Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα beren. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα beren. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η Ζώνη της Μέλιαν

Η Ζώνη της Melian, γνωστή και ως το Πέπλο της Melian, ή απλώς το Πέπλο, ήταν ένας μαγικός φράχτης που περιέβαλλε το βασίλειο του Βασιλιά Thingol, το Doriath, καθ' όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του, δημιουργημένος από τη Βασίλισσά του, την Maia Melian, εμποδίζοντας την είσοδο στη γη του χωρίς τη θέλησή του και τη συγκατάθεσή του. Ο Beren ήταν o μοναδικός που πέρασε μέσα από τη Ζώνη χωρίς τη γνώση του Βασιλιά και της Βασίλισσας του Doriath. Η προστασία της Ζώνης περιλάμβανε τα τρία δάση του Neldoreth και του Region. Doriath σημαίνει "Περιφραγμένη Γη" ή "Γη της Ζώνης". Κατά συνέπεια, οι Sindar που κατοικούσαν στο Doriath ονομάστηκαν Iathrim, ο "Λαός του Φράχτη".

 
Η Ζώνη
της Μέλιαν δημιουργήθηκε από την Μέλιαν λίγο μετά την Πρώτη Μάχη του Μπελέριαντ, ώστε να εξασφαλίσει ότι το Ντόριαθ θα παρέμενε άθικτο από τις δυνάμεις του εχθρού, προστατεύοντάς το από τη σκοτεινή επιρροή και τα αδιάκριτα μάτια του Μόργκοθ, παρόμοια με τον τρόπο που η Γκαλάντριελ χρησιμοποίησε το Νένυα για να προστατέψει το Λοθλόριεν από τον Σάουρον. Περιέκλειε τα τρία δάση του Νέλντορεθ, του Ρέγκιον, του Νίβριμ και μέρους της γης του Αέλιν-ούιαλ. Όλοι όσοι προσπαθούσαν να περάσουν από αυτή, συγχύστηκαν και περιπλανήθηκαν άσκοπα σαν να χάθηκαν σε έναν ατέλειωτο λαβύρινθο δέντρων, φτάνοντας σε μια κατάσταση όπου το φαγητό τους θα τελείωνε κάποια στιγμή και θα πέθαιναν. Μόνο εκείνοι που είχαν την άδεια του Θίνγκολ ή της Μέλιαν, ή εκείνοι με δύναμη μεγαλύτερη από την Μέλιαν, θα μπορούσαν να περάσουν επιτυχώς μέσα από αυτή. Οι μόνοι καταγεγραμμένοι δύο που έχουν περάσει ενάντια στη θέλησή της ήταν ο Μπέρεν και ο Κάρχαροθ.

Μένεγκροθ

To Menegroth, γνωστό επίσης ως "Χίλια Σπήλαια" και "Οι Σπηλιές του Menegroth", ήταν η πρωτεύουσα της γης του Doriath, το οποίο ήταν το σπίτι του Βασιλιά Thingol των Sindar και της Βασίλισσας Maia Melian κατά την Πρώτη Εποχή. Εκεί ήταν η υπέροχα διακοσμημένη Αίθουσα του Thingol όπου βρισκόταν ο θρόνος του, αλλά κι εκεί όπου δολοφονήθηκε ο ίδιος απ' τους Νάνους του Nogrod. Επιπλέον, η Αποστολή του Beren για το Silmaril ξεκινά στο Menegroth. Αργότερα λεηλατήθηκε απ' τους Γιούς του Fëanor στην αναζήτησή τους ενός από τα Silmarils, το οποίο κλάπηκε από το στέμμα του Morgoth, πριν τον Πόλεμο της Οργής.


Στους χρόνους μετά τον Πόλεμο για την Σωτηρία των Ξωτικών, οι Τελέρι είχαν σκορπιστεί σε όλο το Μπελέριαντ σε λιμάνια όπως το Φαλάς, ή στις δασώδεις εκτάσεις του Ρέγκιον και του Νέλντορεθ. Ο αρχηγός τους, ο Έλγουε, χάθηκε για πολύ καιρό στα δάση με την Μάια Μέλιαν, την αγαπημένη του. Έπειτα εμφανίστηκαν ξανά και οι δύο, κι εκείνος, ονομαζόμενος πλέον Θίνγκολ, βιαζόταν να φτιάξει ένα σπίτι για το λαό του. Έτσι, ζήτησε απ' τους Νάνους του Μπέλεγκοστ να βοηθήσουν στην κατασκευή του νέου φρουρίου, το οποίο σκάφτηκε μέσα στον δυτικό τοίχο του φαραγγιού πάνω από τον ποταμό Εσγκάλντουιν, και είχε μόνο μια είσοδο, ψηλά πάνω από τον ποταμό, προσβάσιμη από μία μεγάλη πέτρινη γέφυρα. Ονομάστηκε Μένεγκροθ, τα Χίλια Σπήλαια, λόγω του μεγάλου αριθμού σπηλαίων και αιθουσών του, όλα λαξευμένα σε πέτρα και υπέροχα διακοσμημένα από σκαλίσματα οξιών και πουλιών. Τα πολλά αυτά διαφορετικά δωμάτια περιλάμβαναν οπλοστάσια, θησαυροφυλάκια, σιδηρουργεία και κατοικίες για τα Ξωτικά και τους Νάνους.

Νέλντορεθ

To Neldoreth, ή το Δάσος του Neldoreth, ήταν ένα δάσος στο Doriath. Βρισκόταν μεταξύ των ποταμών Esgalduin και Mindeb στο βόρειο σημείο του Βασιλείου. Σε αυτό το Δάσος γεννήθηκε η Lúthien, ενώ αργότερα αποτέλεσε μέρος της "Ζώνης της Melian".


Μετά την Πρώτη Μάχη του Μπελέριαντ, το Νέλντορεθ συμπεριλήφθηκε μέσα στη Ζώνη της Μέλιαν. Εκεί στο Νέλντορεθ, ο Βασιλιάς Θίνγκολ του Ντόριαθ και η Μάια Μέλιαν έκαναν μια κόρη, την Λούθιεν, και ήταν εκει όπου ο Μπέρεν είδε για πρώτη φορά την Λούθιεν να χορεύει στο σεληνόφως και την ερωτεύτηκε. Αφότου ο Μπέρεν πιάστηκε αιχμάλωτος απ' τον Σάουρον, ο Θίνγκολ γνώριζε ότι η Λούθιεν θα προσπαθούσε να τον σώσει, έτσι έβαλε να την φυλακίσουν σε ένα δεντρόσπιτο στην πιο ψηλή οξιά, την οποία οι Σίνταρ του Ντόριαθ ονόμαζαν Χίριλορν. Ο Δεντρογένης, όντας πολύ μεγάλος και έχοντας δει την Πρώτη Εποχή, θυμήθηκε ότι κάποτε του άρεσε να επισκέπτεται το Τάουρ-να-Νέλντορ (ένα άλλο όνομα για το Νέλντορεθ) κατά τους φθινοπωρινούς μήνες, τότε που τα φύλλα ήταν χρυσά και κόκκινα.

Κέλεγκορμ

O Celegorm, που ονομάζεται επίσης Celegorm ο Ξανθός, ήταν ο τρίτος γιος του Fëanor και της Nerdanel, κι από όλους τους αδερφούς του εκείνος ήταν πιο στενά συνδεδεμένος με τον Curufin. Ήταν μεγάλος κυνηγός και φίλος του Vala Oromë και περιγράφεται ξανθός, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα μαύρα και κόκκινα μαλλιά των γονιών του και των έξι αδελφών του. Ο Celegorm, δεσμευόμενος από τον Όρκο του, έφτασε στη Μέση-Γη με τα αδέλφια του και δημιούργησαν μεγάλα βασίλεια στην εξορία, ενώθηκαν με τους συγγενείς τους από τον Οίκο του Fingolfin και πολέμησαν ενάντια στις στρατιές του Morgoth. Σκοτώθηκε από τον Dior Eluchil στο Menegroth στη Δεύτερη Αδελφοκτονία.


Ο Κέλεγκορμ γεννήθηκε στο Βάλινορ κατά τη διάρκεια των Χρόνων των Δέντρων. Ήταν πολύ στενός φίλος με τον Όρομε και πιθανότατα κυνηγούσε μαζί του στα δάση του, ενώ παράλληλα έμαθε πολλά για τα πουλιά και τα ζώα και μπορούσε επίσης να καταλάβει αρκετές από τις γλώσσες τους. Είχε φέρει μαζί του από το Βάλινορ τον Χούαν, το μεγάλο λυκόσκυλο, που ήταν δώρο από τον Όρομε.

Το Δαχτυλίδι του Μπάραχιρ

Το Δαχτυλίδι του Barahir, αρχικά το Δαχτυλίδι του Felagund, ήταν ένα περίτεχνο ασημένιο δαχτυλίδι που δόθηκε στον Barahir από τον Βασιλιά Finrod Felagund ως δώρο για τη διάσωση της ζωής του στην Dagor Bragollach. Ήταν ένα σημάδι αιώνιας φιλίας μεταξύ του Finrod και του Οίκου του Barahir κι έγινε κειμήλιο των Edain στις μεταγενέστερες Eποχές, φτάνοντας στον Aragorn που του δόθηκε μαζί με τα θραύσματα του Narsil όταν του αποκαλύφθηκε ποιος είναι.


Αν και το δαχτυλίδι του Μπάραχιρ δεν είχε καμία γνωστή μαγεία ή δύναμη, αναφέρεται ως ένα από τα παλαιότερα δημιουργήματα στη Μέση-Γη. Δημιουργημένο κατά την Πρώτη Εποχή και υπάρχοντας τουλάχιστον ως το τέλος της Τρίτης Εποχής, είναι χιλιάδες χρόνια μεγαλύτερο από οποιοδήποτε από τα Δαχτυλίδια της Δύναμης. Το δαχτυλίδι είχε το σχήμα δίδυμων φιδιών με σμαραγδένια μάτια, τα κεφάλια των οποίων αντάμωναν κάτω από ένα στέμμα από χρυσά λουλούδια, που το ένα κρατούσε και το άλλο κατέτρωγε. Αυτό ήταν το έμβλημα του Οίκου του Φινάρφιν. Δημιουργήθηκε από τους Νόλντορ στο Βάλινορ και άνηκε στον Άρχοντα Φίνροντ. Το πήρε στη Μέση-Γη κατά την εξορία των Νόλντορ μαζί με άλλους θησαυρούς που έφερε από την Τίριον και το φορούσε στη Νάργκοθροντ.

Ντάερον

O Daeron (που επίσης προφέρεται "Dairon") ήταν ένα Sindarin Ξωτικό του Doriath, o κυριότερος λαογράφος του Βασιλιά Thingol και ο μεγαλύτερος μουσικός στη Μέση-Γη. Ήταν επίσης εξειδικευμένος γλωσσολόγος και εφηύρε το αλφάβητο Cirth, το 1300 των Χρόνων των Δέντρων. Λόγω της αγάπης του για τη Luthien ζήλευε τον Beren τον Μονόχειρα και την πρόδωσε δύο φορές. Το όνομα Daeron ενδεχομένως σημαίνει «Σκιά των Δέντρων», ενώ Dairon ήταν το όνομά του στη Doriathrin, μια διάλεκτο της Sindarin.

 
Ο Ντάερον γεννήθηκε στη Μέση-Γη σε χρόνο που δεν μας είναι γνωστός. Ακολουθώντας την ομάδα του Έλγουε, έγινε σημαντικός κοντά στο Βασιλιά Θίνγκολ, υπηρετώντας ως λαογράφος και αοιδός του. Επινόησε τα Κιρθ, τα οποία αργότερα έγιναν σημαντική μορφή γραφής. Α
ναφέρεται ως ένας από τους μεγαλύτερους αοιδούς από όλα τα Παιδιά του Ιλούβαταρ, και μόνο ο Μάγκλορ, ο Γιος του Φέανορ, λέγεται ότι πλησίαζε την ικανότητά του.

Ντίορ Ελουχίλ

Ο Dior, που ονομάζεται επίσης Dior Eluchíl και που ήταν μισός Ξωτικό, ήταν ο γιος του διάσημου Ανθρώπου Beren του Μονόχειρα του Οίκου του Bëor (Πρώτος Οίκος των Edain) και της θρυλικής Πριγκίπισσας των Ξωτικών Luthien του Doriath. Αργότερα έγινε ο βασιλιάς του Doriath καθότι ήταν ο κληρονόμος του βασιλιά Elu Thingol και έγινε επίσης ο Υψηλός Βασιλιάς των Sindar. Το όνομα Dior πιθανότατα σημαίνει "διάδοχος". Ονομαζόταν επίσης Eluchíl που σημαίνει "Κληρονόμος του Elu", Ausir που σημαίνει "πλούσιος" και Aranel που σημαίνει "Ευγενές Ξωτικό" ή "Βασιλιάς των Ξωτικών".


Ο Ντίορ ήταν ένα από τα ομορφότερα όντα που έζησαν ποτέ. Προερχόταν από τρεις διαφορετικές φυλές, των Άινουρ (Μάιαρ), των Ανθρώπων και των Ξωτικών. Ο παππούς του από τη μεριά του πατέρα του ήταν ο Μπάραχιρ (ένας μεγάλος οπλαρχηγός των Εντάιν) και η γιαγιά του ήταν η Εμέλντιρ. Από τη μεριά της μητέρας του, παππούς του ήταν ο βασιλιάς Θίνγκολ και γιαγιά του η βασίλισσα Μέλιαν, η οποία ήταν μια από τους Μάιαρ.

Κουρούφιν

O Curufin, ο επονομαζόμενος επίσης Επιδέξιος, ήταν πρίγκηπας των Ñoldor και ο πέμπτος από τους επτά γιους του Fëanor και της Nerdanel. Ήταν ο αγαπημένος του Fëanor και του έμοιαζε πολύ στην εμφάνιση, στην ιδιοσυγκρασία και στην ικανότητα. Το όνομα που του δόθηκε απ' τον πατέρα του ήταν Curufinwë ("Επιδέξιος γιος του Finwë). Ήταν επίσης ο πατέρας του Celebrimbor, του μεγαλύτερου τεχνίτη του Eregion (και της Μέσης-Γης γενικότερα, μετά τον Fëanor), που σφυρηλάτησε τα Τρία Δαχτυλίδια των Ξωτικών.


Ο Κουρούφιν γεννήθηκε στην Τίριον κατά τη διάρκεια των Χρόνων των Δέντρων και του δόθηκε το όνομα Κουρουφίνγουε (Curufinwë, Επιδέξιος γιος του Φίνγουε), ίδιο με του πατέρα του. Το όνομα που του έδωσε η μητέρα του ήταν Αταρίνκε (Atarinkë, Μικρός Πατέρας). Όσο βρισκόταν ακόμη στο Βάλινορ παντρεύτηκε και απέκτησε ένα γιο, τον Κελεμπρίμπορ, ο οποίος ήταν σε πλήρη αντίθεση με τον πατέρα του και που αργότερα αντιπάθησε τις πράξεις και τις σχέσεις του με τους άλλους Νόλντορ.

Έλου Θίνγκολ

O Thingol, επίσης γνωστός ως Elu, ήταν ένα Ξωτικό με καταγωγή από τους Teleri κατά την Πρώτη Εποχή. Ήταν ο ιδρυτής και ο πρώτος Βασιλιάς του βορείου Βασιλείου του Doriath, Υψηλός Βασιλιάς των Sindar, σύζυγος της Maia Melian και πατέρας της Luthien. Γνωστός ως Elwë κατά τα πρώτα χρόνια των Eldar, ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Olwë, του Άρχοντα του Alqualondë, του Tol Eressëa και Υψηλού Βασιλιά των Teleri στο Aman. Ήταν επίσης καλός φίλος του Finwë, του πρώτου Υψηλού Βασιλιά των Noldor, τον καιρό προτού τα Ξωτικά φτάσουν στο Aman. Ως ο δεδομένος Άρχοντας του Beleriand, ο Thingol έγινε ένα από τα κεντρικά πρόσωπα της Πρώτης Εποχής, υποκινώντας την Αποστολή για το Silmaril, τη μεγαλύτερη νίκη του καιρού εκείνου, αλλά και την αιτία του δικού του χαμού. Το Εlu Thingol είναι η Sindarin εκδοχή του Quenya ονόματoς Elwë Singollo (Φαιοχίτων ή Γκριζοντυμένος).


Ο Θίνγκολ γεννήθηκε στην Κουιβιένεν σε καιρό πριν από τον Ήλιο και τη Σελήνη, όταν η Μέση-Γη φωτιζόταν μόνο από το φως των άστρων. Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός του Όλγουε, ενώ στις Ατέλειωτες Ιστορίες αναφέρεται ότι υπήρχε και ένας τρίτος αδερφός, ο Έλμο, απ' τον οποίο κατάγεται ο Κέλεμπορν. Τα μαλλιά του ήταν ασημένια και ήταν ο ψηλότερος όλων των Ξωτικών και των Ανθρώπων.

Η Ωδή της Λέιθιαν

Το Lay of Leithian είναι ένα ημιτελές ομοιοκατάληκτο ποίημα γραμμένο από τον J. R. R. Tolkien κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, αποτελούμενο από περισσότερους από 4200 στίχους. Ήταν μια μεγάλη ωδή των Ξωτικών που αφηγείται την ιστορία του Beren και της Luthien, την Αποστολή τους για το Silmaril και την επιστροφή τους από τον Mandos. Λέγεται ότι ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη όλων αυτών των ιστοριών (με την Narn i Chîn Húrin, την Iστορία των Παιδιών του Hurin, να είναι η μεγαλύτερη). Η δημοσίευση του ποιήματος έγινε μετά το θάνατο του Tolkien στο Lays of Beleriand, τον 3ο τόμο τoυ "The History of Middle-Εarth". Leithian είναι η μετάφραση της φράσης "Απελευθέρωση από τα Δεσμά".
 

Η Ωδή αφηγείται την ιστορία της διαφυγής του Μπέρεν από το Ντορθόνιον μετά την απώλεια του πατέρα του, Μπάραχιρ. Ερχόμενος στο νότο, εισήλθε στο Ντόριαθ και συνάντησε την Λούθιεν Τινούβιελ στο δάσος. Ερωτεύτηκαν και θέλησαν να παντρευτούν, αλλά ο πατέρας της Λούθιεν, ο βασιλιάς Θίνγκολ, είπε ότι θα έδινε στον Μπέρεν την κόρη του μόνο αν εκείνος κατάφερνε να φέρει ένα Σίλμαριλ από την Κορόνα του Μόργκοθ, από τα μεγαλύτερα βάθη της Άνγκμπαντ. 

Φίνροντ Φέλαγκουντ

Ο Finrod, ονομαζόμενος επίσης Felagund, ήταν Noldo ο οποίος γεννήθηκε στο Aman, κατά πάσα πιθανότητα στην Tirion. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Finarfin και της Eärwen, και ο αδελφός των Orodreth, Angrod, Aegnor και Galadriel. Ήταν ο Βασιλιάς της Nargothrond στο Beleriand, ενώ υπήρξε φίλος των Ανθρώπων και ένα από τα πιο ευγενή Ξωτικά του Οίκου του Finarfin. Η αρχοντιά του και ο θάνατός του για να σώσει τον Beren, αλλά και η αντίθεσή του στον Όρκο του Fëanor, έδρασαν καταλυτικά για την επιστροφή του στη ζωή στο Valinor, κάνοντάς τον έτσι το πρώτο Ξωτικό που μετενσαρκώθηκε στους Αθάνατους Τόπους πριν από το τέλος της Πρώτης Εποχής
  

Ο Φίνροντ ήταν σαν τον πατέρα του στο πρόσωπο και στα μαλλιά που ήταν χρυσά, όπως και στην ευγενή και γενναιόδωρη καρδιά του. Ήταν σοφός, δίκαιος, ισχυρός και μεγάλος ταξιδιώτης. Αντιτάχθηκε στον Φέανορ και τον Όρκο του όταν εκείνος θέλησε να επιστρέψει στη Μέση-Γη για να ανακτήσει τα Σίλμαριλς από τον Μόργκοθ. Τελικά επέλεξε να μην χωριστεί από τους δικούς του και έτσι ακολούθησε τον πατέρα του και τον Οίκο του, αλλά και τον Οίκο του Φινγκόλφιν

Μέλιαν

Η Melian (σε Sindarin Αγαπητό Δώρο) ήταν Maia, σύζυγος του Elu Thingol, μητέρα της Luthien και βασίλισσα του Doriath στο Beleriand. Όταν η Luthien παντρεύτηκε τον Beren Erchamion, είχε ως αποτέλεσμα το αίμα των Maiar να περάσει - μέσω της Melian - στα Ξωτικά και τους Ανθρώπους. Στην Quenya το όνομά της ήταν Melyanna από το mel που σημαίνει "αγάπη" και το anna που σημαίνει "δώρο"). Ονομαζόταν επίσης Tóril που σημαίνει "Βασίλισσα". 


Πριν έρθει στη Μέση-Γη, η Μέλιαν υπηρέτησε τη Βάνα και την Εστέκαι κατοίκησε στο Λόριεν φροντίζοντας τα δέντρα, των οποίων αγαπούσε τις βαθιές σκιές. Ανάμεσα στο λαό της κανένας δεν ήταν σοφότερος, πιο όμορφος, ή περισσότερο εξειδικευμένος στο μαγευτικό τραγούδισμα από την Μέλιαν. Όταν το φως των Δύο Δέντρων σμίγει, η Μέλιαν τραγουδάει και οι Βάλαρ σταματούν το έργο τους για να την ακούσουν. Τα αηδόνια πήγαιναν μαζί της οπουδήποτε και αν πήγαινε, και εκείνη τους δίδαξε το τραγούδι τους. Όταν τα Ξωτικά ξύπνησαν στην όχθη της λίμνης Κουιβίενεν έφυγε από το Βάλινορ και πήγε στη Μέση-Γη, όπου γέμισε εκεί τη σιωπή με το τραγούδι της και το κελάηδισμα των πουλιών της.

Μπέρεν και Λούθιεν

 Μπέρεν

Από τις ιστορίες της λύπης και της καταστροφής που φτάνουν ως εμάς από κείνες τις μέρες υπάρχουν και μερικές που ανάμεσα στους θρήνους υπάρχει χαρά και κάτω από την σκιά του θανάτου φώς που διατηρείται. Και από αυτές τις ιστορίες η πιο ωραία στ' αφτιά των Ξωτικών εξακολουθεί να είναι η ιστορία του Μπέρεν και της Λούθιεν. Από την ζωή τους έγινε η Ωδή της Λεϊθιαν, της Απαλλαγής από τα Δεσμά, που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη από τις ωδές που αναφέρονται στον αρχαίο κόσμο. Εδώ η διήγηση εξιστορείται με λιγότερα λόγια και χωρίς μουσική.

 
Ο Άρχοντας της Σκιάς, Μόργκοθ, καταδίωκε έναν από τους τελευταίους μαχητές του Ντορθόνιον. Αρχηγός των παράνομων Ανθρώπων ήταν ο Μπαραχίρ. Εκείνος και οι δώδεκα σύντροφοί του βρήκαν φρικτό θάνατο από μια ομάδα Όρκ μετά από μη θελημένη προδοσία. Ένας έλειπε από την νυχτερινή σφαγή, ο γιος του Μπαραχίρ, ο Μπέρεν. Εκείνος βρισκόταν μακριά, γιατί ο πατέρας του τον είχε στείλει να κατασκοπεύσει τον εχθρό. Εκείνη την νύχτα, αφού ξάπλωσε να κοιμηθεί εξαντλημένος, ήρθε στο όνειρό του δολοφονημένος ο Γκόρλιμ, ο μοιραίος προδότης. Ο Γκόρλιμ τον ενημέρωσε για την προδοσία του και για τον άγριο θάνατό του και του είπε να βιαστεί να ειδοποιήσει τον πατέρα του.