Μερίαντοκ "Μέρρυ" Μπράντιμπακ

O Meriadoc "Merry" Brandybuck, που ονομάζεται επίσης "ο Μεγαλοπρεπής", ήταν Hobbit, ο γιος του Saradoc Brandybuck και της Esmeralda Took, ξάδερφος του Frodo Baggins και ένας απ' τους στενότερους φίλους του. Ήταν ο κληρονόμος των Brandybucks στο Brandy Hall και, μετά τη συμμετοχή του στον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού, έγινε τελικά Κύριος εκεί. Αγαπούσε τα σκάφη και τα πόνι και είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τους χάρτες της Μέσης-Γης. Ήταν ένα από τα εννέα μέλη της Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού.


Ο Μέρρυ γεννήθηκε το 2982 της Τρίτης Εποχής στο Μπάκλαντ. Ήταν το μόνο παιδί του Σάραντοκ Μπράντιμπακ, του Κύριου του Μπάκλαντ, και της Εσμεράλντα Τούκ, της μικρότερης αδελφής του Πάλαντιν Τούκ Β'. Ήταν πρώτος ξάδελφος με τον γιο του Πάλαντιν, τον Πίππιν, και ο καλύτερός του φίλος.

Ο Πόλεμος του Δαχτυλιδιού

Ο Μέρρυ θεωρήθηκε ο πιο διορατικός και ευφυής των Χόμπιτ. Γύρω στο 3000 τη Τρίτης Εποχής έγινε μάρτυρας μια παράξενης σκηνής: είδε τον Μπίλμπο Μπάγκινς να γίνεται αόρατος, προκειμένου να αποφύγει μια συνάντηση με τους Σάκβιλ-Μπάγκινς. Ξαφνιασμένος, πέρασε τον φράχτη και, μπαίνοντας μέσα σε ένα χωράφι, είδε τον Μπίλμπο να επανεμφανίζεται και να βάζει στην τσέπη του κάτι χρυσό και λαμπερό. Αυτό το συμβάν έκανε τον έφηβο Μέρρυ πολύ περίεργο και έφτασε μέχρι και σε σημείο να κοιτάξει στο προσωπικό ημερολόγιο του Μπίλμπο. Kράτησε όσα ανακάλυψε για τον εαυτό του, αν και πάντα ήταν καχύποπτος. Ήταν παρών με την οικογένειά του στο αποχαιρετιστήριο πάρτυ του Μπίλμπο και μετά την εξαφάνισή του πίστευε ότι και ο Φρόντο θα ακολουθούσε σύντομα. Μοιράστηκε τα μυστικά του με μια ομάδα φίλων του Φρόντο (τους Σαμ Γκάμτζι, Πέρεγκριν Τούκ, Φρέντεγκαρ Μπόλγκερ), τους υνωμότες". Μετά τον Απρίλιο του 3018 πρόσεξε ότι ο Φρόντο έλεγε "αντίο" στα αγαπημένα του μέρη, πουλώντας το Μπαγκ Εντ στους Σάκβιλ-Μπάγκινς και έχοντας μυστικές συνομιλίες με τον Γκάνταλφ. Όλο εκείνο τον καιρό, ο Σαμ ήταν ο "επικεφαλής ερευνητής" τους και όταν άκουσε τις οδηγίες του Γκάνταλφ στον Φρόντο για την αναχώρησή του, προειδοποίησε τους φίλους του γι 'αυτό.

Οι Συνωμότες, επεδίωξαν να προστατεύσουν στον Φρόντο (και το Δαχτυλίδι), εν αγνοία του. Όταν ο Φρόντο πούλησε το Μπαγκ Εντ για να πάει στο Κρικχόλλοου, ο Μέρρυ και ο Φρέντεγκαρ τον περίμεναν και έκαναν προετοιμασίες για την άφιξή του. Ωστόσο, γνωρίζοντας ότι ο Φρόντο θα ξεκινήσει ένα μυστικό ταξίδι, συγκέντρωσε επίσης εφόδια και εξοπλισμό και έφερε πόνι, σχεδιάζοντας να τον συνοδεύσει. Την καθορισμένη ημέρα, ο Μέρρυ πήγε στο Φέρρυ του Μπάκλμπερι και περίμενε για τον Φρόντο, τον Σαμ και τον Πίππιν, που έφτασαν μερικές ημέρες αργότερα. Μετά το δείπνο στο Κρικχόλλοου, ο Φρόντο αποκάλυψε στους φίλους του ότι επρόκειτο να εγκαταλείψει το Κρικχόλλοου και να πάει στο Ρίβεντελ. Τότε οι Συνωμότες του αποκαλύφθηκαν και απαίτησαν να πάνε μαζί του και, λόγω των προετοιμασιών τους, ήταν σε θέση να ξεκινήσουν αμέσως. 

Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους στο Ρίβεντελ, ο Μέρρυ - ο οποίος φάνηκε να έχει μεγαλύτερη γνώση του Παλιού Δάσους από οποιοδήποτε άλλο Χόμπιτ - είπε ότι ο συντομότερος δρόμος ήταν μέσα από το Παλιό Δάσος. Ωστόσο, όταν συνάντησαν την Γριά Ιτιά ο Μέρρυ και ο Πίππιν πιάστηκαν και έπρεπε να τους σώσει ο Τομ Μπομπαντίλ. Στη συνέχεια εγκλωβίστηκαν και πάλι (μαζί με τον Σαμ και τον Φρόντο) από έναν Βρικόλακα στους Θολωτούς Τάφους αλλά ο Τομ ήρθε και πάλι και τους έσωσε. Πριν από την αναχώρησή τους, τους είπε να κρατήσουν τα σπαθιά που βρήκαν στους Θολωτούς Τάφους και επιπλέον τους συμβούλευσε να περάσουν τη νύχτα στο πανδοχείο "Το Παιχνιδιάρικο Πόνι" στο Μπρι. Αφού φτάσανε στο πανδοχείο, ο Μέρρυ δεν ήταν παρών όταν ο Φρόντο εντελώς ανόητα φόρεσε το Δαχτυλίδι, καθώς είχε βγει έξω για μια βόλτα και είδε ένα Μαύρο Καβαλάρη. Προσπάθησε να τον ακολουθήσει αλλά εξαφανίστηκε. Τότε τον κατέβαλλε η Μαύρη Ανάσα και λιποθύμησε, πριν πάθει όμως οποιοδήποτε κακό, ήρθε να τον βοηθήσει ο Νομπ. Επέστρεψε στο πανδοχείο και προειδοποίησε τους υπόλοιπους, οι οποίοι μιλούσαν με τον Γοργοπόδαρο.  

Στο Ρίβεντελ μελετούσε χάρτες και σχεδίαζε την πορεία τους, ενώ έγινε δεκτός για την συμμετοχή του στη Συντροφιά του Δαχτυλιδιού, με λίγο λιγότερη απροθυμία από ό,τι ο Πίππιν, διότι ο Γκάνταλφ, πιστεύοντας στη φιλία και την πίστη που έδειχναν στον Φρόντο και στον Σαμ, ζήτησε από τον Έλροντ να επιτρέψει στα δύο Χόμπιτ να πάνε μαζί. Στο Άμον Χεν συνελήφθη μαζί με τον Πίππιν από μια ομάδα Ουρούκ-Χάι του Σάρουμαν. Ο Μπόρομιρ τους υπερασπίστηκε γενναία, αν και ο ίδιος πέθανε στην προσπάθεια αυτή. Δραπετεύοντας με τον Πίππιν στο Δάσος του Φάνγκορν, συνάντησαν τον Δεντρογένη και τον Γκάνταλφ τον Λευκό. Συνοδεύοντας τον Δεντρογένη στο Έντμουτ και αργότερα στο Ίσενγκαρντ, ο ίδιος και ο Πίππιν ορίστηκαν ως φύλακες του Όρθανκ μετά από την πτώση του Σάρουμαν. Ήταν εκεί όπου ο Μέρρυ ξανάσμιξε με τα εναπομείναντα μέλη της Συντροφιάς (εκτός από τους Φρόντο και Σαμ) μετά την Μάχη στο Χόρνμπεργκ.

Χωρίστηκε από τον Πίππιν όταν ο
Γκάνταλφ πήρε τον τελευταίο στη Γκόντορ, και ο Μέρρυ έμεινε με τον Άραγκορν και τους Ροχίρριμ, αναπτύσσοντας στενή φιλία με τον βασιλιά Θέοντεν. Από αγάπη για τον ίδιο, ο Μέρρυ πρόσφερε στον βασιλιά τις υπηρεσίες του ορκιζόμενος αφοσίωση, οι οποίες έγιναν ενθέρμως δεκτές από τον Θέοντεν. Ο Μέρρυ επέστρεψε μαζί του στο Έντορας και του απαγορεύτηκε από τον βασιλιά να πάει μαζί τους προς ενίσχυση της Μίνας Τίριθ, διότι δεν μπορούσε να ιππεύσει τα δυνατά άλογα των Ροχίρριμ τόσο γρήγορα και για τόσο μακριά. Ο Μέρρυ ήταν απογοητευμένος μέχρι που ένας νεαρός αναβάτης ονόματι Ντέρνχελμ προσφέρθηκε να τον πάρει στο άλογό του, φτάνοντας έτσι στη Μάχη των Πεδίων του Πέλεννορ.

Όταν οι Νάζγκουλ επιτέθηκαν στους Καβαλάρηδες του Ρόχαν και ο Θέοντεν τραυματίστηκε, ο Μέρρυ και ο Ντέρνχελμ αντιμετώπισαν μόνοι τους τον Μάγο-Βασιλιά της Άνγκμαρ. Επηρεασμένος από τη Μαύρη Ανάσα, ο Μέρρυ έπεσε σχεδόν λιπόθυμος, όταν άκουσε τη φωνή του Ντερνχελμ ο οποίος στεκόταν πάνω απ' το σώμα του Θέοντεν που είχε τραυματιστεί θανάσιμα πολεμώντας τον Νάζγκουλ. Εκείνος τρόμαξε και καθώς άνοιξε τα μάτια του είδε έκπληκτος ότι ο Ντέρνχελμ ήταν στην πραγματικότητα η Έογουιν, η ανιψιά του βασιλιά. Όταν εκείνη έπεσε κάτω βαριά τραυματισμένη, ο Μέρρυ - προκειμένου να την προστατεύσει - σηκώθηκε για να επιτεθεί στον Μάγο-Βασιλιά της Άνγκμαρ. Τον μαχαίρωσε πίσω από το γόνατο με το σπαθί του από τους Θολωτούς Τάφους (το οποίο φτιάχτηκε για αυτόν ακριβώς τον σκοπό, καθότι ήταν ένα από τα λίγα όπλα που μπορούσε να τρυπήσει το Δαχτυλιδοφάντασμα, αλλά με μεγάλο κόστος), καθώς εκείνος ήταν έτοιμος να σκοτώσει την Έογουιν. Λιποθύμησε στην προσπάθεια αυτή, αλλά η καθοριστική αυτή κίνησή του έδωσε στην Έογουιν την δυνατότητα να αποτελειώσει τον Μάγο-Βασιλιά με ένα χτύπημα στο κεφάλι. Σώθηκε από τον Άραγκορν ο οποίος τον γιάτρεψε και ανάρρωσε πλήρως. Λόγω της κατάστασής του δεν ήταν σε θέση να λάβει μέρος στη Μάχη του Μόραννον, αλλά ήταν παρών έπειτα στην ταφή του Θέοντεν, στην οποία έκλαψε και θρήνησε πολύ. Για την ανδρεία του στη μάχη, ο βασιλιάς Έομερ, ως ο νέος βασιλιάς του Ρόχαν, τον έχρησε ιππότη. Κατά την αναχώρησή του για το Σάιρ, ο Έομερ και η Έογουιν του χάρισαν το Βούκινο του Ρόχαν ως δώρο αποχωρισμού. Στο Ξεκαθάρισμα του Σάιρ, ήταν στην πρώτη γραμμή της μάχης του Μπαιγουότερ, χρησιμοποιώντας το Βούκινο αυτό.

Μετά την επιστροφή τους, ο Μέρρυ παντρεύτηκε την Εστέλλα Μπόλγκερ, την αδερφή του φίλου του Φρέντεγκαρ, λίγο μετά το τέλος της Τρίτης Εποχής, και απέκτησαν τουλάχιστον ένα γιο. Έγινε ο Κύριος του Μπάκλαντ το έτος 11 της Τέταρτης Εποχής και έγινε γνωστός με το όνομα Μεγαλοπρεπής. Στην ηλικία των 102, επέστρεψε στο Ρόχαν και την Γκόντορ με τον Πίππιν, όπου και πέθανε γύρω στο έτος 64. Τον έβαλαν να αναπαυτεί στη Γκόντορ, και όταν ο Βασιλιάς Ελέσσαρ πέθανε το έτος 120, ο ίδιος και ο Πίππιν θάφτηκαν δίπλα στον μεγάλο Βασιλιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: