Ο Eärendil ο Ναυτικός, ο σύζυγος της Elwing και πατέρας των διδύμων Elrond και Elros, ήταν εκείνος που ζήτησε τη βοήθεια των Valar για τον πόλεμο ενάντια στον Morgoth. Γεννήθηκε στη Μέση-Γη την άνοιξη του 503 της Πρώτης Εποχής. Ήταν ο γιος του Ανθρώπου Tuor και της Idril που ήταν Ξωτικό. Ως εκ τούτου, ο Eärendil ήταν μισός-Ξωτικό, και είχε την ομορφιά και τη σοφία των Ξωτικών σε συνδυασμό με τη δύναμη και την ανθεκτικότητα των Ανθρώπων. Το όνομα Eärendil σημαίνει "Εραστής της Θάλασσας" στην Quenya.
Σαν παιδί ο Εαρέντιλ ζούσε στη Γκοντόλιν την οποία κυβερνούσε ο πατέρας της Ίντριλ, ο Τούργκον. Το βασίλειο της Γκοντόλιν ήταν κρυμμένο ανάμεσα στα Περιβάλλοντα Όρη και η θέση του ήταν άγνωστη στον Μόργκοθ, μέχρις ότου συνέλαβε τον ανιψιό του Τούργκον, τον Μαέγκλιν. Ο Μόργκοθ υποσχέθηκε στον Μαέγκλιν ότι θα τον άφηνε να κυβερνήσει την Γκοντόλιν και θα του έδινε και την Ίντριλ, την οποία ο Μαέγκλιν επιθυμούσε πολύ, ώστε τελικά πρόδωσε στον Μόργκοθ την πόλη και τους ανθρώπους της.
Οι δυνάμεις του Μόργκοθ επιτέθηκαν στην Γκοντόλιν το 510, όταν ο Εαρέντιλ ήταν επτά ετών. Ο Μαέγκλιν άρπαξε την Ίντριλ και τον Εαρέντιλ, αλλά ο Τούορ τους έσωσε και έριξε τον Μαέγκλιν από τα τείχη της πόλης. Η πόλη λεηλατήθηκε αλλά ο Τούορ και η Ίντριλ διέφυγαν με το γιο τους και με αρκετούς άλλους. Ανέβηκαν τα Περιβάλλοντα Όρη πάνω από τη Ρωγμή των Αετών, εκεί όπου ο Γκλορφίντελ πολέμησε έναν Μπάλρογκ ώστε να μπορέσουν οι επιζώντες να διαφύγουν. Ο Τούορ και η Ίντριλ οδήγησαν τους δικούς τους στα Λιμάνια του Σίριον δίπλα στη θάλασσα, όπου και εγκαταστάθηκαν, το έτος 511. Ενώθηκαν με μια άλλη ομάδα επιζώντων από τα ερείπια του Ντόριαθ, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η Έλγουινγκ, η κόρη του Ντίορ, γιου του Μπέρεν και της Λούθιεν. Ο Εαρέντιλ μεγάλωνε και έμαθε να αγαπάει τη θάλασσα. Έγινε φίλος με τον Κίρνταν τον Ναυπηγό ο οποίος ζούσε στην κοντινή Νήσο του Μπάλαρ και δίδαξε τον Εαρέντιλ να είναι ναυτικός, και εκείνος κατασκεύασε το μεγάλο λευκό πλοίο Βίνγκιλοτ με τη βοήθεια του Κίρνταν.
Περίπου το 525, ο Εαρέντιλ παντρεύτηκε την Έλγουινγκ. Την ίδια χρονιά, ο Τούορ και η Ίντριλ έφυγαν πέρα από τη θάλασσα. Πριν φύγει, η Ίντριλ έδωσε στον Εαρέντιλ το Eλέσσαρ (Elessar - ένα όμορφο πράσινο πετράδι που κατασκευάστηκε πιθανότατα από τον Κελεμπρίμπορ, το οποίο λέγεται ότι είχε κλεισμένο μέσα του το φως του Ήλιου και είχε θεραπευτικές ιδιότητες). Ο Εαρέντιλ έγινε ο άρχοντας εκείνων που ζούσαν στα καταφύγια του Σίριον. Η Έλγουινγκ γέννησε δύο δίδυμους γιους, τον Έλροντ και τον Έλρος, περίπου το 532 ενώ ο Εαρέντιλ ήταν στη θάλασσα.
Γύρω στο 534, ο Εαρέντιλ άρχισε να πλέει μακριά σε αχαρτογράφητες θάλασσες. Εξέφρασε την ελπίδα να βρει τους γονείς του και αναζήτησε επίσης έναν τρόπο να φτάσει στους Αθάνατους Τόπους, προκειμένου να ζητήσει από τους Βάλαρ να βοηθήσουν τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους της Μέσης-Γης στον αγώνα τους ενάντια στον Μόργκοθ. Αλλά ο δρόμος του επισκιάστηκε και το πλοίο του οδηγήθηκε πίσω από τους ισχυρούς ανέμους, έτσι αποφάσισε να επιστρέψει πίσω στην οικογένειά του στην Μέση-Γη.
Το 538 όμως, πριν ο Εαρέντιλ φτάσει στο σπίτι, τα καταφύγια του Σίριον δέχτηκαν επίθεση από τους γιους του Φέανορ οι οποίοι ήθελαν το Σίλμαριλ που κατείχε η Έλγουινγκ. Πολλά Ξωτικά τότε σφαγιάστηκαν και ο Έλροντ με τον Έλρος αιχμαλωτίστηκαν, ενώ η Έλγουινγκ πήδηξε στη θάλασσα με το Σίλμαριλ. Την είχε μεταμορφώσει σε πουλί ο Βάλα Ούλμο, ο Άρχοντας των Υδάτων, και πέταξε μακρυά για να βρει το πλοίο του Εαρέντιλ. Όταν τον βρήκε κατέρρευσε στο κατάστρωμα του Βίνγκιλοτ και το επόμενο πρωί επέστρεψε στην αληθινή της μορφή. Ο Εαρέντιλ και η Έλγουινγκ, απελπισμένοι στη σκέψη ότι οι γιοι τους θα θανατώνονταν, σκέφτηκαν ότι στην πραγματικότητα ο Μάγκλορ θα χάριζε τις ζωές των παιδιών τους. Ο Εαρέντιλ πίστευε ότι οι Βάλαρ ήταν η μόνη ελπίδα για τη Μέση-Γη και επανέλαβε την προσπάθειά του να βρει τους Αθάνατους Τόπους συνοδευόμενος από την Έλγουινγκ και τρεις ναυτικούς - τον Αεράντιρ, τον Έρελλοντ και τον Φαλάθαρ.
Ο Εαρέντιλ φόρεσε το Σίλμαριλ στο μέτωπό του, και το κόσμημα, που είχε μέσα του το φως των Δύο Δέντρων του Βάλινορ, τον οδήγησε να περάσει με ασφάλεια μέσα από τις Σκιερές Θάλασσες και τα Μαγεμένα Νησιά. Το Βίνγκιλοτ έφτασε στον κόλπο του Έλνταμαρ στις ακτές των Αθάνατων Τόπων περίπου το 542. Ο Εαρέντιλ βγήκε στην ξηρά και είπε στην Έλγουινγκ και στους ναυτικούς να περιμένουν πάνω στο Βίνγκιλοτ, αλλά η Έλγουινγκ τον ακολούθησε.
Ο Εαρέντιλ ταξίδεψε στην ενδοχώρα μόνος του και δεν είδε κανέναν μέχρι που κλήθηκε από τον Έονγουε, τον κήρυκα του Μάνγουε, τον Αρχηγό των Βάλαρ, ενώπιον των οποίων έφερε ο Έονγουε τον Εαρέντιλ. Ως κάποιος που είχε το αίμα των Ξωτικών και των Ανθρώπων, ο Εαρέντιλ ήταν εις θέση να μιλήσει εξ' ονόματος και των δύο λαών που πολεμούσαν για αιώνες μια χαμένη μάχη ενάντια στον Μόργκοθ, και οι Βάλαρ άκουσαν και συμφώνησαν να παρέμβουν.Έπρεπε όμως να καθοριστεί και η μοίρα του Εαρέντιλ. Ήταν απαγορευμένο για τους θνητούς Ανθρώπους και τους εξόριστους Νόλντορ να έρθουν στους Αθάνατους Τόπους, και ο Εαρέντιλ άνηκε και στις δύο φυλές. Ο Μάνγουε έκρινε ότι ο Εαρέντιλ και εκείνοι της γενιάς του που ήταν μισοί-Ξωτικά, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιλογής για το αν θα συγκαταλέγονται ανάμεσα στους Ανθρώπους ή τα Ξωτικά. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα επιτρεπόταν στον Εαρέντιλ και την Έλγουινγκ να επιστρέψουν στη Μέση-Γη. Ο Εαρέντιλ άφησε την Έλγουινγκ να αποφασίσει πρώτη και εκείνη επέλεξε τα Ξωτικά. Ο Εαρέντιλ αισθάνθηκε πιο κοντά σε συγγένεια με τους Ανθρώπους, αλλά για χάρη της Έλγουινγκ έκανε την ίδια επιλογή με εκείνη. Όταν στους γιούς τους αργότερα τέθηκε η ίδια ερώτηση, ο Έλροντ επέλεξε να συγκαταλέγεται ανάμεσα στα Ξωτικά, ενώ ο Έλρος επέλεξε τους Ανθρώπους και έγινε ο πρώτος βασιλιάς του Νούμενορ.
Οι ναυτικοί που είχαν συνοδεύσει τον Εαρέντιλ εστάλησαν πίσω στη Μέση-Γη σε άλλο πλοίο. Το Βίνγκιλοτ καθαγιάστηκε και τοποθετήθηκε έξω από την Πόρτα της Νύχτας για να πλεύσει κατά μήκος του ουρανού με τον Εαρέντιλ στο τιμόνι. Φορούσε το Σίλμαριλ στο μέτωπό του και εμφανίστηκε ως ένα αστέρι που διασχίζει το νυχτερινό ουρανό. Ήταν ένας φάρος ελπίδας για τους λαούς της Μέσης-Γης, και ο Μόργκοθ γέμισε με αμφιβολίες αν και πίστευε ότι κανείς δεν θα μπορούσε να τον νικήσει.
Η Στρατιά των Βάλαρ πολέμησε τον Μόργκοθ στον Πόλεμο της Οργής περίπου από το 545 έως το 587. Στο τέλος του πολέμου, ο Μόργκοθ εξαπέλυσε φτερωτούς δράκους με επικεφαλής τον Ανκάλαγκον τον Μαύρο. Ο Εαρέντιλ πέταξε με το Βίνγκιλοτ για να πολεμήσει τους δράκους με τη βοήθεια του Θορόντορ, τον Βασιλιά των Αετών. Η μάχη στον αέρα κράτησε μια μέρα και μια νύχτα και στο τέλος ο Εαρέντιλ έσφαξε τον Ανκάλαγκον πριν από την Αυγή. Το 590 ο Μόργκοθ νικήθηκε από τη Στρατιά των Βάλαρ και ρίχτηκε από την Πόρτα της Νύχτας στο Αιώνιο Κενό που βρίσκεται έξω από τα Τείχη του Κόσμου.
Ο Εαρέντιλ συνέχισε να πλέει με το Βίνγκιλοτ στους ουρανούς φυλάσσοντας την Πόρτα της Νύχτας, ενώ η Έλγουινγκ τον περίμενε στους Αθάνατους Τόπους. Το αστέρι του Εαρέντιλ οδήγησε τους Ανθρώπους που είχαν βοηθήσει στον πόλεμο εναντίον του Μόργκοθ στο νέο τους σπίτι, το Νούμενορ, το έτος 32 της Δεύτερης Εποχής. Μεταξύ αυτών ήταν και ο γιος του Εαρέντιλ, ο Έλρος.
Σαν παιδί ο Εαρέντιλ ζούσε στη Γκοντόλιν την οποία κυβερνούσε ο πατέρας της Ίντριλ, ο Τούργκον. Το βασίλειο της Γκοντόλιν ήταν κρυμμένο ανάμεσα στα Περιβάλλοντα Όρη και η θέση του ήταν άγνωστη στον Μόργκοθ, μέχρις ότου συνέλαβε τον ανιψιό του Τούργκον, τον Μαέγκλιν. Ο Μόργκοθ υποσχέθηκε στον Μαέγκλιν ότι θα τον άφηνε να κυβερνήσει την Γκοντόλιν και θα του έδινε και την Ίντριλ, την οποία ο Μαέγκλιν επιθυμούσε πολύ, ώστε τελικά πρόδωσε στον Μόργκοθ την πόλη και τους ανθρώπους της.
Οι δυνάμεις του Μόργκοθ επιτέθηκαν στην Γκοντόλιν το 510, όταν ο Εαρέντιλ ήταν επτά ετών. Ο Μαέγκλιν άρπαξε την Ίντριλ και τον Εαρέντιλ, αλλά ο Τούορ τους έσωσε και έριξε τον Μαέγκλιν από τα τείχη της πόλης. Η πόλη λεηλατήθηκε αλλά ο Τούορ και η Ίντριλ διέφυγαν με το γιο τους και με αρκετούς άλλους. Ανέβηκαν τα Περιβάλλοντα Όρη πάνω από τη Ρωγμή των Αετών, εκεί όπου ο Γκλορφίντελ πολέμησε έναν Μπάλρογκ ώστε να μπορέσουν οι επιζώντες να διαφύγουν. Ο Τούορ και η Ίντριλ οδήγησαν τους δικούς τους στα Λιμάνια του Σίριον δίπλα στη θάλασσα, όπου και εγκαταστάθηκαν, το έτος 511. Ενώθηκαν με μια άλλη ομάδα επιζώντων από τα ερείπια του Ντόριαθ, ανάμεσα στους οποίους ήταν και η Έλγουινγκ, η κόρη του Ντίορ, γιου του Μπέρεν και της Λούθιεν. Ο Εαρέντιλ μεγάλωνε και έμαθε να αγαπάει τη θάλασσα. Έγινε φίλος με τον Κίρνταν τον Ναυπηγό ο οποίος ζούσε στην κοντινή Νήσο του Μπάλαρ και δίδαξε τον Εαρέντιλ να είναι ναυτικός, και εκείνος κατασκεύασε το μεγάλο λευκό πλοίο Βίνγκιλοτ με τη βοήθεια του Κίρνταν.
Περίπου το 525, ο Εαρέντιλ παντρεύτηκε την Έλγουινγκ. Την ίδια χρονιά, ο Τούορ και η Ίντριλ έφυγαν πέρα από τη θάλασσα. Πριν φύγει, η Ίντριλ έδωσε στον Εαρέντιλ το Eλέσσαρ (Elessar - ένα όμορφο πράσινο πετράδι που κατασκευάστηκε πιθανότατα από τον Κελεμπρίμπορ, το οποίο λέγεται ότι είχε κλεισμένο μέσα του το φως του Ήλιου και είχε θεραπευτικές ιδιότητες). Ο Εαρέντιλ έγινε ο άρχοντας εκείνων που ζούσαν στα καταφύγια του Σίριον. Η Έλγουινγκ γέννησε δύο δίδυμους γιους, τον Έλροντ και τον Έλρος, περίπου το 532 ενώ ο Εαρέντιλ ήταν στη θάλασσα.
Γύρω στο 534, ο Εαρέντιλ άρχισε να πλέει μακριά σε αχαρτογράφητες θάλασσες. Εξέφρασε την ελπίδα να βρει τους γονείς του και αναζήτησε επίσης έναν τρόπο να φτάσει στους Αθάνατους Τόπους, προκειμένου να ζητήσει από τους Βάλαρ να βοηθήσουν τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους της Μέσης-Γης στον αγώνα τους ενάντια στον Μόργκοθ. Αλλά ο δρόμος του επισκιάστηκε και το πλοίο του οδηγήθηκε πίσω από τους ισχυρούς ανέμους, έτσι αποφάσισε να επιστρέψει πίσω στην οικογένειά του στην Μέση-Γη.
Το 538 όμως, πριν ο Εαρέντιλ φτάσει στο σπίτι, τα καταφύγια του Σίριον δέχτηκαν επίθεση από τους γιους του Φέανορ οι οποίοι ήθελαν το Σίλμαριλ που κατείχε η Έλγουινγκ. Πολλά Ξωτικά τότε σφαγιάστηκαν και ο Έλροντ με τον Έλρος αιχμαλωτίστηκαν, ενώ η Έλγουινγκ πήδηξε στη θάλασσα με το Σίλμαριλ. Την είχε μεταμορφώσει σε πουλί ο Βάλα Ούλμο, ο Άρχοντας των Υδάτων, και πέταξε μακρυά για να βρει το πλοίο του Εαρέντιλ. Όταν τον βρήκε κατέρρευσε στο κατάστρωμα του Βίνγκιλοτ και το επόμενο πρωί επέστρεψε στην αληθινή της μορφή. Ο Εαρέντιλ και η Έλγουινγκ, απελπισμένοι στη σκέψη ότι οι γιοι τους θα θανατώνονταν, σκέφτηκαν ότι στην πραγματικότητα ο Μάγκλορ θα χάριζε τις ζωές των παιδιών τους. Ο Εαρέντιλ πίστευε ότι οι Βάλαρ ήταν η μόνη ελπίδα για τη Μέση-Γη και επανέλαβε την προσπάθειά του να βρει τους Αθάνατους Τόπους συνοδευόμενος από την Έλγουινγκ και τρεις ναυτικούς - τον Αεράντιρ, τον Έρελλοντ και τον Φαλάθαρ.
Ο Εαρέντιλ φόρεσε το Σίλμαριλ στο μέτωπό του, και το κόσμημα, που είχε μέσα του το φως των Δύο Δέντρων του Βάλινορ, τον οδήγησε να περάσει με ασφάλεια μέσα από τις Σκιερές Θάλασσες και τα Μαγεμένα Νησιά. Το Βίνγκιλοτ έφτασε στον κόλπο του Έλνταμαρ στις ακτές των Αθάνατων Τόπων περίπου το 542. Ο Εαρέντιλ βγήκε στην ξηρά και είπε στην Έλγουινγκ και στους ναυτικούς να περιμένουν πάνω στο Βίνγκιλοτ, αλλά η Έλγουινγκ τον ακολούθησε.
Ο Εαρέντιλ ταξίδεψε στην ενδοχώρα μόνος του και δεν είδε κανέναν μέχρι που κλήθηκε από τον Έονγουε, τον κήρυκα του Μάνγουε, τον Αρχηγό των Βάλαρ, ενώπιον των οποίων έφερε ο Έονγουε τον Εαρέντιλ. Ως κάποιος που είχε το αίμα των Ξωτικών και των Ανθρώπων, ο Εαρέντιλ ήταν εις θέση να μιλήσει εξ' ονόματος και των δύο λαών που πολεμούσαν για αιώνες μια χαμένη μάχη ενάντια στον Μόργκοθ, και οι Βάλαρ άκουσαν και συμφώνησαν να παρέμβουν.Έπρεπε όμως να καθοριστεί και η μοίρα του Εαρέντιλ. Ήταν απαγορευμένο για τους θνητούς Ανθρώπους και τους εξόριστους Νόλντορ να έρθουν στους Αθάνατους Τόπους, και ο Εαρέντιλ άνηκε και στις δύο φυλές. Ο Μάνγουε έκρινε ότι ο Εαρέντιλ και εκείνοι της γενιάς του που ήταν μισοί-Ξωτικά, θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιλογής για το αν θα συγκαταλέγονται ανάμεσα στους Ανθρώπους ή τα Ξωτικά. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα επιτρεπόταν στον Εαρέντιλ και την Έλγουινγκ να επιστρέψουν στη Μέση-Γη. Ο Εαρέντιλ άφησε την Έλγουινγκ να αποφασίσει πρώτη και εκείνη επέλεξε τα Ξωτικά. Ο Εαρέντιλ αισθάνθηκε πιο κοντά σε συγγένεια με τους Ανθρώπους, αλλά για χάρη της Έλγουινγκ έκανε την ίδια επιλογή με εκείνη. Όταν στους γιούς τους αργότερα τέθηκε η ίδια ερώτηση, ο Έλροντ επέλεξε να συγκαταλέγεται ανάμεσα στα Ξωτικά, ενώ ο Έλρος επέλεξε τους Ανθρώπους και έγινε ο πρώτος βασιλιάς του Νούμενορ.
Οι ναυτικοί που είχαν συνοδεύσει τον Εαρέντιλ εστάλησαν πίσω στη Μέση-Γη σε άλλο πλοίο. Το Βίνγκιλοτ καθαγιάστηκε και τοποθετήθηκε έξω από την Πόρτα της Νύχτας για να πλεύσει κατά μήκος του ουρανού με τον Εαρέντιλ στο τιμόνι. Φορούσε το Σίλμαριλ στο μέτωπό του και εμφανίστηκε ως ένα αστέρι που διασχίζει το νυχτερινό ουρανό. Ήταν ένας φάρος ελπίδας για τους λαούς της Μέσης-Γης, και ο Μόργκοθ γέμισε με αμφιβολίες αν και πίστευε ότι κανείς δεν θα μπορούσε να τον νικήσει.
Η Στρατιά των Βάλαρ πολέμησε τον Μόργκοθ στον Πόλεμο της Οργής περίπου από το 545 έως το 587. Στο τέλος του πολέμου, ο Μόργκοθ εξαπέλυσε φτερωτούς δράκους με επικεφαλής τον Ανκάλαγκον τον Μαύρο. Ο Εαρέντιλ πέταξε με το Βίνγκιλοτ για να πολεμήσει τους δράκους με τη βοήθεια του Θορόντορ, τον Βασιλιά των Αετών. Η μάχη στον αέρα κράτησε μια μέρα και μια νύχτα και στο τέλος ο Εαρέντιλ έσφαξε τον Ανκάλαγκον πριν από την Αυγή. Το 590 ο Μόργκοθ νικήθηκε από τη Στρατιά των Βάλαρ και ρίχτηκε από την Πόρτα της Νύχτας στο Αιώνιο Κενό που βρίσκεται έξω από τα Τείχη του Κόσμου.
Ο Εαρέντιλ συνέχισε να πλέει με το Βίνγκιλοτ στους ουρανούς φυλάσσοντας την Πόρτα της Νύχτας, ενώ η Έλγουινγκ τον περίμενε στους Αθάνατους Τόπους. Το αστέρι του Εαρέντιλ οδήγησε τους Ανθρώπους που είχαν βοηθήσει στον πόλεμο εναντίον του Μόργκοθ στο νέο τους σπίτι, το Νούμενορ, το έτος 32 της Δεύτερης Εποχής. Μεταξύ αυτών ήταν και ο γιος του Εαρέντιλ, ο Έλρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου