Κέλεγκορμ

O Celegorm, που ονομάζεται επίσης Celegorm ο Ξανθός, ήταν ο τρίτος γιος του Fëanor και της Nerdanel, κι από όλους τους αδερφούς του εκείνος ήταν πιο στενά συνδεδεμένος με τον Curufin. Ήταν μεγάλος κυνηγός και φίλος του Vala Oromë και περιγράφεται ξανθός, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα μαύρα και κόκκινα μαλλιά των γονιών του και των έξι αδελφών του. Ο Celegorm, δεσμευόμενος από τον Όρκο του, έφτασε στη Μέση-Γη με τα αδέλφια του και δημιούργησαν μεγάλα βασίλεια στην εξορία, ενώθηκαν με τους συγγενείς τους από τον Οίκο του Fingolfin και πολέμησαν ενάντια στις στρατιές του Morgoth. Σκοτώθηκε από τον Dior Eluchil στο Menegroth στη Δεύτερη Αδελφοκτονία.


Ο Κέλεγκορμ γεννήθηκε στο Βάλινορ κατά τη διάρκεια των Χρόνων των Δέντρων. Ήταν πολύ στενός φίλος με τον Όρομε και πιθανότατα κυνηγούσε μαζί του στα δάση του, ενώ παράλληλα έμαθε πολλά για τα πουλιά και τα ζώα και μπορούσε επίσης να καταλάβει αρκετές από τις γλώσσες τους. Είχε φέρει μαζί του από το Βάλινορ τον Χούαν, το μεγάλο λυκόσκυλο, που ήταν δώρο από τον Όρομε.

Μετά την κλοπή των Σίλμαριλς και τον θάνατο του παππού τους, ο ίδιος, ο πατέρας του και τα αδέλφια του, έδωσαν Όρκο να τα ανακτήσουν με οποιοδήποτε κόστος. Αφού έφτασαν στη Μέση-Γη, ο Κέλεγκορμ και ο Κουρούφιν έγιναν μεγάλοι άρχοντες στη γη του Χίμλαντ, ένα πέρασμα που οδηγούσε στο Βασιλείο του Ντόριαθ, το οποίο οχύρωσαν τα δύο αδέλφια και το κρατούσαν μέχρι τη Μάχη της Ξαφνικής Φλόγας. Μετά τη μάχη και αφού τα δύο αδέλφια είχαν ηττηθεί, κατέφυγαν νότια στο Ντόριαθ. Λόγω του ότι δεν ήταν ευπρόσδεκτοι εκεί λόγω της Αδελφοκτονίας στο Αλκουαλόντε, έφυγαν με τους δικούς τους για τη Νάργκοθροντ, όπου ο ξάδελφός τους, ο Βασιλιάς Φίνροντ, τους καλωσόρισε. Λίγο μετά, ο Μπέρεν ήρθε επίσης στη Νάργκοθροντ για να ζητήσει βοήθεια. Ο Φίνροντ, λόγω του ότι είχε δώσει όρκο στον πατέρα του Μπέρεν, τον Μπάραχιρ, να βοηθήσει τον ίδιο και τους συγγενείς του αν παραστεί ανάγκη, αποφάσισε να βοηθήσει τον Μπέρεν, αλλά οι Κουρούφιν και Κέλεγκορμ, ενθυμούμενοι τον δικό τους όρκο, έπεισαν φοβίζοντας τους ανθρώπους της Νάργκοθροντ να μην τον ακολουθήσουν και να μην κάνουν ανοιχτό πόλεμο εναντίον του Μόργκοθ. Ως εκ τούτου, ο Φίνροντ έπρεπε να φύγει με ελάχιστους πολεμιστές, συμπεριλαμβανομένου και του Μπέρεν, πεθαίνοντας λίγο αργότερα. Ο ανιψιός του, ο Ορόντρεθ, έγινε κυβερνήτης στη θέση του. 

Ενώ ο ίδιος και ο αδελφός του ζούσαν στη Νάργκοθροντ, πήγαν για κυνήγι με τον Χούαν και βρήκαν την Λούθιεν Τινούβιελ, την κόρη του βασιλιά Θίνγκολ του Ντόριαθ, να ψάχνει για τον Μπέρεν. Υποκρινόμενοι ότι θα την βοηθούσαν, την έπιασαν αιχμάλωτη και την πήγαν στη Νάργκοθροντ, διότι ο Κέλεγκορμ την είχε ερωτευτεί και θα ζητούσε από τον Θίνγκολ το χέρι της. Ο Χούαν, ωστόσο, βοήθησε τη Λούθιεν να ξεφύγει και μαζί απελευθέρωσαν τον Μπέρεν και άλλους σκλάβους από τον Σάουρον. Όταν αυτοί οι σκλάβοι επέστρεψαν, οι άνθρωποι της Νάργκοθροντ αντιλήφθηκαν την προδοσία των δύο αδελφών και, αν και ο Ορόντρεθ δεν θα τους άφηνε να σκοτωθούν, εντούτοις τους πέταξε έξω από τη Νάργκοθροντ.

Ο Κέλεγκορμ σκοτώθηκε στο Μένεγκροθ στην Δεύτερη Αδελφοκτονία, όταν οι Γιοί του Φέανορ επιτέθηκαν στο Ντόριαθ για να πάρουν το Σίλμαριλ που είχε στην κατοχή του ο βασιλιάς Ντίορ, ο γιος του Μπέρεν και της Λούθιεν. Ο Ντίορ και ο Κέλεγκορμ σκότωσαν ο ένας τον άλλον στις αίθουσες του Μένεγκροθ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: