Ιστάρι

Η λέξη μάγος αποτελεί μετάφραση από την Quenya της λέξης istar: ένας από τα μέλη μιας "τάξης" (όπως την ονόμαζαν), που ισχυριζόταν ότι κατείχε, και το έδειχνε, εξαιρετική γνώση της ιστορίας και της φύσης του Κόσμου. [....] Υποτίθεται πως ήταν (αρχικά), σύμφωνα με εκείνους που είχαν δοσοληψίες μαζί τους, Άνθρωποι που είχαν αποκτήσει σοφία και κατείχαν τέχνες ύστερα από μακρόχρονη και κρυφή σπουδή. 


Πρωτοεμφανίστηκαν στη Μέση-Γη το έτος 1000 της Τρίτης Εποχής, αλλά για πολύν καιρό κυκλοφορούσαν με τη μορφή ηλικιωμένων ανθρώπων αλλά υγιών σωματικά· περιπλανώμενοι ταξιδιώτες, που αποκτούσαν γνώση της Μέσης-Γης και όλων όσων κατοικούσαν εκεί, χωρίς όμως να αποκαλύπτουν σε κανέναν τις δυνάμεις τους και τους σκοπούς τους. Αλλά καθώς η σκιά του Σάουρον άρχισε να μεγαλώνει και να ξαναπαίρνει μορφή, έγιναν πιο δραστήριοι και προσπαθούσαν πάντα να αντιστέκονται στο μεγάλωμα της Σκιάς και να κινητοποιούν τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους σε επαγρύπνηση. Τότε οι Άνθρωποι άρχισαν να διαδίδουν φήμες παντού για τις κινήσεις τους και για το ότι ανακατεύονταν σε πολλές υποθέσεις. Και οι Άνθρωποι παρατήρησαν ότι δεν πέθαιναν, αλλά έμεναν απαράλλαχτοι (εκτός και αν γερνούσαν λίγο στην όψη), ενώ οι πατεράδες και οι γιοι των Ανθρώπων πέθαιναν. Έτσι οι Άνθρωποι άρχισαν να τους φοβούνται, ακόμα και όταν τους αγαπούσαν και θεωρούσαν ότι κατάγονταν από τη γενιά των Ξωτικών (με την οποία, πράγματι, έκαναν συχνά παρέα). 

Όμως δεν ήταν έτσι. Γιατί είχαν έρθει από τη Θάλασσα, πέρα από την Απώτατη Δύση, αν και αυτό για πολύν καιρό το γνώριζε μόνο ο Κίρνταν, ο Φύλακας του Τρίτου Δαχτυλιδιού, ο κύριος των Γκρίζων Λιμανιών, που τους έβλεπε να έρχονται στις δυτικές ακτές ως απεσταλμένοι των Αρχόντων της Δύσης, των Βάλαρ, που εξακολουθούσαν να συσκέπτονται για τη διακυβέρνηση της Μέσης-Γης. Όταν η σκιά του Σάουρον άρχισε πάλι να κινείται, έλαβαν τα παρακάτω μέτρα για να του αντισταθούν: με την έγκριση του Έρου, έστειλαν μέλη της δικής τους υψηλής τάξης, ντυμένα όμως με σώματα ανθρώπινα, αληθινά και όχι προσποιητά, υποταγμένα στους φόβους και τους πόνους και τον κάματο της γης, που πεινούσαν, διψούσαν και μπορεί να σκοτώνονταν: αν και, λόγω του ευγενούς τους πνεύματος, δεν πέθαιναν αλλά γερνούσαν μόνο από τις φροντίδες και τους κόπους των πολλών χρόνων. Κι αυτό το έκαναν οι Βάλαρ, επιθυμώντας να διορθώσουν τα παλιά τους λάθη, ιδιαίτερα το ότι είχαν προσπαθήσει να προφυλάξουν και να απομονώσουν τους Έλνταρ φανερώνοντας όλη τη δύναμη και τη δόξα τους. Ενώ τώρα απαγορευόταν στους απεσταλμένους τους να φανερώνουν το μεγαλείο τους ή να επιδιώκουν να κατευθύνουν τη θέληση των Ανθρώπων ή των Ξωτικών επιδεικνύοντας τη δύναμή τους, αλλά, ερχόμενοι με μορφές αδύναμες και ταπεινές, είχαν εντολή να συμβουλεύουν και να πείθουν τους Ανθρώπους και τα Ξωτικά προς το καλό και να προσπαθούν να ενώνουν με αγάπη και κατανόηση όλους όσους ο Σάουρον, αν ερχόταν πάλι, θα προσπαθούσε να υποτάξει και να διαφθείρει.

Ο αριθμός των μελών αυτής της Τάξης είναι άγνωστος, αλλά από κείνους που ήρθαν στο Βορρά της Μέσης-Γης, όπου υπήρχαν οι περισσότερες ελπίδες (επειδή ζούσαν εκείντα απομεινάρια των Ντούνενταιν και των Έλνταρ), πέντε ήταν οι αρχηγοί. Ο πρώτος που ήρθε ήταν κάποιος με αέρα και συμπεριφορά ευγενούς, με κατάμαυρα μαλλιά και ωραία φωνή, ντυμένος στα κατάλευκα. Είχε μεγάλη δεξιοσύνη στα χέρια και σχεδόν όλοι, ακόμη και οι Έλνταρ, τον θεωρούσαν τον πρώτο της Τάξης. Ήταν και άλλοι επίσης: δύο ντυμένοι στα θαλασσιά και ένας στα καφέ χρώματα της γης. Και τελευταίος ήρθε ένας που έδειχνε ο πιο ασήμαντος: λιγότερο ψηλός από τους άλλους και πιο γερασμένος στη όψη. Ήταν γκριζομάλλης και γκριζοντυμένος  και στηριζόταν σε ένα ραβδί. Ο Κίρνταν όμως, από την πρώτη τους συνάντηση στα Γκρίζα Λιμάνια, διέκρινε σ' αυτόν το μεγαλύτερο και σοφότερο πνεύμα. Τον υποδέχτηκε, λοιπόν, με σεβασμό και έδωσε στη φύλαξή του το Τρίτο Δαχτυλίδι, την Κόκκινη Νάρυα.  [.....]  Και ο Γκρίζος απεσταλμένος πήρε το Δαχτυλίδι και το κράτησε πάντα κρυφό. Ο Λευκός, όμως, Αγγελιαφόρος (που ήταν ικανός στο να ξεσκεπάσει όλα τα μυστικά), ύστερα από λίγο πήρε είδηση αυτό το δώρο και του κακοφάνηκε, κι αυτό αποτέλεσε την αρχή της κρυμμένης κακίας που είχε για τον Γκρίζο, η οποία φανερώθηκε αργότερα.

Ο Λευκός Αγγελιαφόρος, λοιπόν, στις μετέπειτα μέρες έγινε γνωστός ανάμεσα στα Ξωτικά ως Κουρουνίρ, ο Άνθρωπος της Δεξιοσύνης, και στις γλώσσες των Ανθρώπων του Βορρά ως Σάρουμαν. Αυτό όμως έγινε αφού είχε επιστρέψει απ' τα πολλά του ταξίδια και είχε έρθει στην επικράτεια της Γκόντορ όπου και εγκαταστάθηκε. Για τους Γαλάζιους λίγα είναι γνωστά στη Δύση και δεν είχαν ονόματα εκτός απ' το Ίθρυν Λούιν, "οι Γαλάζιοι Μάγοι", γιατί πήγαν στην Ανατολή με τον Κουρουνίρ, αλλά δεν γύρισαν ποτέ· και δεν μας είναι γνωστό αν έμειναν στην Ανατολή, ακολουθώντας τον σκοπό για τον οποίο τους έστειλαν, ή αν χάθηκαν, ή, όπως λένε κάποιοι, αν παγιδεύτηκαν από τον Σάουρον κι έγιναν υπηρέτες του. Αλλά καμμία από αυτές τις εκδοχές δεν ήταν απίθανη, γιατί όσο κι αν φαίνεται παράξενο, οι Ιστάρι, ντυμένοι με τα σώματα της Μέσης-Γης, μπορούσαν, όπως και οι Άνθρωποι και τα Ξωτικά, να παραστρατήσουν από το δρόμο τους και να κάνουν κακό, λησμονώντας το καλό στην αναζήτηση της δύναμης να το καταφέρουν.

[.....]

Στην πραγματικότητα, από όλους τους Ιστάρι μόνο ένας έμεινε πιστός κι αυτός ήταν ο τελευταίος. Γιατί ο τέταρτος, ο Ράνταγκαστ, αγάπησε τα πολλά ζώα και πουλιά που ζούσαν στη Μέση-Γη και εγκατέλειψε Ξωτικά και Ανθρώπους και περνούσε τις μέρες του ανάμεσα στα άγρια πλάσματα. Από κει πήρε το όνομά του (το οποίο προέρχεται από από την αρχαία γλώσσα του Νούμενορ και λένε ότι σημαίνει "αυτός που φροντίζει τα ζώα"). Και ο Κουρουνίρ, ο Σάρουμαν ο Λευκός, ξέφυγε από την υψηλή του αποστολή και έγινε αλαζόνας και ανυπόμονος και επιδίωξε να αποκτήσει δύναμη για να επιβάλει τη δική του θέληση με τη βία και να εκτοπίσει τον Σάουρον. Παγιδεύτηκε όμως από εκείνο το σκοτεινό πνεύμα που ήταν ισχυρότερο από αυτόν.

Αλλά ο τελευταίος που ήρθε λεγόταν από τα Ξωτικά Μιθράντιρ, ο Γκρίζος Ταξιδευτής, γιατί δεν έμενε πουθενάκαι δεν συγκέντρωνε ούτε πλούτη ούτε ακολούθους, αλλά πήγαινε πέρα δώθε στις Δυτικές Περιοχές από την Γκόντορ στην Άνγκμαρ και από το Λίντον στο Λόριεν και γινόταν φίλος με όλους σε καιρό ανάγκης. Είχε ζεστασιά και ζωντάνια (που τα δυνάμωνε η Νάρυα το δαχτυλίδι) γιατί ήταν ο Εχθρός του Σάουρον, που αντιμετώπιζε τη φωτιά που κατατρώει και καταστρέφει με τη φωτιά που ζωντανεύει και βοηθά εκεί που η ελπίδα έλειπε και υπήρχε απελπισία. Τη χαρά του, όμως, και το γρήγορο θυμό του τα κάλυπτε  με ρούχα γκρίζα σαν τη στάχτη, κι έτσι μόνο όσοι τον ήξεραν καλά μπορούσαν να διακρίνουν τη φλόγα που υπήρχε μέσα του. Ήταν εύθυμος και καλοσυνάτος στους μικρούς και απλοϊκούς και ταυτόχρονα γρήγορος όποτε χρειαζόταν να μιλήσει με οξύτητα και να επιπλήξει την ανοησία. Αλλά δεν ήταν υπερήφανος και δεν επιζητούσε ούτε δύναμη ούτε επαίνους και παντού ήταν αγαπητός ανάμεσα σε όσους δεν ήταν ούτε αυτοί υπερήφανοι. Κυρίως ταξίδευε ακούραστα πεζός, ακουμπω΄ντας στο ραβδί του. Έτσι τον ονόμαζαν οι Άνθρωποι του Βορρά Γκάνταλφ, "το Ξωτικό με το Ραβδί". Γιατί νόμιζαν (αν και λανθασμένα, όπως είπαμε) ότι προερχόταν από τα Ξωτικά, γιατί μερικές φορές τους έκανε πράγματα θαυμαστά, αγαπώντας κυρίως την ομορφιά της φωτιάς. Όμως αυτά τα αξιοθαύμαστα τα έκανε κυρίως για γέλιο και χαρά και δεν επιθυμούσε να τον φοβάται κανείς ή να ακολουθεί τις συμβουλές του από φόβο.

Λέγεται, όμως, πως όταν ο Σάουρον σηκώθηκε ξανά, σηκώθηκε και αυτός, και ως ένα σημείο αποκάλυψε τη δύναμή του κι έγινε ο κύριος διοργανωτής της αντίστασης εναντίον του και τελικά τον νίκησε και οδήγησε τα πάντα με την επαγρύπνηση και τους μόχθους του στο τέλος που είχαν σχεδιάσει οι Βάλαρ, κάτω από τον Ένα που βρίσκεται πάνωθέ τους. Λέγεται επίσης, ότι προς το τέλος της αποστολής για την οποία είχε έρθει υπέφερε πολύ και σκοτώθηκε και γύρισε πίσω από τον θάνατο για λίγο, ντυμένος στα λευκά και έγινε μια ακτινοβόλα φλόγα (που αποκαλυπτόταν, όμως, μόνο σε μεγάλη ανάγκη). Και όταν όλα τελείωσαν και η Σκιά του Σάουρον διώχθηκε, αυτός έφυγε για πάντα περνώντας τη Θάλασσα. Ενώ ο Κουρουνίρ ξέπεσε και ταπεινώθηκε εντελώς και τελικά χάθηκε από το χέρι ενός καταπιεσμένου σκλάβου, και το πνεύμα του πήγε όπου ήταν καταδικασμένο να πάει, και στη Μέση-Γη, είτε γυμνό είτε με σώμα, δεν γύρισε ποτέ.


[.....]

Πρέπει να υποθέσουμε ότι αυτοί (οι Ιστάρι) ήταν όλοι Μάιαρ, δηλαδή πρόσωπα της τάξης των "αγγέλων", αν και όχι αναγκαστικά της ίδιας βαθμίδας. Οι Μάιαρ ήταν "πνεύματα", ικανά να αυτο-ενσαρκωθούν και μπορούσαν να πάρουν "ανθρωποειδείς" (ιδιαίτερα ξωτικές) μορφές. Ο Σάρουμαν θεωρείται (π.χ. από τον ίδιο τον Γκάνταλφ) ότι είναι ο αρχηγός των Ιστάρι, δηλαδή είχε στο Βάλινορ ανώτερο αξίωμα από τους άλλους. Ο Γκάνταλφ προφανώς ερχόταν δεύτερος. Ο Ράνταγκαστ παρουσιάζεται ως πρόσωπο μικρότερης δύναμης και σοφίας. Για τους άλλους δύο δεν αναφέρεται τίποτα στα έργα που έχουν εκδοθεί, εκτός από την αναφορά στους Πέντε Μάγους, στη λογομαχία ανάμεσα στον Γκάνταλφ και τον Σάρουμαν (Οι Δύο Πύργοι, μέρος III, κεφ. 10). Αυτούς τους Μάιαρ τους έστειλαν τώρα οι Βάλαρ σε μια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας της Μέσης-Γης για να ενισχύσουν την αντίσταση των Ξωτικών της Δύσης, που οι δυνάμεις τους βρίσκονταν σε κάμψη, και στους Ανθρώπους της Δύσης που δεν είχαν διαφθαρεί και που ήταν πολύ λιγότεροι αριθμητικά από τους Ανθρώπους της Ανατολής και του Νότου. 

(Ατέλειωτες Ιστορίες, Οι Ιστάρι)

Δεν υπάρχουν σχόλια: