λύπη. Κι έπεσε σ'εναν ύπνο λες και ήταν άβυσσος σκιάς και όταν ξύπνησε ήταν παγωμένος σαν την πέτρα και η καρδιά του γυμνή και εγκαταλειμμένη. Και ο νους του πλανιόταν και ψαχούλευε σαν κάποιος που τυφλώθηκε ξαφνικά και ψάχνει με τα χέρια να αρπάξει το χαμένο φώς. Έτσι άρχισε να πληρώνει την αγωνία για τη μοίρα που του είχε οριστεί. Και στη μοίρα του πιάστηκε και η Λούθιεν και, μ'ολο που ήταν αθάνατη, μοιράστηκε τη θνητότητά του και, μ'ολο που ήταν ελεύθερη, δέθηκε με την αλυσίδα του. Και η ψυχική της οδύνη ήταν η μεγαλύτερη που γνώρισε ποτέ Ξωτικό.

 

Κι ενώ ο Μπέρεν δεν έλπιζε πια, εκείνη ξαναγύρισε κοντά του εκεί που καθόταν στο σκοτάδι και, πολύ παλιά στο Κρυμμένο Βασίλειο, έβαλε το χέρι της στο δικό του. Από τότε πήγαινε και τον έβρισκε και διέσχιζαν κρυφά τα δάση μαζί από την άνοιξη στο καλοκαίρι. Και κανένας από τα Παιδιά του Ιλούβαταρ δεν έζησε τόσο μεγάλη χαρά, αν και για σύντομο χρόνο.

 

Αλλά ο Ντάερον ο ραψωδός αγαπούσε κι αυτός τη Λούθιεν και ανακάλυψε κρυφά τις συναντήσεις της με τον Μπέρεν και τους πρόδωσε στον Θίνγκολ. Τότε ο Βασιλιάς θύμωσε πολύ γιατί αγαπούσε τη Λούθιεν πάνω από καθετί και την είχε πάνω από όλους τους πρίγκιπες των Ξωτικών. Ενώ αντίθετα, τους θνητούς Ανθρώπους, δεν τους έπαιρνε καν στην υπηρεσία του. Έτσι μίλησε με μεγάλη λύπη κι απορία στη Λούθιεν. Αλλά αυτή δεν του έλεγε τίποτα πριν ορκιστεί ότι ούτε θα σκοτώσει τον Μπέρεν ούτε θα τον φυλακίσει. Ο Βασιλιάς όμως έστειλε τους υπηρέτες του να τον πιάσουν και να τον οδηγήσουν στο Μένεγκροθ σαν κακοποιό. Και η Λούθιεν, προλαβαίνοντας τους, οδήγησε τον Μπέρεν η ίδια μπροστά στο θρόνο του Θίνγκολ, λες και ήταν τιμώμενος επισκέπτης.

 

Ο Θίνγκολ τότε κοίταξε τον Μπέρεν με περιφρόνηση και θυμό. Η Μέλιαν όμως έμεινε σιωπηλή.

 

"Ποιός είσαι", είπε ο Βασιλιάς, "που έρχεσαι εδώ σαν κλέφτης, και απρόσκλητος τολμάς να πλησιάζεις το θρόνο μου;"

 

Ο Μπέρεν όμως, κατατρομαγμένος, γιατί η λαμπρότητα του Μένεγκροθ και η μεγαλειότητα του Θίνγκολ ήταν πολύ μεγάλες, δεν απάντησε. Έτσι μίλησε η Λούθιεν και είπε:

 

 

"Αυτός είναι ο Μπέρεν, ο γιός του Μπαραχίρ, άρχοντας των Ανθρώπων, πανίσχυρος εχθρός του Μόργκοθ, που οι ιστορίες των κατορθωμάτων του έγιναν τραγούδι και των Ξωτικών ακόμα".

 

"Άφησε τον Μπέρεν να μιλήσει!" είπε ο Θίνγκολ. "Τι θέλεις εδώ, δυστυχισμένε θνητέ, και για ποιά αιτία άφησες τη χώρα σου για να μπείς σ'αυτήν, που είναι απαγορευμένη σ'εσένα και τους ομοίους σου; Μπορεις να μου πεις γιατί η δύναμή μου δεν πρέπει να σε τιμωρήσει αυστηρά για τη θρασύτητά σου και την ανοησία σου;"

 

Τότε ο Μπέρεν, σηκώνοντας το κεφάλι, είδε τα μάτια της Λούθιεν και η ματιά του πήγε επίσης στο πρόσωπο της Μέλιαν. Και του φάνηκε πως κάποιος λες κι έβαλε λόγια στο στόμα του. Ο φόβος του τον άφησε και ξαναγέμισε υπερηφάνεια που ανήκε στον αρχαιότερο οίκο των Ανθρώπων. Και είπε:

 

"Η μοίρα μου, ω Βασιλιά, με οδήγησε εδώ μέσα από τέτοιους θανάσιμους κινδύνους που ελάχιστοι, ακόμα κι από τα Ξωτικά θα τολμούσαν ν'αντικρύσουν. Κι εδώ έχω βρεί κάτι που στ'αλήθεια δεν το γύρευα, αλλά τώρα που το βρήκα θα το κρατήσω για πάντα. Γιατί είναι πολυτιμότερο από όλο το χρυσάφι και το ασήμι και πάνω από όλα τα κοσμήματα. Ούτε βράχος, ούτε ατσάλι, ούτε οι φωτιές του Μόργκοθ, ούτε όλη η δύναμη των Ξωτικών βασιλείων δεν μπορεί να με κρατήσει μακριά από το θησαυρό που ποθώ. Γιατί η Λούθιεν η κόρη σου είναι η ομορφότερη από όλα τα Παιδιά του Κόσμου".

 

Σιωπή έπεσε τότε στην αίθουσα, γιατί όσοι στέκονταν εκεί έμειναν κατάπληκτοι και φοβήθηκαν στη σκέψη πως θα εκτελούσαν τον Μπέρεν. Ο Θίνγκολ όμως μίλησε αργά λέγοντας:

 

"Θάνατο κέρδισες μ'αυτά τα λόγια. Και θάνατος ξαφνικός θα σ' έβρισκε αν δεν είχα δώσει όρκο βιαστικά. Πράγμα για το οποίο μετανοώ, προστυχογεννημένε θνητέ, που στο βασίλειο του Μόργκοθ έχεις μάθει να σέρνεσαι κρυφά σαν τους κατάσκοπους και τους δούλους του".

 

Τότε ο Μπέρεν απάντησε:

"Θάνατο μπορείς να μου δώσεις είτε το αξίζω είτε όχι. Αλλά δε δέχομαι από σένα τα ονόματα του πρόστυχου, του κατάσκοπου ή του δούλου. Μα το δαχτυλίδι του Φέλαγκουντ, που έδωσε στον Μπαραχίρ τον πατέρα μου στη μάχη του Βορρά, δεν αρμόζουν στον οίκο μου τέτοια ονόματα από κανένα Ξωτικό, είτε είναι βασιλιάς είτε όχι".

 

Τα λόγια του ήταν περήφανα και όλα τα μάτια κοίταξαν το δαχτυλίδι. Γιατί τώρα το κρατούσε ψηλά και τα πράσινα πετράδια του, που οι Νόλντορ είχαν κατασκευάσει στο Βάλινορ, στραφτοκοπούσαν. Το δαχτυλίδι έμοιαζε με δίδυμα φίδια που για μάτια είχαν σμαράγδια και τα κεφάλια τους αντάμωναν κάτω από μια κορώνα χρυσά λουλούδια, που το ένα κρατούσε και το άλλο κατέτρωγε. Αυτό ηταν το έμβλημα του Φινάρφιν και του οίκου του. Η Μέλιαν τότε έγειρε στο πλάϊ του Θίνγκολ και ψιθυριστά τον συμβούλεψε να αφήσει το θυμό του κατά μέρος.

 

"Γιατί δε θα χάσει ο Μπέρεν τη ζωή του από σένα", είπε, "και η μοίρα του θα τον οδηγήσει μακριά κι ελεύθερο στο τέλος, αλλά είναι δεμένη με τη δική σου. Πρόσεχε!"

 

Ο Θίνγκολ όμως κοίταξε σιωπηλά τη Λούθιεν και σκέφτηκε μέσα του: "Δυστυχισμένοι Άνθρωποι, παιδιά μικρών αρχόντων και εφήμερων βασιλιάδων, τέτοιοι να απλώσουν χέρι επάνω σου και να ζήσουν;" Ύστερα σπάζοντας τη σιωπή είπε:

 

"Βλέπω το δαχτυλίδι, γιε του Μπαραχίρ, και αντιλαμβάνομαι ότι είσαι υπερήφανος και θεωρείς τον εαυτό σου μεγάλο. Αλλά τα ανδραγαθήματα του πατέρα σου, ακόμα και αν οι υπηρεσίες του είχαν προσφερθεί σ'εμένα, δεν αρκούν για να κερδίσεις την κόρη του Θίνγκολ και της Μέλιαν. Κοίτα λοιπόν! Κι εγώ επιθυμώ ένα θησαυρό που τον κρατά άλλος. Γιατί βράχοι και ατσάλι και οι φωτιές του Μόργκοθ κρατούν το πετράδι που επιθυμώ να αποκτήσω ενάντια σε όλες τις δυνάμεις των Ξωτικο-βασιλείων. Όμως ακούω να λες ότι τέτοιου είδους δεσμά δε σε τρομάζουν. Πήγαινε λοιπόν! Φέρε μου στο χέρι σου ένα Σίλμαριλ από την κορώνα του Μόργκοθ και τότε, αν θέλει, μπορεί η Λούθιεν να βάλει το χέρι της στο δικό σου. Τότε θα πάρεις το πετράδι μου. Και, αν και η μοίρα της Άρντα μπορεί να είναι κλεισμένη μέσα στα Σίλμαριλ, εσύ όμως να με θεωρείς γενναιόδωρο".

 

Έτσι καταδίκασε το Ντόριαθ και παγιδεύτηκε μέσα στη κατάρα του Μάντος. Και όσοι άκουσαν εκείνα τα λόγια κατάλαβαν ότι ο Θίνγκολ θα κρατούσε τον όρκο του, στέλνοντας τον Μπέρεν στο θάνατο. Γιατί ήξεραν πως όλη η δύναμη των Νόλντορ, πριν σπάσει ο Αποκλεισμός, δεν αρκούσε ούτε για να δουν από μακριά τα λαμπερά Σίλμαριλ του Φέανορ. Γιατί ήταν τοποθετημένα στη Σιδερένια Κορώνα και τα φύλαγαν στην Άνγκμπαντ περισσότερο από κάθε θησαυρό. Και Μπάλρογκ ήταν ολόγυρα τους κι αμέτρητα σπαθιά και σιδερένιες μπάρες και απόρθητα τείχη, και η μαύρη μεγαλειότητα του Μόργκοθ.

 

Ο Μπέρεν όμως γέλασε:

 

"Για πολύ μικρό αντίτιμο", είπε, "πουλούν οι Ξωτικο-βασιλιάδες τις κόρες τους: για πετράδια και τεχνητά πράγματα. Αλλά αν αυτή είναι η επιθυμία σου, Θίνγκολ, θα την εκτελέσω. Κι όταν ξανασυνταντηθούμε, το χέρι μου θα κρατά ένα Σίλμαριλ από τη Σιδερένια Κορώνα. Γιατί δε βλέπεις για τελευταία φορά τον Μπέρεν, το γιο του Μπαραχίρ".

 

Ύστερα κοίταξε στα μάτια τη Μέλιαν, κι αυτή δεν είπε λέξη. Αποχαιρέτησε τη Λούθιεν Τινούβιελ και, κάνοντας υπόκλιση στον Θίνγκολ και τη Μέλιαν, παραμέρισε τους φρουρούς κι έφυγε μόνος από το Μένεγκροθ.

 

Τότε, τέλος, μίλησε η Μέλιαν και είπε στον Θίνγκολ:

 

"Ω Βασιλιά, το σχέδιο σου είναι πανούργο. Αλλά αν τα μάτια μου δεν έχουν σταματήσει να προβλέπουν, σε κακό θα σου βγεί, είτε αποτύχει ο Μπέρεν στην αποστολή του είτε όχι. Και τώρα η μοίρα του Ντόριαθ ενώθηκε με τη μοίρα μεγαλύτερης επικράτειας ".

 

Αλλά ο Θίνγκολ απάντησε:

 

"Δεν πουλώ ούτε σε Ξωτικό ούτε σε Άνθρωπο αυτήν που αγαπώ κι εκτιμώ πάνω από κάθε θησαυρό. Και αν υπήρχε ελπίδα ή φόβος ότι ο Μπέρεν μπορεί να επιστρέψει ζωντανός στο Μένεγκροθ, δε θα ξανάβλεπε το φως του ουρανού, ακόμα κι αν έχω δώσει όρκο".

 

Η Λούθιεν έμεινε σιωπηλή κι από κείνη την ώρα δεν τραγούδησε πια στο Ντόριαθ. Και μια θλιμμένη σιωπή απλώθηκε στα δάση και οι ίσκιοι μάκρυναν στο βασίλειο του Θίνγκολ.

 

 Συνέχεια >>>>

Δεν υπάρχουν σχόλια: