Μπίλμπο Μπάγκινς

Ο Bilbo Baggins ήταν ένα Hobbit που έζησε στο Shire κατά τα τελευταία χρόνια της Τρίτης Εποχής, ο κύριος πρωταγωνιστής του The Hobbit και δευτερεύων χαρακτήρας στο The Lord of the Rings. Είχε προσληφθεί από τον Thorin Oakenshield και την Ομάδα των Νάνων ως ο διαρρήκτης τους στην Αποστολή τους για το Erebor, και αργότερα πολέμησε στην Μάχη των Πέντε στρατών. Ήταν επίσης ένας από τους κατόχους του Ενός Δαχτυλιδιού για πολλά χρόνια, και ο πρώτος που το έδωσε οικειοθελώς, αν και με κάποια δυσκολία. Έγραψε πολλές από τις περιπέτειές του σε ένα βιβλίο που ονόμασε There And Back Again. Υιοθέτησε τον Frodo Baggins ως ανιψιό του, αφότου οι γονείς του Frodo, ο Drogo Baggins και η Primula Brandybuck, πνίγηκαν στον ποταμό Brandywine. Ο Bilbo ήταν το πρώτο Hobbit που έγινε διάσημο στον κόσμο γενικότερα, και ήταν ένας από τους λίγους που επισκέφθηκαν το Valinor πέρα από τον Ωκεανό.


Ο Μπίλμπο Μπάγκινς, σύμφωνα με το Μέτρημα του Σάιρ (ο τρόπος μέτρησης του χρόνου που είχαν τα Χόμπιτς και που ξεκινά το έτος 1600 της Τρίτης Εποχής), γεννήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου του έτος 2890 της Τρίτης Εποχής. Ήταν ο μόνος γιος του Μπάνγκο Μπάγκινς και της Μπελλαντόννα Τούκ. Στο Χόμπιτον, ο Μπάνγκο Μπάγκινς κατασκεύασε μια ευρύχωρη και πολυτελή Χομπιτότρυπα για την Μπελλαντόννα, την οποία ονόμασαν Μπαγκ Εντ. Η οικογένεια μετακόμισε στο νέο σπίτι τους, όπου ο Μπίλμπο θα περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.

Ως νεαρό Χόμπιτ, ο Μπίλμπο ήταν περίεργος και πρόθυμος για τα νέα του έξω κόσμου. Ο Μάγος Γκάνταλφ, κατά τις επισκέψεις του στο Σάιρ, έδειξε ενδιαφέρον σε αυτή την ασυνήθιστη ποιότητα του Μπίλμπο. Όταν ο πατέρας του και η μητέρα του πέθαναν το 2926 και 2934 της Τρίτης Εποχής αντίστοιχα, ο Μπίλμπο έγινε κύριος του εαυτού του και πέρασε τα επόμενα επτά χρόνια ζώντας μόνος στο Μπαγκ Εντ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Μπίλμπο έγινε λάτρης της πλούσιας εργένικης ζωής του και απέκτησε φήμη και σεβασμό που θαύμαζαν οι γείτονες. 

Η Αποστολή στο Έρεμπορ

Το έτος 2941 ο Μπίλμπο, στην ηλικία των 50, δέχτηκε επίσκεψη από τον Γκάνταλφ και δεκατρείς Νάνους, με επικεφαλής τον Θόριν Δρυάσπη. Αυτοί οι Νάνοι επιθυμούσαν να προσλάβουν τον Μπίλμπο ως διαρρήκτη τους στην προσπάθειά τους να διεκδικήσουν το Έρεμπορ, το Μοναχικό Βουνό, από το δράκο Νοσφιστή. Ο Μπίλμπο απρόθυμα συμφώνησε να πάει, και το επόμενο πρωί ξεκίνησαν από το Πανδοχείο του Πράσινου Δράκου.

Ο Θόριν και η Ομάδα του ταξίδευαν μέσα από το Ερίαντορ περνώντας ψηλούς λόφους. Μετά από περίπου ένα μήνα, ο Γκάνταλφ εξαφανίστηκε. Ο Όιν και ο Γκλόιν απέτυχαν να ανάψουν φωτιά κατά στη διάρκεια μιας βροχερής νύχτας, και ο Μπάλιν εντόπισε μια φωτιά στο βάθος, η οποία ήταν σπάνια σε αυτές τις περιοχές, και έστειλαν τον Μπίλμπο να ερευνήσει. Μπροστά στη φωτιά ήταν τρία Τρολς, ο Τομ, ο Μπερτ και ο Γουίλιαμ. Ο Μπίλμπο προσπάθησε να αρπάξει κάτι από τα Τρολς για να φέρει πίσω στους Νάνους, ώστε να τους δείξει ότι ήταν ένας πρώτης τάξεως διαρρήκτης, αλλά πιάστηκε από τον Γουίλιαμ. Κατάφερε και ξέφυγε, ωστόσο όμως δεν μπόρεσε να εμποδίσει τους Νάνους να τους πιάσουν όταν ήρθαν ψάχνοντάς τον. Ευτυχώς, ο Γκάνταλφ ήρθε την κατάλληλη στιγμή και τους έσωσε όλους, μιμούμενος τις φωνές των Τρολς και βάζοντάς τα να διαφωνούν το ένα με το άλλο, μέχρι το ξημέρωμα, όπου μετατράπηκαν σε πέτρα. Μετά τη διάσωση της Ομάδας, ο Μάγος οδήγησε τον Μπίλμπο και τους Νάνους στη σπηλιά των Τρολς στην οποία έκρυβαν τον θησαυρό τους και προστατεύονταν από τον ήλιο κατά τη διάρκεια της ημέρας. Στη σπηλιά βρήκαν πολλά όπλα, ανάμεσα στα οποία το Γκλάμντρινγκ και το Όρκριστ. Ο Μπίλμπο πήρε ένα μικρό σπαθί που είχαν φτιάξει τα Ξωτικά, το οποίο αργότερα ονόμασε Κεντρί και το κράτησε μαζί του για το υπόλοιπο του ταξιδιού.

Τον Ιούνιο έφτασαν στο Ρίβεντελ. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής τους ο Μπίλμπο συναντήθηκε με τον Έλροντ και γοητεύτηκε από τα Ξωτικά. Την Παραμονή του Μεσοκαλόκαιρου, ο Έλροντ έλεγξε τα σπαθιά του Θόριν και του Γκάνταλφ, και κοίταξε τον Χάρτη του Θρορ. Ο Έλροντ εξήγησε ότι τα σπαθιά είχαν σφυρηλατηθεί στην Γκοντόλιν και ονομάστηκαν Όρκριστ και Γκλάμντρινγκ. Έπειτα μελέτησε τον Χάρτη και βρήκε ότι υπήρχαν φεγγαρογράμματα τα οποία έλεγαν για την πίσω πόρτα του Έρεμπορ, δίνοντας οδηγίες. Έγραφε το εξής: "Στάσου πλάι στην γκρίζα πέτρα όταν χτυπήσει το ράμφος της η τσίχλα, και όταν ο ήλιος που βασιλεύει ρίξει με το τελευταίο φως της Μέρας του Ντούριν πάνω στην κλειδαριά".

Στη συνέχεια, ο Μπίλμπο και οι Νάνοι έφυγαν από το Ρίβεντελ με κατεύθυνση τα Ομιχλιασμένα Βουνά. Εκεί ήταν όπου αντιμετώπισαν το Μεγάλο Γκόμπλιν και τις δυνάμεις του. Ο Μπίλμπο, δυστυχώς, χάθηκε κατά τη διάρκεια της μάχης και έπεσε σε μια τρύπα μέσα στα βουνά. Ευτυχώς, επέζησε της πτώσης και σύρθηκε μέσα από το κατάμαυρο τούνελ, σκοντάφτωντας τελικά πάνω σε ένα μικρό δαχτυλίδι το οποίο στην τσέπη του. Αν και ο ίδιος δεν το γνώριζε, αυτό το χαμένο δαχτυλίδι ήταν το Ένα Δαχτυλίδι, που σφυρηλατήθηκε από τον Σάουρον πολλά χρόνια πριν. Ο Μπίλμπο σύντομα συνάντησε το Γκόλουμ, το οποίο είχε στην κατοχή του το Δαχτυλίδι για πάνω από πεντακόσια χρόνια. Οι δύο τους έπαιξαν ένα παιχνίδι γρίφων με την προϋπόθεση ότι το Γκόλουμ θα έδειχνε στον Μπίλμπο το δρόμο αν κέρδιζε. Ωστόσο, το Γκόλουμ δεν ήταν ικανοποιημένος με το τελικό αίνιγμα του Μπίλμπο και, ενώ θρηνούσε για την ήττα του, διαπίστωσε ότι το Δαχτυλίδι του είχε χαθεί. Τότε κατηγόρησε τον Μπίλμπο ότι του έκλεψε το "πολύτιμό" του, αλλά εκείνος είχε προλάβει να εξαφανιστεί.

Το Γκόλουμ, νομίζοντας οτι ο Μπίλμπο είχε βρει τον δρόμο για να βγει έξω από τα βουνά, κατευθύνθηκε προς την έξοδο και ο Μπίλμπο τον ακολούθησε, ώσπου βρήκε ξανά την Ομάδα του. Ο Μπίλμπο και η Ομάδα των Νάνων σταμάτησαν για τη νύχτα, όταν Γκόμπλινς και μια ομάδα από Βαργκς τους βρήκαν κοντά σε κάτι πευκόδεντρα. Οι Νάνοι, ο Μπίλμπο και ο Γκάνταλφ ανέβηκαν στα δέντρα για να ξεφύγουν, αλλά τα Γκόμπλινς δεν σκόπευαν να φύγουν χωρίς να τους σκοτώσουν. Άρχισαν να καίνε τα δέντρα κάτω και τότε ο Γκάνταλφ πήρε ένα κουκουνάρι και χρησιμοποιώντας μαγεία το έκανε να βγάλει μια πράσινη φωτιά και το πέταξε κάτω χτυπώντας τον Αρχηγό των Βαργκς. Πέταξε κι άλλα κουκουνάρια, ώσπου τα Γκόμπλινς και οι Βαργκς τράπηκαν σε φυγή και η ομάδα διασώθηκε από τους Αετούς, οι οποίοι τους πήγαν στη φωλιά τους, όπου ξεκουράστηκαν και συνέχισαν το ταξίδι τους.

Η ομάδα ταξίδεψε στο σπίτι του Άρκου όπου ξεκουράστηκαν. Ο Άρκος έμαθε την ιστορία τους και τους έδωσε πολλές προμήθειες για να τους βοηθήσει στο ταξίδι τους. Τους δάνεισε επίσης αρκετά πόνι για να τους πάνε ως το Μίρκγουντ και, όταν έφτασαν εκεί, τα άφησαν ελεύθερα να γυρίσουν πίσω. Ο Γκάνταλφ επίσης άφησε την ομάδα, προειδοποιώντας τους να μην ξεστρατήσουν από το μονοπάτι." Η Ομάδα άρχισε να ακολουθεί το μονοπάτι μέσα στο επικίνδυνο δάσος. Κάποια στιγμή οι προμήθειες άρχισαν να τελειώνουν, έτσι οι Νάνοι αναγκάστηκαν να στείλουν τον Μπίλμπο να ανέβει σε ένα δέντρο ώστε να δει πού τελείωνε το δάσος. Ο Μπίλμπο το έκανε, αλλά έβλεπε μόνο δάσος, έτσι όταν αυτός απρόθυμα ανέβηκε και πάλι προς τα κάτω, δεν είδε ότι το δάσος τελείωσε. Όταν τελικά τελείωσαν και οι τελευταίες προμήθειες και η Ομάδα περιπλανιώταν στο δάσος, είδαν φώτα στο δάσος. Αποφασίζοντας ότι ήταν προτιμότερο να βγουν από το δρόμο παρά να πέθαιναν από την πείνα, κατευθύνθηκαν προς τα φώτα. Μόλις έφτασαν στα φώτα, ένας από την Ομάδα τους αποκοιμήθηκε. Αυτό συνέβη δύο φορές. Την τρίτη φορά αποκοιμήθηκαν όλοι τους.

Όταν ο Μπίλμπο ξύπνησε μέσα στη νύχτα, ήταν μόνος. Σύντομα ανακάλυψε ότι αράχνες είχαν πιάσει τους συντρόφους του και τους είχαν βάλει μέσα σε κουκούλια. Αυτοσχεδιάζοντας αρκετά προσβλητικό τραγούδια, κατάφερε να εξαγριώσει τις αράχνες και να αποσπάσει την προσοχή τους, ώσπου εκείνες άφησαν τα κουκούλια για να βρουν τον Μπίλμπο και να τον φάνε. Ο ίδιος σκότωσε μερικές πετώντας πέτρες και σκότωσε περισσότερους με το Κεντρί. Οι αράχνες δεν τον βρήκαν, αφού εκείνος χρησιμοποίησε το
Δαχτυλίδι για να είναι αόρατος. Αφότου απελευθέρωσε τους Νάνους, έκαναν όλοι επίθεση εναντίον των αραχνών, όπου ο Μπίλμπο σκότωσε δεκάδες από αυτές χρησιμοποιώντας το Δαχτυλίδι και το Κεντρί.

Αφού ταξίδεψαν στο Μίρκγουντ, οι Νάνοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τα Ξωτικά του Δάσους, τα οποία πίστευαν ότι η Ομάδα είχε διαταράξει την γιορτή των Ξωτικών (τα φώτα που είχαν δει στο δάσος). Ο Μπίλμπο δεν πιάστηκε αιχμάλωτος διότι χρησιμοποίησε το Δαχτυλίδι του για να παραμείνει αόρατος και κατάφερε και μπήκε στις αίθουσες του Βασιλιά όπου βρίσκονταν οι αιχμάλωτοι. Τελικά ο Μπίλμπο διέσωσε τους Νάνους και σύντομα έφθασαν στην Λιμνούπολη, μια μικρή πόλη που ζούσαν Άνθρωποι και όπου ο Νοσφιστής επιτιθόταν συχνά, αν και δεν είχε να φανεί πολλά χρόνια. Η Ομάδα έψαξε στο βουνό μέχρι που βρήκαν τη μυστική πόρτα. Μόνο ο Μπίλμπο στάλθηκε για να κλέψει κάποιο θησαυρό από τον Δράκο και, όταν έφτασε, ο Νοσφιστής ήταν ξύπνιος και αισθάνθηκε την παρουσία του. Ο Μπίλμπο ωστόσο έβαλε το Δαχτυλίδι για να μην γίνει αντιληπτός.

Ο Νοσφιστής προσπάθησε να καταλάβει ποιος ή τι ήταν ο Μπίλμπο, αλλά εκείνος δεν έλεγε την πραγματική του ταυτότητα, αντιθέτως απαντούσε στις ερωτήσεις του Δράκου μόνο με αινίγματα. Το
Χόμπιτ ανακάλυψε την Ιερή Πέτρα του Θράιν, το κειμήλιο του Λαού του Ντούριν που έψαχνε απεγνωσμένα ο Θόριν Δρύασπις, αλλά την κράτησε κρυφή από τους Νάνους. Όσο ήταν αόρατος, ο Μπίλμπο είδε ότι ο Νοσφιστής είχε ένα γυμνό σημείο στην - επιστρωμένη με πετράδια - κοιλιά του. Τελικά, ο Μπίλμπο έβγαλε το Δαχτυλίδι και ο Δράκος είδε ότι είχε κλέψει ένα κύπελλο, κάτι που τον εξόργισε απίστευτα. Όταν ο Μπίλμπο βγήκε ασφαλής από το λημέρι του Δράκου, ο Νοσφιστής πέταξε για τη Λιμνούπολη. Ο Μπίλμπο είπε σε μια τσίχλα να ενημερώσει τον Βάρδο για την αδυναμία του Νοσφιστή. Ο Βάρδος έριξε το Μαύρο Βέλος του στο γυμνό σημείο του Δράκου, σκοτώνοντάς τον και στέλνοντάς τον να σαπίσει στον βυθό της λίμνης.

Όταν ο Θόριν επανέκτησε το βουνό, αναζήτησε την Ιερή Πέτρα καθώς έψαχνε τον θησαυρό και έδωσε όρκο ότι θα εκδικηθεί όποιον την βρει και την κρατήσει κρυφή από εκείνον, αλλά ο Μπίλμπο παρέμεινε σιωπηλός. Αργότερα, όταν οι Άνθρωποι της Λίμνης και τα Ξωτικά του Δάσους ήρθαν να ζητήσουν ένα μερίδιο του θησαυρού του Νοσφιστή από τους Νάνους, ο Μπίλμπο ενοχλήθηκε από την απροθυμία του Θόριν. Ελπίζοντας να βοηθήσει τις διαπραγματεύσεις, μπήκε μυστικά στο στρατόπεδο των Ανθρώπων και των Ξωτικών και παρέδωσε την Ιερή Πέτρα στους ηγέτες τους, τον Βάρδο, τον Άνθρωπο που σκότωσε τον Νοσφιστή τον Μεγαλοπρεπή, και τον Θράντουιλ. Την επόμενη μέρα o Θόριν, που έδινε στην Πέτρα τεράστια αξία και την αποτιμούσε υψηλότερα από οποιονδήποτε άλλο θησαυρό, πρόσφερε το 1/14 του θησαυρού του Έρεμπορ σε χρυσάφι και ασήμι ως αντάλλαγμα για το κειμήλιο του λαού του. Τότε ένας εχθρικός στρατός από τα Γκρίζα Βουνά διέκοψε τη διαμάχη και ακολούθησε η Mάχη των Πέντε Στρατών. Μετά τη μάχη, ο Μπίλμπο βρήκε τον Θόριν ετοιμοθάνατο σε ένα κρεβάτι. Ο Θόριν επαίνεσε τον Μπίλμπο και του ζήτησε συγγνώμη για τις βαριές κουβέντες που είχε πει νωρίτερα. 

Μετά την κηδεία του Θόριν, ο Ντάιν του πρόσφερε το 1/14 του μερίδιου του θησαυρού, αλλά ο Μπίλμπο αρνήθηκε, παίρνοντας μόνο δύο μικρά κιβώτια, ένα με χρυσό και ένα άλλο φορτωμένο με ασήμι. Ο Μπίλμπο πήρε τον δρόμο του γυρισμού με τον στρατό των Ξωτικών του Δάσους που συμμετείχαν στη Μάχη των Πέντε Στρατών φτάνοντας μέχρι το Μίρκγουντ, και στη συνέχεια πήγε στο σπίτι του Άρκου με τον Γκάνταλφ. Όταν τελικά επέστρεψε στο Χόμπιτον, είδε ότι σε εξέλιξη μια δημοπρασία, στην οποία οι συγγενείς του, οι Σάκβιλ-Μπάγκινς, θεωρώντας τον νεκρό, πουλούσαν τα περισσότερα από τα υπάρχοντά του στα άλλα Χόμπιτς, και θύμωσαν που είδαν τον Μπίλμπο ζωντανό, επειδή ήθελαν να ζήσουν οι ίδιοι στο Μπαγκ Εντ. Ο Μπίλμπο έπρεπε να ξαναγοράσει τα πωληθέντα του υπάρχοντα για να αποφύγει τη διαμάχη μαζί τους. 

Επιστροφή στο Σάιρ

Ο Μπίλμπο πλέον ήταν πιο σοφός και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, αλλά παρόλο που επέστρεψε με ασφάλεια στο Μπαγκ Εντ με την ανταμοιβή του και έζησε με άνεση, η ζωή του δεν ήταν η ίδια όπως ήταν κάποτε. Η ξαφνική του επιστροφή αφότου θεωρήθηκε νεκρό, του κόστισε αρκετό από τον σεβασμό των γειτόνων, ενώ αργότερα θεωρήθηκε παράξενος και υπήρξαν πολλές συζητήσεις και ψευδείς φήμες που κυκλοφόρησαν σχετικά με τις υποθέσεις τους και τις πράξεις του. Τα χειρότερα από αυτά τα προβλήματα προήλθαν από τους Σάκβιλ-Μπάγκινς, οι οποίοι ήταν θυμωμένοι που δεν ήταν σε θέση να έχουν το Μπαγκ Εντ αφότου θεωρήθηκε νεκρός. Αυτή η ζήλια και ο θυμός αυξήθηκαν όταν ο Μπίλμπο υιοθέτησε τον ανιψιό του, τον Φρόντο, και τον έκανε κληρονόμο του.

Αγνόησε όσα έλεγαν γι' αυτόν και απέφευγε τους Σάκβιλ-Μπάγκινς όσο μπορούσε, και μια φορά χρησιμοποίησε το
Δαχτυλίδι του για να κρυφτεί από αυτούς. Ήταν πολύ γενναιόδωρος με τα χρήματά του και οι περισσότεροι ήταν πρόθυμοι να συγχωρήσουν τις παραξενιές του. Είχε πολλούς φίλους, ιδιαίτερα μεταξύ των Γκάμτζι, με τους οποίους συζητούσε συχνά για την καλλιέργεια λαχανικών. Ο καλός φίλος του, ο Γκάφερ, του επέτρεψε να διδάξει τον γιο του, τον Σαμγουάιζ Γκάμτζι. Ο Μπίλμπο τον έμαθε να διαβάζει και να γράφει, και σε κάποιο βαθμό του δίδαξε ποίηση και του είπε ιστορίες για τις Αρχαίες Μέρες. Ωστόσο, σιγά-σιγά άρχισε να κουράζεται από την τακτοποιημένη και προστατευμένη ζωή του στο Μπαγκ Εντ.

Ο Μπίλμπο ήταν Δαχτυλιδοκουβαλητής για έξι δεκαετίες, αγνοώντας τη σημασία του. Ωστόσο, το έτος 3001 της Τρίτης Εποχής, το Δαχτυλίδι είχε αρχίσει να τον επηρεάζει. Δεν έμοιαζε να έχει γεράσει καθόλου, αν και αισθανόταν μεγαλύτερος και λεπτός μέσα του. Αποφάσισε ότι ήθελε να συμμετάσχει σε μια ακόμη περιπέτεια, προτού βρει ένα μέρος για να εγκατασταθεί και να τελειώσει το βιβλίο του για την Αποστολή για το Μοναχικό Βουνό. Στις 22 Σεπτεμβρίου έγινε ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι γενεθλίων προς τιμήν του, όπου ανακοίνωσε την πρόθεσή του να εγκαταλείψει το Σάιρ, σε μεγάλο σοκ της οικογένειας και των φίλων του. Αμέσως μετά, έβαλε το Δαχτυλίδι του και εξαφανίστηκε, σαν ένα αστείο στους γείτονές του. Επέστρεψε στο σπίτι του, όπου τον βρήκε ο φίλος του ο Γκάνταλφ, ο οποίος προσπάθησε να τον πείσει να αφήσει το Δαχτυλίδι στον Φρόντο. Ο Μπίλμπο αρχικά συμφώνησε, αλλά στη συνέχεια έγινε εχθρικός και κατηγόρησε τον Γκάνταλφ ότι προσπάθησε να κλέψει το Δαχτυλίδι για δικό του όφελος, το οποίο χαρακτήρισε ως "πολύτιμο" του.

Τρομαγμένος από την έκρηξη του Μπίλμπο, ο Γκάνταλφ τον διέταξε να το αφήσει. Αμέσως ο Μπίλμπο επανήλθε στα λογικά του, ζητώντας συγγνώμη και παραδεχόμενος ότι το Δαχτυλίδι τον είχε ταλαιπωρήσει τελευταία. Μετά από μια στιγμή εσωτερικού αγώνα, ο Μπίλμπο άφησε το Δαχτυλίδι, κι έγινε έτσι ο πρώτος Δαχτυλιδοκουβαλητής που παράτησε το Δαχτυλίδι με τη θέλησή του. Αποχαιρέτησε τον Γκάνταλφ κι έφυγε από το Σάιρ για το ταξίδι του. Την ίδια μέρα, ο Μπίλμπο άφησε το Ένα Δαχτυλίδι και το σπίτι του στον Φρόντο. Μετά την αναχώρησή του, ο Μπίλμπο συνόδευσε ορισμένους Νάνους στο Ντέηλ, προτού φύγει για το Ρίβεντελ.

Η Ζωή στο Ρίβεντελ

Μεταξύ του 3003 και του 3018 της Τρίτης Εποχής, ο Μπίλμπο εργάστηκε πάνω στο βιβλίο του για τις περιπέτειές του το οποίο ονόμασε "Eκεί και Πάλι Πίσω:΅οι Διακοπές ενός Χόμπιτ", και που αργότερα έγινε γνωστό ως το "Κόκκινο Βιβλίο του Γουέστμαρτς". Μελέτησε επίσης την γλώσσα των Ξωτικών και εργάστηκε πάνω σε μεταφράσεις των μύθων και των θρύλων των Ξωτικών από τις Αρχαίες Ημέρες. Έγραψε το ποίημα "Το Χρυσάφι αν είναι Κρυφό δεν Γυαλίζει" για τον Άραγκορν καθώς και ένα πολύ μεγαλύτερο ποίημα για τον Εαρέντιλ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Ρίβεντελ.

Τον Οκτώβριο του 3018, ο
Φρόντο έφτασε στο Ρίβεντελ. Ο Μπίλμπο έμαθε ότι ο ανιψιός του ήταν σε αποστολή για να καταστρέψει το Ένα Δαχτυλίδι κι έτσι του έδωσε το σπαθί του, το Κεντρί, και τον αλυσιδωτό θώρακά του από Μίθριλ. Όταν ο Φρόντο επέστρεψε, ο Μπίλμπο είχε γεράσει αισθητά, απελευθερωμένος πλέον από την επιρροή του Δαχτυλιδιού, παρόλο που εξακολουθούσε να το επιθυμεί.

Δεδομένου ότι ο Μπίλμπο ήταν Δαχτυλιδοκουβαλής, του επιτράπηκε να πάει μαζί με τον
Φρόντο στο Βάλινορ. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 3021 ο Μπίλμπο έγινε 131 ετών κι έγινε το γηραιότερο Χόμπιτ στη Μέση-Γη. Στις 29 Σεπτεμβρίου, ο Γκάνταλφ, ο Έλροντ, η Γκαλάντριελ και ο Φρόντο επιβιβάστηκαν σε ένα πλοίο στα Γκρίζα Λιμάνια και έφυγαν από τη Μέση-Γη. Η μοίρα του αργότερα δεν είναι γνωστή, αλλά καθότι ήταν θνητός, πιθανότατα πέθανε στο Βάλινορ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: