Η Πτώση της Γκοντόλιν

Η Πτώση της Gondolin ήταν η μάχη μεταξύ των δυνάμεων της Gondolin, υπό τον Βασιλιά Turgon, και του Morgoth, αφότου ο Maeglin πρόδωσε την κρυμμένη θέση της πόλης στον εχθρό, ο οποίος σχεδίαζε την επίθεση για πολλά χρόνια προτού τελικά εξαπολύσει τους στρατούς του στα απροετοίμαστα Ξωτικά. Η μάχη αυτή στοίχισε τις ζωές των περισσότερων Gondolindrim, του Turgon και του στρατού του. Ωστόσο, κάποιοι λίγοι κατάφεραν να ξεφύγουν από ένα μυστικό πέρασμα, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Tuor, η Idril κι ο γιος τους, ο Eärendil. Με την πτώση της Gondolin καταστράφηκε το τελευταίο από τα μεγάλα βασίλεια των Ξωτικών στη Μέση-Γη και μαζί χάθηκε και οποιαδήποτε ελπίδα για χερσαία αντίσταση στον Morgoth.


Όταν οι πόλεις των Νόλντορ στο Μπελέριαντ έπεσαν μία προς μία στα χέρια του Μόργκοθ, η Γκοντόλιν, βαριά οχυρωμένη, αποκομμένη τόσο από τους εχθρούς, όσο και από τους συμμάχους των Νόλντορ και καλά κρυμμένη μέσα στα Κρισσαέγκριμ, παρέμεινε το τελευταίο προπύργιο ελπίδας για όσους τον αντιμάχονταν. Το 551 της Πρώτης Εποχής, ο Μαέγκλιν, ο γιος του Έολ κι ανιψιός του Βασιλιά Τούργκον, επιθυμούσε κρυφά την ξαδέρφη του, την Ίντριλ, αλλά δεν κατάφερνε να έχει την αγάπη της. Μετά από μια διαφωνία, έφυγε από την Γκοντόλιν για να πάει στα βουνά να ψάξει για ορυκτά. Εκεί τα Ορκς τον συνέλαβαν κι εκείνος τα παρακάλεσε  να τον πάνε στον Μόργκοθ, παρά να τον σκοτώσουν ή να τον βασανίσουν. Ο Μόργκοθ αναγνώρισε τον Μαέγκλιν και του είπε ότι θα τον έκανε Βασιλιά της Γκοντόλιν και σύζυγο της Ίντριλ, αν πρόδιδε τους Νόλντορ και του έδινε πληροφορίες για το πώς να αποκτήσει πρόσβαση στην πόλη. Ο Μαέγκλιν συμφώνησε στην προδοσία κι επέστρεψε στην πόλη, αλλά δεν μίλησε σε κανέναν για τη σύλληψή του. Η Ίντριλ όμως παρατήρησε μια αλλαγή σε αυτόν και, διαισθανόμενη τον κίνδυνο, έδωσε εντολή να κατασκευαστεί ένα κρυφό πέρασμα βαθιά κάτω από την Γκοντόλιν που αργότερα θα ενεργούσε ως δρόμος διαφυγής.


Η Mάχη

Λόγω των πληροφοριών που του διαβίβασε ο Μαέγκλιν, οι δυνάμεις του Μόργκοθ κατάφεραν να περιβάλλουν την πόλη χωρίς να εντοπιστούν, ερχόμενες πάνω από τα Κυκλωτικά Βουνά. Ήταν κατά τη διάρκεια μιας γιορτής και σε σημείο όπου η φρουρά επαγρυπνούσε λιγότερο. Μέχρι να τους πάρουν είδηση τα Ξωτικά, η πόλη ήταν ήδη υπό πολιορκία και δεν υπήρχε ελπίδα νίκης ή διαφυγής. Για πολλές μέρες τα Ξωτικά της Γκοντόλιν υπερασπίζονταν την πόλη και οι μάχες που γίνονταν κάτω από τα τείχη της ήταν αιματηρές και φοβερές, ενώ θαρραλέοι ηγέτες και πολεμιστές, κυρίως οι Εκθέλιον και Τούορ, έγιναν θρύλοι και αργότερα θα γράφονταν τραγούδια για αυτούς κι επικά ποιήματα. Επιπλέον, ξίφη όπως το Όρκριστ και το Γκλάμντρινγκ κέρδισαν τη φήμη τους εκεί και έγιναν ο φόβος κι ο τρόμος των Ορκς.

Ωστόσο, οι στρατοί του Μόργκοθ ήταν πολυάριθμοι και ισχυροί, ώστε να μπορέσουν τα Ξωτικά να υπερισχύσουν, καθώς αποτελούνταν όχι μόνο από Ορκς και σκοτεινά πλάσματα, αλλά και από Μπάλρογκς και ολόκληρη ομάδα Δράκων, πατέρας των οποίων ήταν ο Γκλάουρουνγκ. Τότε ο Τούργκον συγκάλεσε έκτακτο πολεμικό συμβούλιο. Ο Τούορ πρότεινε να βγούν έξω οι δυνάμεις της Γκοντόλιν και να επιτεθούν στους στρατούς του Μόργκοθ, ενώ ο Μαέγκλιν πρότεινε να παραμείνουν εντός των ισχυρών τειχών του φρουρίου. Ο Τούργκον αγαπούσε τον Μαέγκλιν και συμφώνησε μαζί του. Καθώς οι Νόλντορ προετοίμαζαν την άμυνά τους, οι στρατοί του Μόργκοθ ξεκίνησαν την επίθεσή τους. Οι πολεμικές μηχανές του Τούργκον και οι εξειδικευμένοι τοξότες των Νόλντορ άνοιξαν πυρ, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να επιβραδύνουν την προέλαση του εχθρού.

Τα Ορκς, οι λύκοι και άλλα πλάσματα του Μόργκοθ έφτασαν στα τείχη, αλλά δεν μπορούσαν να τα ανέβουν καθότι ήταν τελείως λεία. Ο Μόργκοθ διέταξε τον Γκόθμογκ, τον Άρχοντα των Μπάλρογκς, να επιτεθεί στη Βόρεια Πύλη χρησιμοποιώντας τα "σιδερένια τέρατα" που είχε σφυρηλατήσει μέσα στην Άνγκμπαντ. Αυτές οι μηχανές χτύπησαν τα τείχη και βγήκαν από μέσα στρατιές από Ορκς. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Μαέγκλιν πήγε με τα στρατεύματα του Οίκου του στο σπίτι του Τούορ, στο νότιο τοίχο, με σκοπό να σκοτώσει την Ίντριλ και τον γιο της, τον Εαρέντιλ, αλλά τον έπιασε ο Τούορ προτού προλάβει να το κάνει. Εκεί, ο Μαέγκλιν και ο Τούορ μονομάχησαν. Ο Τούορ τον πέταξε από τα τείχη της πόλης και σκοτώθηκε. Ο Οίκος του Μαέγκλιν είχε σκοτωθεί και ο Τούορ πήρε ό,τι είχε απομείνει από τις δικές του δυνάμεις για να βοηθήσει την άμυνα για άλλη μια φορά. Στο μεταξύ, οι Μπάλρογκς επιτέθηκαν στην πύλη της πόλης, αναγκάζοντας τους αμυνόμενους να τραβηχτούν πίσω.

Ένας ακόμη στρατός του Μόργκοθ έφτασε στα δυτικά τείχη και οι δράκοι τα έσπασαν και μπήκαν μέσα. Ο Τούορ όμως και ο Εκθέλιον είχαν δυνάμεις εκεί και δυσκόλευαν αυτές του Μόργκοθ, αφού οι δύο άρχοντες αποδείχθηκαν ισχυροί στη μάχη, σκοτώνοντας Ορκς κι αρκετούς Μπάλρογκς, αν και ο Εκθέλιον υπέστη σοβαρό τραύμα στο αριστερό του χέρι από το μαστίγιο του Μπάλρογκ. Ένας μεγάλος δράκος επιτέθηκε σκοτώνοντας Ξωτικά και Ορκς. Παρά τη γενναιότητά τους, πολλά από τα Ξωτικά έπεσαν, μη μπορώντας πλέον να κρατήσουν τα τείχη. 

Οι δυνάμεις των Νόλντορ τραβήχτηκαν πίσω στην Πλατεία του Βασιλιά, όπου ο Τούργκον και ο στρατός τους ενισχύθηκαν. Άρχισαν βιαστικά τα οδοφράγματα, αλλά οι δυνάμεις του Μόργκοθ τα έσπαγαν. Ο Γκόθμογκ ηγήθηκε της επίθεσης, συνοδευόμενος από Ορκς και ένα δράκο, και όρμησε μέσα στην πλατεία, όπου ο Τούορ ρίχτηκε κάτω και σχεδόν σκοτώθηκε. Όταν οι Δράκοι ενίσχυσαν τον στρατό του Μόργκοθ, ο Εκθέλιον σκότωσε τρεις Μπάλρογκς. Καθότι υπερείχαν αριθμητικά, έπρεπε να υποχωρήσουν και, όταν το έκαναν, το αριστερό χέρι του Εκθέλιον τραυματίστηκε και η ασπίδα του έπεσε στη γη. Ο Τούορ τον μετέφερε μακριά και ενώθηκαν με τους εναπομείναντες ηγέτες στην Πλατεία του Βασιλιά.
 
Σε εκείνο το μέρος, στο Μεγάλο Σιντριβάνι του Βασιλιά, στάθηκε ο Εκθέλιον και ανέκτησε τη δύναμή του πίνοντας από αυτό. Καθώς επτά δράκοι οδηγούσαν τις δυνάμεις του εχθρού προς την Πλατεία, ο υπόλοιπος στρατός της Γκοντόλιν άρχισε να υποχωρεί. Ο Εκθέλιον όμως παρέμεινε κοντά στο σιντριβάνι, πράξη που μνημονευόταν σε όλα τα τραγούδια ή σε οποιοδήποτε παραμύθι ως η πιο γενναία, διότι ήταν εκεί που αντιμετώπισε τον Γκόθμογκ, τον Άρχοντα των Μπάλρογκς. Ο Τούορ προσπάθησε να μπει στο δρόμο του Γκόθμογκ αλλά πετάχτηκε στην άκρη. Στη συνέχεια ο Εκθέλιον μονομάχησε μαζί του. Χάνοντας το σπαθί του λόγω τραυματισμού που δέχτηκε δεν ήταν σε θέση να προστατεύσει τον εαυτό του. Ακριβώς τη στιγμή που ο Γκόθμογκ ήταν έτοιμος να του δώσει το τελειωτικό χτύπημα, ο Εκθέλιον πήδηξε και τύλιξε τα πόδια του γύρω από τον δαίμονα, οδηγώντας τo αιχμηρό άκρο του κράνους του στο σώμα του Γκόθμογκ. Αυτό έκανε τον δαίμονα να χάσει την ισορροπία του, και ο ίδιος, μαζί με τον Εκθέλιον, έπεσαν στο Σιντριβάνι του Βασιλιά και πνίγηκαν και οι δύο. Ο Γκλορφίντελ και ο Οίκος του υπερασπίστηκαν το πίσω μέρος καθώς οι υπόλοιποι Νόλντορ έφυγαν από την πλατεία, χάνοντας πολλούς στρατιώτες κατά τη διάρκεια.

Τα υπόλοιπα στρατεύματα των
Νόλντορ υποχώρησαν στον Πύργο του Βασιλιά, όπου ο Τούργκον θρηνούσε την καταστροφή της πόλης. Έριξε το στέμμα του στο έδαφος και δήλωσε ότι ο Τούορ πλέον ήταν ο ηγέτης της Γκοντόλιν και τον οποίο έπρεπε να ακολουθήσουν, και ζήτησε από τον Τούορ να οδηγήσει τους επιζώντες έξω από την πόλη. Ο Τούργκον πήγε στην υψηλότερη κορυφή του Πύργου και φώναξε: "Μεγάλη είναι η νίκη των Νολντόλι!", και τα Ορκς τον χλεύασαν. Ο Τούργκον αρνήθηκε να εγκαταλείψει την πόλη με τους άλλους και σκοτώθηκε. Ο Τούορ ενημέρωσε τους επιζώντες σχετικά με την σήραγγα που οδηγούσε στα βουνά, η οποία είχε κατασκευαστεί με εντολή της Ίντριλ, κι έτσι, ενώ η πόλη καιγόταν, εκείνοι ξέφυγαν από κάτω της.

Ωστόσο, ο
Μόργκοθ ήταν ενήμερος για τη διαφυγή τους και έστειλε περιπολίες για να τους σταματήσει. Ένας Μπάλρογκ επιτέθηκε στους πρόσφυγες, αν και ο Γκλορφίντελ τον πολέμησε. Έσφαξε το θηρίο, αλλά σκοτώθηκε και ο ίδιος. Ο Ούλμο τους προστάτευσε και η ομάδα κατάφερε να δραπετεύσει. Αν και ο Γκόθμογκ, το μεγαλύτερο χαρτί του Μόργκοθ, είχε πέσει στη μάχη, ο ίδιος είχε κατακτήσει τη μεγαλύτερη πόλη των Νόλντορ και είχε σχεδόν εξαφανίσει τον πληθυσμό τους. Στο βορρά, η νίκη του ήταν ολοκληρωμένη. Ωστόσο, αργότερα αυτό θα ήταν και η καταδίκη του, γιατί πολλά χρόνια μετά την πολιορκία, ο Εαρέντιλ, ο επιζών γιος του Τούορ και της Ίντριλ, έφτασε στο Βάλινορ για να ζητήσει τη βοήθειά των Βάλαρ στον πόλεμο ενάντια στον Μόργκοθ. Αυτό οδήγησε στον Πόλεμο της Οργής, μετά τον οποίο ο Μόργκοθ ρίχτηκε στο Κενό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: