O Saruman, που ονομάζεται Curunir στην Sindarin και Curumo στην Quenya (μεταφράζεται "Άνθρωπος της Δεξιοσύνης" και στις δύο γλώσσες), επίσης επονομαζόμενος o Λευκός, των Πολλών Χρωμάτων, ο Λευκός Μάγος, Επικεφαλής του Λευκού Συμβουλίου και Άρχοντας του Isengard, ήταν ένας Μάγος (Istar), ο οποίος ήρθε στη Μέση-Γη ως απεσταλμένος των Valar κατά τη διάρκεια της Τρίτης Εποχής (1000 - 3019, ζώντας στην Μέση-Γη για 2019 χρόνια). Αρχικά, ήταν ο αρχηγός των Μάγων και του Λευκού Συμβουλίου που αντιτάχθηκε στον Sauron. Oι εκτεταμένες, ωστόσο, μελέτες του για τη σκοτεινή μαγεία τον οδήγησαν τελικά στην επιθυμία του να αποκτήσει το Ένα Δαχτυλίδι. Πιστεύοντας ότι θα μπορούσε να συμμαχήσει με τον Sauron και στη συνέχεια να τον προδώσει, ο Saruman συμμάχησε και συνέταξε το Isengard με τη Mordor στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού, στον οποίο όμως νικήθηκε.
Ο Σάρουμαν ήταν ο πρώτος από τους πέντε Μάγους που έφτασαν στη Μέση-Γη, στο τέλος της πρώτης χιλιετίας της Τρίτης Εποχής. Λέγεται ότι ήταν ο μεγαλύτερος της τάξης και αναγνωρίστηκε ως ο επικεφαλής των Ιστάρι. Κατοικούσε στο φρούριο του Όρθανκ στο Ίσενγκαρντ και ήταν ανταγωνιστής των Ελεύθερων Λαών στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού.
Εμφανισιακά ο Σάρουμαν έδειχνε γέρος με μαύρα μαλλιά. Στο τέλος της Τρίτης Εποχής, τα μαλλιά και τα γένια του έγιναν ως επί τω πλείστον λευκά, και είχε μόνο μαύρες τρίχες γύρω από τα χείλη και στα αυτιά του. Ήταν ψηλός, μακρυπρόσωπος και τα μάτια του ήταν βαθιά και σκοτεινά. Εμφανιζόταν φορώντας ένα λευκό μανδύα, και αργότερα με ένα μανδύα που άλλαζε χρώματα καθώς κινούταν. Δεν ήταν ούτε Άνθρωπος ούτε Ξωτικό, αλλά ένας Μάια, ένας Ιστάρ. Ως εκ τούτου, ο ίδιος ήταν αθάνατος και εξαιρετικά ισχυρός, αλλά υπήρχαν όρια σχετικά με το πόσο πολύ θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν αυτές οι δυνάμεις. Οι δύο κυριότερες δυνάμεις του ήταν οι γνώσεις του και η φωνή του.
Ο Σάρουμαν αρχικά ήταν ένας Μάια του Άουλε του Μεταλλουργού - όπως ήταν κάποτε και ο Σάουρον (Μάιρον) - ονομαζόμενος Κούρουμο (Curumo, αργότερα στη Sindarin Curunír, ή στην Κοινή Γλώσσα Saruman), που σημαίνει "Άνθρωπος της Δεξιοσύνης". Στo Βάλινορ, συγκλήθηκε ένα συμβούλιο από τον Μάνγουε, λίγο μετά την ήττα του Σάουρον από την Τελευταία Συμμαχία Ξωτικών και Ανθρώπων. Αν και ο Σάουρον νικήθηκε, εντούτοις αποδείχθηκε αργότερα ότι δεν είχε κατατροπωθεί ολοκληρωτικά και η σκιά του άρχισε να απλώνεται για δεύτερη φορά πάνω από τη Μέση-Γη. Αποφασίστηκε λοιπόν να σταλούν πέντε απεσταλμένοι στη Μέση-Γη, με σκοπό να βοηθήσουν τους Ανθρώπους και τα Ξωτικά ενάντια στον Εχθρό. Ένας από εκείνους που πήγαν ήταν ο Κούρουμο. Ο Σάρουμαν ήταν ένας από εκείνους που προσφέρθηκαν να πάνε εθελοντικά, ενώ ο τελευταίος, ο Ολόριν (αργότερα γνωστός ως Γκάνταλφ) διατάχθηκε από τον Μάνγουε να πάει. Οι άλλοι τρείς που επιλέχθηκαν να σταλούν ήταν ο Αιγουέντιλ (αργότερα Ράνταγκαστ), ο Άλαταρ και ο Παλλάντο. Ο Κούρουμο τέθηκε γενικός ηγέτης της ομάδας.
Ο Σάρουμαν έφτασε μόνος του με ένα πλοίο στο Μίθλοντ (Γκρίζα Λιμάνια) στο Λίντον γύρω στο 1000 της Τρίτης Εποχής, και μόνο ο Κίρνταν γνώριζε την ταυτότητα και την καταγωγή του. Πήγε στο ανατολικό τμήμα της Μέσης-Γης και μετά από μιάμιση χιλιετία επέστρεψε στη Δύση, καθώς η δύναμη του Σάουρον μεγάλωνε ξανά στο Ντολ Γκούλντουρ. Όταν διαμορφώθηκε το Λευκό Συμβούλιο γύρω στο 2463 της Τρίτης Εποχής, ο Σάρουμαν τέθηκε αρχηγός του. Ακόμα και τότε, αισθανόμενος την ενδυνάμωση του Σάουρον, άρχισε να ζηλεύει και να επιθυμεί τη δύναμή του, και κυρίως το Ένα Δαχτυλίδι. Συμπτωματικά, την ίδια χρονιά, το Ένα Δαχτυλίδι βρέθηκε από το Γκόλουμ, τραβώντας τον Σκοτεινό Άρχοντα πιο κοντά στη σύγκρουση που αποδείχθηκε τελικά η καταστροφή του Σάρουμαν.
Όταν ο Σάρουμαν επέστρεψε από τα ταξίδια του στο ανατολικό τμήμα της Μέσης-Γης, και πέρασε χρόνια στη Μίνας Τίριθ εξετάζοντας τα αρχεία της. Είναι πιθανό εκεί να υπέθεσε ότι ένα Παλαντίρ θα εξακολουθούσε να βρίσκεται στο Όρθανκ. Ο ίδιος προσφέρθηκε να κάνει το Ίσενγκαρντ σπίτι του και να διοικήσει την άμυνα της Δύσης. Αυτό έγινε ευνοϊκά δεκτό από τον βασιλιά Φρέαλαφ του Ρόχαν και τον Επίτροπο της Γκόντορ Μπέρεν ομοίως. Το 2759 της Τρίτης Εποχής, δόθηκε στον Σάρουμαν το κλειδί του Όρθανκ, ελπίζοντας ότι θα αποδεικνυόταν ένας σημαντικός σύμμαχος. Εκεί ο ίδιος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υπεράσπιση των ελευθέρων εδαφών της Δύσης. Στο Όρθανκ τελικά βρήκε την Πέτρα του Όρθανκ, μία από τις επτά Σφαίρες της Όρασης, αλλά αυτό το κράτησε μυστικό και κρυφό, ιδιαίτερα από το Λευκό Συμβούλιο.
Το 2851, συνήλθε το Λευκό Συμβούλιο και ο Γκάνταλφ αποκάλυψε ότι η κακή παρουσία στο Ντολ Γκούλντουρ ήταν πράγματι ο Σάουρον και ότι είχε επιστρέψει, και προέτρεψε να γίνει εκεί επίθεση. Ο Σάρουμαν ωστόσο πίστευε ότι ο Σάουρον θα ήταν χρήσιμος στην προσπάθειά του: επιτρέποντας στον Σάουρον να ενισχύσει τη δύναμη του, το Ένα Δαχτυλίδι θα αποκαλυπτόταν, και ο Σάρουμαν ήλπιζε να έχει επαρκή δύναμη ώστε να το εκμεταλλευτεί πρώτος εκείνος για τον εαυτό του μέχρι τότε. Με τη στρατηγική αυτή κατά νου, ο Σάρουμαν απέρριψε τον Γκάνταλφ. Γρήγορα έγινε σαφές ότι ο Σάρουμαν επιθυμούσε να αποκτήσει το Ένα Δαχτυλίδι για τον εαυτό του. Σύντομα διαπίστωσε ότι ο Σάουρον είχε περισσότερες γνώσεις από ό, τι περίμενε για το πιθανό σημείο που βρισκόταν το Δαχτυλίδι, και το 2941 συναίνεσε τελικά σε μια επίθεση στο Ντολ Γκούλντουρ εναντίον του Εχθρού, και τότε ο Σάουρον υποχώρησε στην Μόρντορ.
Το 2953 της Τρίτης Εποχής, οι Σοφοί συγκεντρώθηκαν για μια ακόμη φορά ώστε να συζητήσουν σχετικά με τα Δαχτυλίδια της Δύναμης. Ο Σάρουμαν καθησύχασε το Συμβούλιο ισχυριζόμενος ότι γνωρίζει πως το Ένα Δαχτυλίδι χάθηκε για πάντα στη Μπελέγκαερ. Μετά την τελική τους συνάντηση, ο Σάρουμαν πήρε το Ίσενγκαρντ δικό του και το οχύρωσε. Καθώς ήταν ζηλιάρης και φοβούμενος τον Γκάνταλφ, έβαλε κατασκόπους για να παρακολουθήσουν όλες τις κινήσεις του. Έτσι, ανακάλυψε την ύπαρξη του Σάιρ και αφού σημείωσε το ενδιαφέρον του Γκάνταλφ για αυτό, άρχισε να στέλνει κατασκόπους στο Μπρι. Ως Άρχοντας του Ίσενγκαρντ, ο Σάρουμαν άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στο Ρόχαν βοηθώντας τους εχθρούς. Η διαφθορά του ολοκληρώθηκε, όταν, γύρω στο 3000 της Τρίτης Εποχής, χρησιμοποίησε το Παλαντίρ του Όρθανκ και δελεάστηκε από τον Σάουρον.
Ο Σάρουμαν δεν αποκάλυψε τις πραγματικές προθέσεις του μέχρι που ο Γκάνταλφ του παρουσίασε την ανακάλυψή του για το πού βρίσκεται το Ένα Δαχτυλίδι. Στις 10 Ιουλίου, το 3018, ο Γκάνταλφ έφτασε στο Ίσενγκαρντ. Ο Σάρουμαν απαίτησε από τον Γκάνταλφ να υποταχθεί σε εκείνον και τον Σάουρον αλλιώς θα ήταν ξοφλημένος. Ο Σάρουμαν στη συνέχεια στάθηκε εμπρός ως ο Σάρουμαν-των-Πολλών-Χρώματων και όταν ο Γκάνταλφ αρνήθηκε να ενταχθεί μαζί του, τον κρατούσε δέσμιο στο Ίσενγκαρντ. Από την κορυφή του πύργου ο Γκάνταλφ μπορούσε να δει ότι ο Σάρουμαν μάζευε έναν στρατό από Όρκς και Λύκους στους λάκκους και στα σιδηρουργεία του. Ο Γκάνταλφ αργότερα διέφυγε, και έτσι η προδοσία του Σάρουμαν έγινε γνωστή και στους υπόλοιπους του Λευκού Συμβουλίου, όταν τα ανέφερε όλα κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου του Έλροντ λίγο πιο μετά.
Σύντομα πρόδωσε και το νέο του κύριο, τον Σάουρον, λέγοντας ψέματα στον Μάγο-Βασιλιά όταν εκείνος έφτασε στο Ίσενγκαρντ. Ο Σάουρον είχε στείλει τους Νάζγκουλ σε αναζήτηση του Μπάγκινς, ο οποίος είχε βρεί το Ένα Δαχτυλίδι χρόνια πριν, και του Σάιρ, το σπίτι του. Ο Σάρουμαν προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα για το Σάιρ, λέγοντάς τους ότι πίστευε πως ο Γκάνταλφ γνώριζε την τύχη του Δαχτυλιδιού και οι Καβαλάρηδες έφυγαν. Τον Σεπτέμβριο του 3018, οι Νάζγκουλ έπιασαν στο Σάιρ έναν από τους κατασκόπους του, ο οποίος είπε στον Μάγο-Βασιλιά τα πάντα, προδίδοντας τον Σάρουμαν και εκθέτοντας την διπλή του προδοσία. Πήραν επίσης μερικούς χάρτες καθώς και πληροφορίες σχετικά με το Σάιρ και τον Μπάγκινς. Παγιδευμένος πλέον ως γνωστός προδότης και των δύο πλευρών, ο Σάρουμαν έβαλε τα δυνατά του ώστε να αποκτήσει το Ένα Δαχτυλίδι για τον εαυτό του.
Ο Σάρουμαν εφάρμοσε μια στρατηγική επίθεσης στο Ρόχαν, προσπαθώντας να σκοτώσει τον γιο του Βασιλιά, τον Θέοντρεντ, στέλνοντας κατασκόπους για να εμποδίσουν την φυγή του Φρόντο Μπάγκινς από το Σάιρ, και να επισπεύσει τις επιδρομές σε πιθανά μέρη που θα μπορούσε να περάσει η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού στο δρόμο της για τη Γκόντορ. Σε μία από αυτές τις επιδρομές πιάστηκαν αιχμάλωτοι ο Πέρεγκριν Τούκ και ο Μερίαντοκ Μπράντιμπακ και μεταφέρθηκαν στο Δάσος του Φάνγκορν.
Το δίκτυο κατασκόπων που έστησε ο Σάρουμαν στο Σάιρ απέτυχε να πιάσει τον Φρόντο Μπάγκινς, ο Γκάνταλφ ανασύνταξε το Ρόχαν σε νίκη και ο έλεγχος του Ίσενγκαρντ χάθηκε από τους Έντς. Γνωρίζοντας ότι είχε νικηθεί εντελώς, ο Σάρουμαν σκέφτηκε να μετανοήσει για τις πράξεις του, αλλά την τελευταία στιγμή δεν μπορούσε να το κάνει. Είτε είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε να ξεφύγει, είτε ήταν πάρα πολύ υπερήφανος για να παραδοθεί στο Γκάνταλφ, είτε απλά φοβόταν τα αντίποινα του Σάουρον για την προδοσία του, ο Σάρουμαν αρνήθηκε να αφήσει το φρούριό του. Έκανε μια τελευταία προσπάθεια να πάρει τον Θέοντεν και τον Γκάνταλφ με το μέρος του, αλλά απέτυχε: το ραβδί του έσπασε και εκδιώχθηκε από το τάγμα των Ιστάρι.
Μένοντας έξω από τα τελευταία στάδια του Πολέμου του Δαχτυλιδιού, τελικά κατάφερε να πείσει τους Έντς, που τον κρατήσουν αιχμάλωτο, να τον αφήσουν να φύγει απ' το Ίσενγκαρντ, καθότι - προφανώς - η δύναμη και η μαγεία της φωνής του παρέμενε ακόμη.
Στο δρόμο τους, καθώς προχωρούσαν με τον Γκρίμα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον Γκάνταλφ, τον Κέλεμπορν, την Γκαλάντριελ και τα Χόμπιτς στην πορεία τους προς το βόρειο Ντούνλαντ. Οι δυό τους έμοιαζαν με ζητιάνους και ο Σάρουμαν κλώτσησε τον Γκρίμα για να προχωρήσει, καθώς εκείνος αναφωνούσε πόσο πολύ μισούσε τον κύριό του. Ο Γκάνταλφ είπε στον Γκρίμα ότι ήταν ελεύθερος να φύγει, αλλά εκείνος δεν απάντησε. Καθότι ο Σάρουμαν κρίθηκε ανίσχυρος, δεν υπήρξε μεγάλη ανησυχία για την απόδρασή του. Στη συνέχεια πήγε στο Σάιρ, το οποίο ο πράκτοράς του, ο Λόθο Σάκβιλ-Μπάγκινς είχε θέσει υπό έλεγχο. Ο ίδιος έμεινε στο Χόμπιτον και πέρασε τις τελευταίες του μέρες ως άρχοντας-κακοποιός. Αλλά ακόμη και αυτό του το εγχείρημα απέτυχε αφότου ο Φρόντο και ο Σαμ επέστρεψαν. Τελικά προδόθηκε και σκοτώθηκε από τον ίδιο του τον υπηρέτη, τον Γκρίμα, στις 3 Νοεμβρίου 3019 της Τρίτης Εποχής.
Καθότι ο Σάρουμαν ήταν Μάια, δεν πέθανε πραγματικά. Το πνεύμα του χωρίστηκε από το σώμα του, όπως του Σάουρον μετά την Πτώση του Νούμενορ. Ως ασώματο πνεύμα, θα έπρεπε να είχε κληθεί στις Αίθουσες του Μάντος, αλλά ένας άνεμος ήρθε από τη Δύση και το έδιωξε μακριά, και η ιστορία υπονοεί ότι αποκλείστηκε από την επιστροφή. Ο Τόλκιν ανέφερε ότι το πνεύμα του έμεινε γυμνό και ανίσχυρο να περιπλανιέται, και ποτέ δεν θα επιστρέψει στη Μέση-Γη.
Ο Σάρουμαν αρχικά ήταν ένας Μάια του Άουλε του Μεταλλουργού - όπως ήταν κάποτε και ο Σάουρον (Μάιρον) - ονομαζόμενος Κούρουμο (Curumo, αργότερα στη Sindarin Curunír, ή στην Κοινή Γλώσσα Saruman), που σημαίνει "Άνθρωπος της Δεξιοσύνης". Στo Βάλινορ, συγκλήθηκε ένα συμβούλιο από τον Μάνγουε, λίγο μετά την ήττα του Σάουρον από την Τελευταία Συμμαχία Ξωτικών και Ανθρώπων. Αν και ο Σάουρον νικήθηκε, εντούτοις αποδείχθηκε αργότερα ότι δεν είχε κατατροπωθεί ολοκληρωτικά και η σκιά του άρχισε να απλώνεται για δεύτερη φορά πάνω από τη Μέση-Γη. Αποφασίστηκε λοιπόν να σταλούν πέντε απεσταλμένοι στη Μέση-Γη, με σκοπό να βοηθήσουν τους Ανθρώπους και τα Ξωτικά ενάντια στον Εχθρό. Ένας από εκείνους που πήγαν ήταν ο Κούρουμο. Ο Σάρουμαν ήταν ένας από εκείνους που προσφέρθηκαν να πάνε εθελοντικά, ενώ ο τελευταίος, ο Ολόριν (αργότερα γνωστός ως Γκάνταλφ) διατάχθηκε από τον Μάνγουε να πάει. Οι άλλοι τρείς που επιλέχθηκαν να σταλούν ήταν ο Αιγουέντιλ (αργότερα Ράνταγκαστ), ο Άλαταρ και ο Παλλάντο. Ο Κούρουμο τέθηκε γενικός ηγέτης της ομάδας.
Ο Σάρουμαν έφτασε μόνος του με ένα πλοίο στο Μίθλοντ (Γκρίζα Λιμάνια) στο Λίντον γύρω στο 1000 της Τρίτης Εποχής, και μόνο ο Κίρνταν γνώριζε την ταυτότητα και την καταγωγή του. Πήγε στο ανατολικό τμήμα της Μέσης-Γης και μετά από μιάμιση χιλιετία επέστρεψε στη Δύση, καθώς η δύναμη του Σάουρον μεγάλωνε ξανά στο Ντολ Γκούλντουρ. Όταν διαμορφώθηκε το Λευκό Συμβούλιο γύρω στο 2463 της Τρίτης Εποχής, ο Σάρουμαν τέθηκε αρχηγός του. Ακόμα και τότε, αισθανόμενος την ενδυνάμωση του Σάουρον, άρχισε να ζηλεύει και να επιθυμεί τη δύναμή του, και κυρίως το Ένα Δαχτυλίδι. Συμπτωματικά, την ίδια χρονιά, το Ένα Δαχτυλίδι βρέθηκε από το Γκόλουμ, τραβώντας τον Σκοτεινό Άρχοντα πιο κοντά στη σύγκρουση που αποδείχθηκε τελικά η καταστροφή του Σάρουμαν.
Όταν ο Σάρουμαν επέστρεψε από τα ταξίδια του στο ανατολικό τμήμα της Μέσης-Γης, και πέρασε χρόνια στη Μίνας Τίριθ εξετάζοντας τα αρχεία της. Είναι πιθανό εκεί να υπέθεσε ότι ένα Παλαντίρ θα εξακολουθούσε να βρίσκεται στο Όρθανκ. Ο ίδιος προσφέρθηκε να κάνει το Ίσενγκαρντ σπίτι του και να διοικήσει την άμυνα της Δύσης. Αυτό έγινε ευνοϊκά δεκτό από τον βασιλιά Φρέαλαφ του Ρόχαν και τον Επίτροπο της Γκόντορ Μπέρεν ομοίως. Το 2759 της Τρίτης Εποχής, δόθηκε στον Σάρουμαν το κλειδί του Όρθανκ, ελπίζοντας ότι θα αποδεικνυόταν ένας σημαντικός σύμμαχος. Εκεί ο ίδιος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υπεράσπιση των ελευθέρων εδαφών της Δύσης. Στο Όρθανκ τελικά βρήκε την Πέτρα του Όρθανκ, μία από τις επτά Σφαίρες της Όρασης, αλλά αυτό το κράτησε μυστικό και κρυφό, ιδιαίτερα από το Λευκό Συμβούλιο.
Το 2851, συνήλθε το Λευκό Συμβούλιο και ο Γκάνταλφ αποκάλυψε ότι η κακή παρουσία στο Ντολ Γκούλντουρ ήταν πράγματι ο Σάουρον και ότι είχε επιστρέψει, και προέτρεψε να γίνει εκεί επίθεση. Ο Σάρουμαν ωστόσο πίστευε ότι ο Σάουρον θα ήταν χρήσιμος στην προσπάθειά του: επιτρέποντας στον Σάουρον να ενισχύσει τη δύναμη του, το Ένα Δαχτυλίδι θα αποκαλυπτόταν, και ο Σάρουμαν ήλπιζε να έχει επαρκή δύναμη ώστε να το εκμεταλλευτεί πρώτος εκείνος για τον εαυτό του μέχρι τότε. Με τη στρατηγική αυτή κατά νου, ο Σάρουμαν απέρριψε τον Γκάνταλφ. Γρήγορα έγινε σαφές ότι ο Σάρουμαν επιθυμούσε να αποκτήσει το Ένα Δαχτυλίδι για τον εαυτό του. Σύντομα διαπίστωσε ότι ο Σάουρον είχε περισσότερες γνώσεις από ό, τι περίμενε για το πιθανό σημείο που βρισκόταν το Δαχτυλίδι, και το 2941 συναίνεσε τελικά σε μια επίθεση στο Ντολ Γκούλντουρ εναντίον του Εχθρού, και τότε ο Σάουρον υποχώρησε στην Μόρντορ.
Το 2953 της Τρίτης Εποχής, οι Σοφοί συγκεντρώθηκαν για μια ακόμη φορά ώστε να συζητήσουν σχετικά με τα Δαχτυλίδια της Δύναμης. Ο Σάρουμαν καθησύχασε το Συμβούλιο ισχυριζόμενος ότι γνωρίζει πως το Ένα Δαχτυλίδι χάθηκε για πάντα στη Μπελέγκαερ. Μετά την τελική τους συνάντηση, ο Σάρουμαν πήρε το Ίσενγκαρντ δικό του και το οχύρωσε. Καθώς ήταν ζηλιάρης και φοβούμενος τον Γκάνταλφ, έβαλε κατασκόπους για να παρακολουθήσουν όλες τις κινήσεις του. Έτσι, ανακάλυψε την ύπαρξη του Σάιρ και αφού σημείωσε το ενδιαφέρον του Γκάνταλφ για αυτό, άρχισε να στέλνει κατασκόπους στο Μπρι. Ως Άρχοντας του Ίσενγκαρντ, ο Σάρουμαν άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στο Ρόχαν βοηθώντας τους εχθρούς. Η διαφθορά του ολοκληρώθηκε, όταν, γύρω στο 3000 της Τρίτης Εποχής, χρησιμοποίησε το Παλαντίρ του Όρθανκ και δελεάστηκε από τον Σάουρον.
Ο Σάρουμαν δεν αποκάλυψε τις πραγματικές προθέσεις του μέχρι που ο Γκάνταλφ του παρουσίασε την ανακάλυψή του για το πού βρίσκεται το Ένα Δαχτυλίδι. Στις 10 Ιουλίου, το 3018, ο Γκάνταλφ έφτασε στο Ίσενγκαρντ. Ο Σάρουμαν απαίτησε από τον Γκάνταλφ να υποταχθεί σε εκείνον και τον Σάουρον αλλιώς θα ήταν ξοφλημένος. Ο Σάρουμαν στη συνέχεια στάθηκε εμπρός ως ο Σάρουμαν-των-Πολλών-Χρώματων και όταν ο Γκάνταλφ αρνήθηκε να ενταχθεί μαζί του, τον κρατούσε δέσμιο στο Ίσενγκαρντ. Από την κορυφή του πύργου ο Γκάνταλφ μπορούσε να δει ότι ο Σάρουμαν μάζευε έναν στρατό από Όρκς και Λύκους στους λάκκους και στα σιδηρουργεία του. Ο Γκάνταλφ αργότερα διέφυγε, και έτσι η προδοσία του Σάρουμαν έγινε γνωστή και στους υπόλοιπους του Λευκού Συμβουλίου, όταν τα ανέφερε όλα κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου του Έλροντ λίγο πιο μετά.
Σύντομα πρόδωσε και το νέο του κύριο, τον Σάουρον, λέγοντας ψέματα στον Μάγο-Βασιλιά όταν εκείνος έφτασε στο Ίσενγκαρντ. Ο Σάουρον είχε στείλει τους Νάζγκουλ σε αναζήτηση του Μπάγκινς, ο οποίος είχε βρεί το Ένα Δαχτυλίδι χρόνια πριν, και του Σάιρ, το σπίτι του. Ο Σάρουμαν προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα για το Σάιρ, λέγοντάς τους ότι πίστευε πως ο Γκάνταλφ γνώριζε την τύχη του Δαχτυλιδιού και οι Καβαλάρηδες έφυγαν. Τον Σεπτέμβριο του 3018, οι Νάζγκουλ έπιασαν στο Σάιρ έναν από τους κατασκόπους του, ο οποίος είπε στον Μάγο-Βασιλιά τα πάντα, προδίδοντας τον Σάρουμαν και εκθέτοντας την διπλή του προδοσία. Πήραν επίσης μερικούς χάρτες καθώς και πληροφορίες σχετικά με το Σάιρ και τον Μπάγκινς. Παγιδευμένος πλέον ως γνωστός προδότης και των δύο πλευρών, ο Σάρουμαν έβαλε τα δυνατά του ώστε να αποκτήσει το Ένα Δαχτυλίδι για τον εαυτό του.
Ο Σάρουμαν εφάρμοσε μια στρατηγική επίθεσης στο Ρόχαν, προσπαθώντας να σκοτώσει τον γιο του Βασιλιά, τον Θέοντρεντ, στέλνοντας κατασκόπους για να εμποδίσουν την φυγή του Φρόντο Μπάγκινς από το Σάιρ, και να επισπεύσει τις επιδρομές σε πιθανά μέρη που θα μπορούσε να περάσει η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού στο δρόμο της για τη Γκόντορ. Σε μία από αυτές τις επιδρομές πιάστηκαν αιχμάλωτοι ο Πέρεγκριν Τούκ και ο Μερίαντοκ Μπράντιμπακ και μεταφέρθηκαν στο Δάσος του Φάνγκορν.
Το δίκτυο κατασκόπων που έστησε ο Σάρουμαν στο Σάιρ απέτυχε να πιάσει τον Φρόντο Μπάγκινς, ο Γκάνταλφ ανασύνταξε το Ρόχαν σε νίκη και ο έλεγχος του Ίσενγκαρντ χάθηκε από τους Έντς. Γνωρίζοντας ότι είχε νικηθεί εντελώς, ο Σάρουμαν σκέφτηκε να μετανοήσει για τις πράξεις του, αλλά την τελευταία στιγμή δεν μπορούσε να το κάνει. Είτε είχε την ελπίδα ότι θα μπορούσε να ξεφύγει, είτε ήταν πάρα πολύ υπερήφανος για να παραδοθεί στο Γκάνταλφ, είτε απλά φοβόταν τα αντίποινα του Σάουρον για την προδοσία του, ο Σάρουμαν αρνήθηκε να αφήσει το φρούριό του. Έκανε μια τελευταία προσπάθεια να πάρει τον Θέοντεν και τον Γκάνταλφ με το μέρος του, αλλά απέτυχε: το ραβδί του έσπασε και εκδιώχθηκε από το τάγμα των Ιστάρι.
Μένοντας έξω από τα τελευταία στάδια του Πολέμου του Δαχτυλιδιού, τελικά κατάφερε να πείσει τους Έντς, που τον κρατήσουν αιχμάλωτο, να τον αφήσουν να φύγει απ' το Ίσενγκαρντ, καθότι - προφανώς - η δύναμη και η μαγεία της φωνής του παρέμενε ακόμη.
Στο δρόμο τους, καθώς προχωρούσαν με τον Γκρίμα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον Γκάνταλφ, τον Κέλεμπορν, την Γκαλάντριελ και τα Χόμπιτς στην πορεία τους προς το βόρειο Ντούνλαντ. Οι δυό τους έμοιαζαν με ζητιάνους και ο Σάρουμαν κλώτσησε τον Γκρίμα για να προχωρήσει, καθώς εκείνος αναφωνούσε πόσο πολύ μισούσε τον κύριό του. Ο Γκάνταλφ είπε στον Γκρίμα ότι ήταν ελεύθερος να φύγει, αλλά εκείνος δεν απάντησε. Καθότι ο Σάρουμαν κρίθηκε ανίσχυρος, δεν υπήρξε μεγάλη ανησυχία για την απόδρασή του. Στη συνέχεια πήγε στο Σάιρ, το οποίο ο πράκτοράς του, ο Λόθο Σάκβιλ-Μπάγκινς είχε θέσει υπό έλεγχο. Ο ίδιος έμεινε στο Χόμπιτον και πέρασε τις τελευταίες του μέρες ως άρχοντας-κακοποιός. Αλλά ακόμη και αυτό του το εγχείρημα απέτυχε αφότου ο Φρόντο και ο Σαμ επέστρεψαν. Τελικά προδόθηκε και σκοτώθηκε από τον ίδιο του τον υπηρέτη, τον Γκρίμα, στις 3 Νοεμβρίου 3019 της Τρίτης Εποχής.
Καθότι ο Σάρουμαν ήταν Μάια, δεν πέθανε πραγματικά. Το πνεύμα του χωρίστηκε από το σώμα του, όπως του Σάουρον μετά την Πτώση του Νούμενορ. Ως ασώματο πνεύμα, θα έπρεπε να είχε κληθεί στις Αίθουσες του Μάντος, αλλά ένας άνεμος ήρθε από τη Δύση και το έδιωξε μακριά, και η ιστορία υπονοεί ότι αποκλείστηκε από την επιστροφή. Ο Τόλκιν ανέφερε ότι το πνεύμα του έμεινε γυμνό και ανίσχυρο να περιπλανιέται, και ποτέ δεν θα επιστρέψει στη Μέση-Γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου