Φάραμιρ

O Faramir ήταν ο δεύτερος γιος του Denethor II και ο νεότερος αδερφός του Boromir. Ήταν ο αρχηγός των Φυλάκων της Ithilien και ο Αρχηγός του Λευκού Πύργου μετά τον θάνατο του αδερφού του. Mετά τον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού ο Faramir έγινε ο Πρίγκηπας της Ithilien και παντρεύτηκε την Eowyn του Rohan. Όπως και με άλλα ονόματα των Βασιλέων της Gondor και των απογόνων τους, είναι πιθανό το όνομα Faramir να είναι από την Quenya.


Ο Φάραμιρ γεννήθηκε το έτος 2983 της Τρίτης Εποχής. Οι γονείς του ήταν ο Ντένεθορ Β' και η Φιντούιλας, κόρη του Αντράχιλ του Ντολ Άμροθ. Τον επόμενο χρόνο, ο παππούς του ο Εκθέλιον Β' πέθανε και ο πατέρας του, ο Ντένεθορ, τον διαδέχτηκε ως ο Κυρίαρχος Επίτροπος της Γκόντορ.

Όταν ο Φάραμιρ ήταν πέντε ετών η Φιντούιλας πέθανε. Ο θάνατός της έκανε τον Ντένεθορ να αποξενωθεί με την οικογένειά του. Η σχέση μεταξύ του Φάραμιρ και του Μπόρομιρ, ο οποίος ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος, έγινε πιο στενή και μεγαλύτερη σε αγάπη. Παρά το προφανές, ότι ο Ντένεθορ ευνοούσε περισσότερο τον Μπόρομιρ, δεν υπήρχε ζήλια ή ανταγωνισμός ανάμεσα στα δύο αδέρφια. Ο Μπόρομιρ τον προστάτευε και τον βοηθούσε, και ο Φάραμιρ θαύμαζε τον μεγαλύτερο αδερφό του. Aν και οι δυό τους έμοιαζαν πολύ στην εμφάνιση με τα μαύρα μαλλιά τους και τα γκρίζα μάτια, δεν ίσχυε το ίδιο και για την προσωπικότητά τους. Ο Μπόρομιρ αναφέρεται ότι ήταν ο πιο τολμηρός, καθώς επίσης ατρόμητος και δυνατός πολεμιστής. Η τόλμη του Φάραμιρ εσφαλμένα κρίθηκε λιγότερη, λόγω της ευγενούς του φύσης και της αγάπης του για την γνώση και τη μουσική. Ήταν αυτό το ενδιαφέρον που δημιούργησε τη φιλία μεταξύ του Φάραμιρ και του Γκάνταλφ του Γκρίζου. Ο νεότερος γιος του Ντένεθορ έμαθε όλα όσα μπορούσε απ' την σοφία και την καθοδήγηση του Γκάνταλφ. Ο Ντένεθορ δεν ενέκρινε τον Φάραμιρ ως "μαθητευόμενο του Μάγου", λόγω του ότι ποτέ δεν εμπιστευόταν τους Ιστάρι.


Η ηγετικότητα του Φάραμιρ, η δεξιοτεχνία στα όπλα και η γρήγορη αλλά δυνατή του κρίση, αποδείχτηκαν χρήσιμες στη μάχη. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Δαχτυλιδιού ήταν ο Αρχηγός των Φυλάκων του Ιθίλιεν, οι οποίοι συχνά αντιμετώπιζαν τις δυνάμεις του Σάουρον. Ο Φάραμιρ υπερασπίστηκε γενναία τη Γκόντορ από τον εχθρό αλλά ο ίδιος δεν ήταν πολεμοχαρής.


Ο Πόλεμος του Δαχτυλιδιού 

Τον Ιούνιο του 3018, οι δυνάμεις του Σάουρον επιτέθηκαν στην Οσγκίλιαθ υπό την ηγεσία του Μάγου-Βασιλιά, του οποίου η παρουσία έκανε τους στρατιώτες να οπισθοχωρήσουν κατά μήκος του Άντουιν. Όταν καταστράφηκε η τελευταία γέφυρα, στην οποία παρέμειναν οι σύντροφοι του Μπόρομιρ και του Φάραμιρ, τα δύο αδέρφια μαζί με άλλους δύο, κολύμπησαν στην ακτή και κατάφεραν να κρατήσουν όλες τις δυτικές ακτές του Άντουιν. Τη νύχτα πριν την επίθεση, ο Φάραμιρ είδε ένα προφητικό όνειρο, στο οποίο μια φωνή του μιλούσε και έλεγε τον ακόλουθο γρίφο:

"Γύρεψε το Σπαθί που ήταν σπασμένο 
Στο Ίμλαντρις μακριά.
Εκεί Συμβούλιο σοφό και διαβασμένο 
Θα πάρει απόφαση βαριά.
Εκεί τρανό σημάδι θε να δείξει 
Πως το μοιραίο είναι κοντά,
Γιατί ο Χαμός του Ισίλντουρ θα ξυπνήσει 
Και τ' Ανθρωπάκι θα σταθεί μπροστά."

Ο Φάραμιρ είδε αυτό το όνειρο τρεις φορές και ο Μπόρομιρ μία, και τα δύο αδέρφια είπαν στον Ντένεθορ για το όνειρό τους. Εκείνος τους είπε μόνο ότι το Ίμλαντρις ήταν μια λέξη των Ξωτικών για το Ρίβεντελ, το Σπίτι του Έλροντ του μισο-Ξωτικού. Αν και ο Φάραμιρ ήθελε να πάει για χάρη της Γκόντορ και λόγω του ότι είχε αρχικά επιλεγεί από το Συμβούλιο των Γηραιότερων στην Γκόντορ, ο Μπόρομιρ με την προτροπή του πατέρα του, ζήτησε να πάει εκείνος θεωρώντας ότι θα ήταν επικίνδυνο. Ταξίδεψε σχεδόν τέσσερεις μήνες για να φτάσει στο Ρίβεντελ, χάνοντας το άλογό του στην πορεία και φτάνοντας ακριβώς πριν αρχίσει το Συμβούλιο του Έλροντ.

Στις 29 Φεβρουαρίου 3019 τα μεσάνυχτα, ο Φάραμιρ, ο οποίος φύλαγε τη δυτική ακτή στην Οσγκίλιαθ, μπήκε μέσα στο νερό του Άντουιν για να φτάσει μια βάρκα που επέπλεε στον Άντουιν ποταμό. Προς μεγάλη του θλίψη, μέσα σε αυτή βρισκόταν το νεκρό σώμα του αδερφού του με πολλές θανάσιμες πληγές. Πάνω του ήταν τοποθετημένο το ξίφος του, σπασμένο, αλλά δεν υπήρχε πουθενά το Μεγάλο Βούκινο, το οποίο ο ίδιος και ο πατέρας του άκουσαν να ηχεί μακριά στο Βορρά τρεις μέρες νωρίτερα.    

Κατά τη διάρκεια μιας μάχης, ο Φάραμιρ, ο οποίος ανέλαβε τη θέση του αδερφού του ως Αρχηγός του Λευκού Πύργου, συνάντησε τα Χόμπιτς Φρόντο Μπάγκινς και Σαμγουάιζ Γκάμτζι, αναγνωρίζοντας ότι ήταν τα Ανθρωπάκια για τα οποία του μιλούσε η φωνή στο όνειρό του. Μετά τη μάχη, ο Φάραμιρ πήρε τα δύο Χόμπιτς στο Χέννεθ Άννουν και τους έκανε περαιτέρω ερωτήσεις. Μέσω διεισδυτικότητας και έξυπνων ερωτήσεων, ο Φάραμιρ κατάλαβε ότι ο Φρόντο κουβαλούσε κάποιο ισχυρό όπλο του Σκοτεινού Άρχοντα. Ο Σαμ καταλάθος αποκάλυψε την επιθυμία του Μπόρομιρ για το Δαχτυλίδι του Εχθρού, τον Χαμό του Ισίλντουρ. Παρά τους φοβους του Χόμπιτ, ο Φάραμιρ παρέμεινε πιστός στον όρκο του ότι δεν θα το έπαιρνε ακόμη και αν το έβρισκε πεταμένο κάτω, διότι ήταν αρκετά σοφός για να καταλάβει ότι ένα τέτοιο όπλο δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για καλό. Με αυτή την γνώση, κατάλαβε επίσης τον κίνδυνο που αντίκρυσε ο Μπόρομιρ.

Την ίδια νύχτα, το Γκόλουμ εντοπίστηκε να ψαρεύει στην Απαγορευμένη Λίμνη δίπλα στο Χέννεθ Άννουν, μια πράξη που τιμωρούταν με θάνατο. Ο Φάραμιρ άκουσε την παράκληση του Φρόντο να χαρίσει τη ζωή στο Γκόλουμ, και αφού ανέκρινε το πλάσμα έκρινε ότι ο Φρόντο και ο Σαμ θα ήταν ελεύθεροι στα εδάφη της Γκόντορ και το Γκόλουμ θα ήταν υπό την προστασία του Φρόντο. Δίνοντάς τους προμήθειες τους άφησε να συνεχίσουν την αποστολή τους. Καθώς χώριζαν, ο Φάραμιρ προειδοποίησε τον Φρόντο για την ύπουλη φύση του Γκόλουμ, και ότι το μονοπάτι που είχε προτείνει το Γκόλουμ (Κίριθ Ούνγκολ) είχε από παλιά πολύ κακιά φήμη.

O Φάραμιρ και η ομάδα του υποχώρησαν στο Κάιρ Άντρος, ένα νησί στον ποταμό Άντουιν που φρουρούσε τα βόρεια περάσματα στη Μίνας Τίριθ. Αφού επεσήμανε ότι ο ουρανός είχε καλυφθεί από απόλυτο σκοτάδι, ο Φάραμιρ έστειλε την ομάδα του νότια προς ενίσχυση της φρουράς στην Οσγκίλιαθ, ενώ ο ίδιος και τρεις ακόμη απ' τους άντρες του έφυγαν αμέσως για τη Μίνας Τίριθ. Καθ' όλη την διαδρομή τους καταδίωκαν οι Νάζγκουλ, και αν ο Γκάνταλφ δεν είχε επέμβει τότε στα σίγουρα θα είχαν συντριβεί. Φτάνοντας στην Μίνας Τίριθ, ο Φάραμιρ ανέφερε στον Γκάνταλφ και στον Ντένεθορ για την συνάντηση που είχε με τον Φρόντο και τον ΣαμΟ Ντένεθορ θύμωσε που ο Φάραμιρ δεν έφερε το Δαχτυλίδι στην Γκόντορ, και ευχήθηκε εκείνος και ο αδερφός του να άλλαζαν θέσεις, διότι ο Ντένεθορ πίστευε ότι ο Μπόρομιρ θα έφερνε το όπλο του Εχθρού σε εκείνον. Έστειλε λοιπόν τον εναπομείναντα γιο του να κρατήσει την Δυτική Οσγκίλιαθ ενάντια στις δυνάμεις του Σάουρον, οι οποίες υπερίσχυαν αριθμητικά. Αν και ο Φάραμιρ διαφωνούσε με την στρατηγική του πατέρα του, εντούτοις συμφώνησε να  πάει.

Ο Μάγος-Βασιλιάς νίκησε την Οσγκίλιαθ και ο Φάραμιρ τραβήχτηκε πίσω όπου πολλοί απ' τους άντρες ήταν τραυματίες ή σκοτωμένοι. Τότε αποφάσισε να μείνει με την οπισθοφυλακή ώστε να σιγουρευτεί ότι η υποχώρηση στα Πεδία του Πέλεννορ δεν θα κατέληγε σε πανωλεθρία. Ο Φάραμιρ τραυματίστηκε θανάσιμα από ένα δηλητηριώδες βέλος κατά τη διάρκεια της υποχώρησης. Ευτυχώς, ο Γκάνταλφ και ο θείος του Φάραμιρ, ο Πρίγκηπας Ίμραχιλ του Ντολ Άμροθ, έσπαυσαν σε βοήθεια. Ο Ίμραχιλ έφερε τον Φάραμιρ πίσω στον Ντένεθορ λέγοντάς του ότι ο γιος του έκανε σπουδαία κατορθώματα. Μετανιώνοντας το ότι εντελώς αχάριστα έστειλε τον γιο του σε περιττό κίνδυνο, ο Ντένεθορ, αφού κοίταξε στο Παλαντίρ, πιστεύοντας ότι πήρανε το Δαχτυλίδι και ότι πλησίαζε το τέλος, διέταξε τους υπηρέτες του να στήσουν μια νεκρική πυρά για εκείνον και τον γιο του, για τον οποίο ελεγαν ότι δηλητηριάστηκε από βέλος του Μάγου-Βασιλιά. Παρά τις διαμαρτυρίες του Χόμπιτ Πέρεγκριν Τούκ (ο οποίος υπηρετούσε τον Επίτροπο σε ξεπλήρωμα του θανάτου του Μπόρομιρ) ότι ο Φάραμιρ ήταν ακόμη ζωντανός, ο Ντένεθορ συνέχισε κυριευμένος από την τρέλα του και τον απάλλαξε από τις υπηρεσίες του.

Τρομοκρατημένος ο Πίππιν έσπευσε να ειδοποιήσει τον Γκάνταλφ και τον Μπέρεγκοντ, έναν απ' τους Φρουρούς του Πύργου. Ο Μπέρεγκοντ, ο οποίος αγαπούσε τόσο πολύ τον Αρχηγό του, ώστε θα εγκατέλειπε τη θέση του και θα ρίσκαρε τη ζωή του για να τον προστατεύσει, σταμάτησε τους υπηρέτες από το να ανάψουν την φωτιά. Ο Πίππιν επέστρεψε με τον Γκάνταλφ, ο οποίος παρενέβησε παίρνοντας τον Φάραμιρ από την πυρά, καθώς ο ίδιος βογγούσε στον πατέρα του μέσα στο όνειρό του. Ο Ντένεθορ έβγαλε ένα μαχαίρι σε μια προσπάθεια να πάρει τον Φάραμιρ πίσω, αλλά ο Μπέρεγκοντ μπήκε μπροστά και προστάτευσε τον Φάραμιρ με το σώμα του. Βλέποντας ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ο Ντένεθορ άναψε την πυρά και ξάπλωσε πάνω της, καίγοντας τον εαυτό του ζωντανό.

Έπειτα ο Φάραμιρ μεταφέρθηκε στα Σπίτια της Γιατρειάς ώσπου ήρθε ο Άραγκορν και τον θεράπευσε με το Αθέλας. Όταν ξύπνησε ο Φάραμιρ, αμέσως αναγνώρισε τον Άραγκορν ως τον νόμιμο βασιλιά του. Πριν φύγει ο Άραγκορν για να οδηγήσει τον στρατό στη Μαύρη Πύλη, διέταξε τον Φύλακα των Σπιτιών της Γιατρειάς να μείνουν και να ξεκουραστούν ο Φάραμιρ και η Έογουιν το λιγότερο για δέκα μέρες. Οι δυό τους περπατούσαν μαζί στους κήπους σχεδόν κάθε μέρα και ο Φάραμιρ έμαθε από τον Μέρρυ Μπράντιμπακ για την απελπισία της Έογουιν και ότι ένιωθε παγιδευμένη, καθώς και για την απόρριψη του Άραγκορν στην αγάπη της.

Στις 25 Μαρτίου, ο Φάραμιρ έδωσε στην Έογουιν ένα σκούρο μπλε μανδύα κεντημένο με ασημένια αστέρια που κάποτε άνηκε στη μητέρα του, καθώς στεκόντουσαν στον τοίχο που έβλεπε προς τη Μόρντορ. Εκεί, είδαν ένα απειλητικό σκοτάδι να υψώνεται, και βλέποντας αυτό, ο Φάραμιρ της είπε για το όνειρό του για τον Καταποντισμό του Νούμενορ, ότι το σκοτάδι που απειλούσε να καταλάβει τη Μέση-Γη του θύμιζε το μεγάλο κύμα που κατάπιε τη γη του Νούμενορ. Με κάποιο τρόπο, στις καρδιές του Φάραμιρ και των ανθρώπων της πόλης, γεννήθηκε η ελπίδα και η χαρά και εκείνος φίλησε το μέτωπο της Έογουιν. Η ίδια ωστόσο ακόμη ένιωθε μαραζωμένη και άδεια. Αρκετές μέρες αφότου της έδωσε τον μανδύα, ο Φάραμιρ της είπε πως είχε καταλάβει την επιθυμία της για μεγαλείο και να βγει από το κλουβί που ένιωθε ότι ήταν παγιδευμένη, και πως όταν ο Άραγκορν της έδωσε μόνο κατανόηση και οίκτο αντί για αγάπη, εκείνη θέλησε να πεθάνει γενναία και δοξασμένα στη μάχη. Της είπε πως, αν και στην αρχή τη λυπόταν, πλέον την αγαπούσε. Τότε, η θλίψη της Έογουιν θεραπεύτηκε εντελώς και δεν επιθυμούσε πλέον δόξα ή μεγαλεία, και συνειδητοποίησε ότι αγαπούσε τον Φάραμιρ.

Αφότου παντρεύτηκε την Έογουιν, οι δυο τους έμειναν στο Έμιν Άρνεν, όπου απέκτησαν ένα γιο, τον Έλμπορον, ο οποίος διαδέχτηκε τον Φάραμιρ μετά τον θάνατό του ως Επίτροπος της Γκόντορ, Πρίγκηπας της Ιθίλιεν και Άρχοντας του Έμιν Άρνεν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: