O Sauron (σε Quenya "o Μισητός", "ο Απεχθής") ήταν ο μεγαλύτερος και ο πιο έμπιστος υπηρέτης του Μorgoth πριν και κατά τη διάρκεια της Πρώτης Εποχής. Αρχικά ήταν Maia του Aule και ονομαζόταν Μairon, στη συνέχεια όμως δελεάστηκε απ'τον Melkor και - ως Gorthaur - έγινε υπολοχαγός του στους Πολέμους του Beleriand. Είχε την ικανότητα να παίρνει τη μορφή λύκου, φιδιού και νυχτερίδας. Μετά την πτώση του Μorgoth, συνέχιζε να πασχίζει να κατακτήσει τη Μέση-Γη καθ' όλη την Δεύτερη Εποχή, οπότε και εξαπάτησε υπό τη μορφή του Annatar τα Ξωτικά του Εregion, τα οποία υπό την καθοδήγησή του δημιούργησαν τα Δαχτυλίδια της Δύναμης, ενώ εκείνος σφυρηλάτησε παράλληλα στα κρυφά το Ένα Δαχτυλίδι στο Mount Doom στη Mordor. Έτσι ο Sauron έγινε ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών. Όσο εκείνος έκανε τον Πόλεμο του Δαχτυλιδιού ενάντια στους Ελεύθερους Λαούς της Μέσης-Γης, ο Frodo Baggins, ο Samwise Gamgee και το Gollum έφτασαν στο Βουνό του Χαμού και στις 25 Μαρτίου του 3019 της Τρίτης Εποχής κατέστρεψαν το Δαχτυλίδι. Η καταστροφή του Δαχτυλιδιού επέφερε την ολοκληρωτική ήττα του Sauron και σήμανε την έναρξη της Τέταρτης Εποχής και της Κυριαρχίας των Ανθρώπων.
Ως ένας από τους Μάιαρ, ο Σάουρον δημιουργήθηκε από τον Έρου Ιλούβαταρ πριν την Μουσική των Άινουρ. Στο ξεκίνημα του Χρόνου, ήταν ανάμεσα στους Άινουρ που εισήλθαν στην Έα. Εκεί έγινε ένας από τους Μάιαρ του Άουλε και ήταν γνωστός ως Μάιρον (Mairon, σε Quenya "ο Αξιοθαύμαστος"), ωστόσο, σύντομα δελεάστηκε απ' τον Μέλκορ και έγινε ο πιο πιστός του υπηρέτης. Έτσι, ονομάστηκε Γκορθάουρ (Gorthaur=Τρομερός Φόβος) από τους Σίνταρ του Μπελέριαντ της Πρώτης Εποχής, και Σάουρον (σε Quenya Sauron=Ο Μισητός, ο Απεχθής) από άλλους. Άλλα ονόματα του Σάουρον ήταν Νεκρομάντης, Μισητός Φόβος, Ανώνυμος Εχθρός, Σκληρός, Σκοτεινός Άρχοντας της Μόρντορ, Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, Άνναταρ (Annatar, Ο Άρχοντας των Δώρων). Οι Ντουνεντάιν τον αποκαλούσαν "Σάουρον ο Απατεώνας" εξαιτίας του ύπουλου ρόλου που έπαιξε στον Καταποντισμό του Νούμενορ και στη Σφυρηλάτηση των Δαχτυλιδιών της Δύναμης.
Αφότου ο Μέλκορ έφτιαξε το μεγάλο φρούριο της Άνγκμπαντ στα βορειοδυτικά της Μέσης-Γης, έθεσε εκεί διοικητή τον Σάουρον. Όταν οι Βάλαρ έπιασαν τον Μέλκορ στην Πολιορκία του Ουτούμνο, εισέβαλαν στο Ουτούμνο και στην Άνγκμπαντ και έψαξαν τον Σάουρον, αλλά δεν τον βρήκαν.
Μετά την απελευθέρωση του Μέλκορ και την καταστροφή που επέφερε στα Δύο Δέντρα του Βάλινορ, ο Ήλιος ανέτειλλε για πρώτη φορά και σηματοδότησε το ξύπνημα των Ανθρώπων. Αφήνοντας τον Σάουρον στην διοίκηση του πολέμου, ο Μόργκοθ έφυγε κρυφά απ' την Άνγκμπαντ για να βρει τους Δευτερογέννητους από τα Παιδιά του Ιλούβαταρ και να τους υποτάξει στην θέλησή του.
Μετά τον θάνατο του Φινγκόλφιν, ο Σάουρον εξαπέλυσε επίθεση στο Τολ Σίριον, και ο απόλυτος τρόμος κατέλαβε τον Ορόντρεθ και τους υπόλοιπους που υπερασπίζονταν το νησί. Ο Σάουρον επιτέθηκε στη Μίνας Τίριθ και τη μετέτρεψε σε παρατηρητήριο του Μόργκοθ. Εκεί έμεινε ο Σάουρον και το όμορφο Τολ Σίριον μετατράπηκε στο Τολ-ιν-Γκάουρχοθ, το Νησί των Λυκανθρώπων.
Όταν ο Μόργκοθ έμαθε για τα κατορθώματα του Μπάραχιρ και των συντρόφων του, διέταξε τον Σάουρον να τους βρει και να τους σκοτώσει. Ο Γκόρλιμ, ένας απ' τους συντρόφους του Μπάραχιρ, αιχμαλωτίστηκε και τον έφεραν ενώπιον του Σάουρον. Τότε εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα ελευθέρωνε τον ίδιο και τη σύζυγό του, την Έιλινελ, αν του παρείχε πληροφορίες σε αντάλλαγμα. Υπό τον τρόμο της ματιάς του Σάουρον, ο Γκόρλιμ αποκάλυψε όλα όσα γνώριζε και έτσι η κρυψώνα του Μπάραχιρ και των συντρόφων του αποκαλύφθηκε στον εχθρό.
Ο Μπέρεν, ο γιος του Μπάραχιρ, υποσχέθηκε να εκδικηθεί για τον θάνατο του παρέρα του. Περιπλανήθηκε στο Ντορθόνιον σαν επικηρυγμένος και έκανε σπουδαία κατορθώματα που έγιναν γνωστά παντού. Τότε ο Μόργκοθ επικήρυξε το κεφάλι του Μπέρεν για πολύ υψηλό αντίτιμο, και ο Σάουρον διέταξε ένα μεγάλο στρατό από Λυκανθρώπους και φτερωτά θηρία να τον κυνηγήσουν. Αργότερα, ο Φίνροντ Φέλαγκουντ, ο Μπέρεν και οι δέκα σύντροφοί τους έφυγαν απ' τη Νάργκοθροντ σε αναζήτηση του Σίλμαριλ. Παρόλο που είχαν μεταμφιεστεί σε Όρκς, ο Σάουρον τους διέκρινε από μακριά - καθώς έμπαιναν στην κοιλάδα μεταξύ του Έρεντ Γουέθριν και του Τάουρ-νου-Φούιν - και ήταν καχύποπτος, καθότι τα Όρκς που περνούσαν από εκεί έπρεπε να του αναφέρονται. Έδωσε εντολή λοιπόν να τους πιάσουν και να τους φέρουν μπροστά του. Εκεί, ο Φίνροντ και ο Σάουρον πάλεψαν με τραγούδια δύναμης. Η δύναμη και των δύο ήταν τεράστια, αλλά ο Σάουρον ήταν πιο δυνατός. Έπειτα τους ξεγύμνωσε απ' τη μεταμφίεση των Όρκς αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει ποιοι ήταν. Έδωσε εντολή να τους πετάξουν σε ένα σκοτεινό λάκκο, όπου ο ένας μετά τον άλλο καταβροχθίστηκαν από ένα Λυκάνθρωπο. Αντιστεκόμενοι στον τρόμο αυτό, αρνήθηκαν να προδώσουν ο ένας τον άλλο. Όταν όλοι οι σύντροφοί τους ήταν νεκροί, ο Φίνροντ και ο Μπέρεν ήταν οι τελευταίοι που παρέμειναν ακόμα ζωντανοί στον λάκκο του Σάουρον. Όταν ήρθε ένας Λυκάνθρωπος για να επιτεθεί στον Μπέρεν, ο Φίνροντ Φέλαγκουντ χρησιμοποίησε όλη του τη δύναμη για να τον νικήσει, και τα κατάφερε. Παρόλα αυτά, τραυματίστηκε πολύ βαριά και σύντομα πέθανε. Σε αυτή την πολύ σκοτεινή και άσχημη στιγμή, ήρθε η Λούθιεν στην γέφυρα του Τολ-ιν-Γκάουρχοθ και τραγούδησε. Ο Σάουρον, απ' τον πύργο του στη Μίνας Τίριθ, είδε την Λούθιεν και ήξερε ότι ήταν η διάσημη κόρη της Μέλιαν και του Θίνγκολ, και επιθυμούσε να την αιχμαλωτίσει και να την πάει στον Μόργκοθ. Έτσι έστειλε ένα λύκο στη γέφυρα, αλλά σφαγιάστηκε γρήγορα και αθόρυβα απ' τον Χούαν. Έστειλε και άλλους πολλούς και κάθε έναν που ερχόταν τον σκότωνε ο Χούαν. Τελικά, έστειλε τον Ντραουγκλούιν, τον αρχηγό των Λυκανθρώπων της Άνγκμπαντ. Η μάχη μεταξύ του Χούαν και του Ντραουγκλούιν ήταν μανιώδης. Στο τέλος, ο Ντραουγκλούιν έφυγε μακριά πριν πεθάνει, και είπε στον αφέντη του ότι ο Χούαν του Βάλινορ ήταν εκεί. Έτσι ο Σάουρον πήρε τη μορφή Λυκανθρώπου, την μεγαλύτερη που είχε δει ποτέ ο κόσμος, και πήγε προς τη γέφυρα. Πήδηξε για να επιτεθεί στη Λούθιεν, αλλά εκείνη έριξε τον μαγικό μανδύα της μπροστά στα μάτια του. Τότε ο Χούαν χύμηξε στον Σάουρον και άρχισαν να παλεύουν. Η δύναμη της κακίας του Σάουρον άφησε τη Λούθιεν αδύναμη και σχεδόν αναίσθητη, αλλά ο ίδιος δεν μπορούσε να δαμάσει τον λύκο του Βάλινορ, ούτε όταν πήρε τη μορφή φιδιού, ούτε στο τέλος με τη δική του μορφή. Παραχώρησε στη Λούθιεν την κυριαρχία του νησιού σε αντάλλαγμα με την ελευθερία του, και έπειτα πήρε τη μορφή νυχτερίδας και έφυγε μακριά για το Τάουρ-νου-Φούιν, σκορπίζοντας στο δάσος τον τρόμο.
Μετά τον Πόλεμο της Οργής, με τον Καταποντισμό του Νούμενορ και την καταστροφή των Θανγκορόντριμ, ο Σάουρον υιοθέτησε μια ωραία μορφή και έδειξε μετανιωμένος για τις κακιές του πράξεις από φόβο για την οργή των Βάλαρ. Τότε ο Έονγουε τον διέταξε να επιστρέψει στο Βάλινορ ώστε να λάβει την κρίση του Μάνγουε. Ο Σάουρον όμως δεν ήταν διατεθειμένος να περάσει τέτοιον εξευτελισμό, και έτσι έφυγε και κρύφτηκε στη Μέση-Γη.
Αν και ο Σάουρον γνώριζε από παλιά ότι οι Άνθρωποι ήταν πιο εύκολο να εξουσιαστούν, εκείνος επεδίωξε να υποτάξει τα Ξωτικά στις υπηρεσίες του, καθότι ήταν πιο ισχυρά σε δύναμη. Έτσι, μετά από περίπου χίλια χρόνια απ' τον Πόλεμο της Οργής, ο Σάουρον έκρινε ότι οι Βάλαρ είχαν ξεχάσει τη Μέση-Γη και για άλλη μια φορά στράφηκε στο κακό. Αφότου έμεινε κρυμμένος και αύξησε στα κρυφά την δύναμή του, πήρε μια ωραία όψη και ονόμασε τον εαυτό του Άνναταρ, ο Άρχοντας των Δώρων. Τότε, το 1200 της Δεύτερης Εποχής, έγινε φίλος με τα Ξωτικά μεταλλουργούς του Ερέγκιον, συμβουλεύοντάς τους στις τέχνες και στη μαγεία. Δεν ήταν ποτέ ευπρόσδεκτος στο Λίντον, καθότι ο Έλροντ και ο Γκιλ-γκάλαντ δεν του είχαν εμπιστοσύνη (ούτε και η Γκαλάντριελ), αν και ποτέ δεν είχαν καταλάβει ποιος ήταν στην πραγματικότητα. Αλλού όμως ήταν ευπρόσδεκτος, ειδικά στο Ερέγκιον, όπου τα Ξωτικά μεταλλουργοί έμαθαν πολλά από αυτόν, διότι η δίψα τους για γνώση ήταν μεγάλη.
Υπό την διδασκαλία του Σάουρον στο Γκουέιθ-ι-Μιρντάιν (Gwaith-i-Mirdain, η αδελφότητα των Ξωτικών τεχνιτών της Δεύτερης Εποχής που ήταν ήταν υπό την ηγεσία του Κελεμπρίμπορ και που δημιούργησε τα Δαχτυλίδια της Δύναμης), ο Κελεμπρίμπορ, ο εγγονός του Φέανορ, έγινε περισσότερο ικανός από οποιονδήποτε άλλο, εκτός φυσικά από τον ίδιο τον Φέανορ. Το έτος 1500 της Δεύτερης Εποχής, όταν έφτασαν στο απόγειο της δύναμής τους, τα Ξωτικά άρχισαν να δημιουργούν τα Δαχτυλίδια της Δύναμης. Ο Σάουρον γνώριζε όλα τα μυστικά τους και το έτος 1600 της Δεύτερης Εποχής, δέκα χρόνια μετά την ολοκλήρωση των Δαχτυλιδιών της Δύναμης, δημιούργησε κρυφά το Ένα Δαχτυλίδι για να ελέγχει τους κατόχους των άλλων Δαχτυλιδιών. Για τον λόγο αυτό, τοποθέτησε το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του μέσα στο ίδιο το Δαχτυλίδι καθώς το σφυρηλατούσε στο Βουνό του Χαμού στη Μόρντορ. Ωστόσο τα Ξωτικά δεν παγιδεύτηκαν τόσο έυκολα. Μόλις ο Σάουρον φόρεσε το Ένα Δαχτυλίδι, εκείνα και ο Κελεμπρίμπορ τον αντιλήφθηκαν και κατάλαβαν ότι τους πρόδωσε, έτσι έκρυψαν τα Δαχτυλίδια τους από εκείνον και δεν τα χρησιμοποίησαν. Τότε ο Σάουρον απαίτησε να του τα δώσουν, διότι δεν θα τα είχαν φτιάξει χωρίς τη γνώση του. Τα Ξωτικά αρνήθηκαν και ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Εκείνη την περίοδο, ο Σάουρον έγινε γνωστός ως Σκοτεινός Άρχοντας της Μόρντορ. Έφτιαξε το Μπαράντ-ντούρ, τον Σκοτεινό Πύργο, κοντά στο Βουνό του Χαμού, κατασκεύασε τη Μαύρη Πύλη της Μόρντορ για να εμποδίζει την εισβολή, και έθεσε μαζικούς στρατούς από Όρκς, Τρόλς και Ανθρώπους, κυρίως Ανατολίτες. Η δύναμη του Σάουρον έφτασε στο ζενίθ της 700 χρόνια μετά τη δημιουργία της Μόρντορ, τον 17ο αιώνα της Δεύτερης Εποχής.
Ο πόλεμος των Ξωτικών και του Σάουρον ήταν μια αιματηρή σύγκρουση που κατέστρεψε το Ερέγκιον και το μεγαλύτερο μέρος του Ερίαντορ. Ο Κελεμπρίμπορ σφαγιάστηκε και το σώμα του παλουκώθηκε και παρέλασε με αυτό η κεφαλή των λεγεώνων του Σάουρον. Τα Ξωτικά οπισθοχώρησαν σχεδόν στα Γαλάζια Βουνά, όσο οι σύμμαχοί τους οι Νάνοι (οι οποίοι επίσης απέρριψαν τον Σάουρον) υποχώρησαν πίσω από τα τείχη της Μόρια, όπου ο Σάουρον δεν μπορούσε να τους επιτεθεί. Ο Σάουρον ήταν αρχηγός σχεδόν όλης της Μέσης-Γης πέρα από τις ακτές, αλλά οι Νουμενόριανς, οι δυνατοί Άνθρωποι με καταγωγή από την γραμμή γενεάς του Μπέρεν και της Λούθιεν, που ζούσαν στο νησί του Νούμενορ στη θάλασσα μεταξύ της Μέσης-Γης και του Βάλινορ, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των Ξωτικών για βοήθεια και έστειλαν δυνάμεις. Οι συνδυασμένοι στρατοί ανασυντάχθηκαν και κατάφεραν να νικήσουν τις δυνάμεις του Σάουρον στο Ερίαντορ μετά από σκληρή μάχη, αναγκάζοντας τον Σκοτεινό Άρχοντα να φύγει πίσω στη Μόρντορ.
Καθώς απέτυχε με τα Ξωτικά, αποφάσισε να μοιράσει τα Δαχτυλίδια της Δύναμης στους Ανθρώπους και στους Νάνους. Με τους Νάνους επίσης απέτυχε καθότι απεδείχθησαν σκληροί ως προς τη χειραγώγηση και αντιστάθηκαν στην διεφθαρμένη δύναμη των Δαχτυλιδιών. Ωστόσο, οι Άνθρωποι έπεσαν στην παγίδα και τελικά ξεθώριασαν και μετατράπηκαν στους Νάζγκουλ, τα Δαχτυλιδοφαντάσματα, τους μεγαλύτερους υπηρέτες του.
Παρ' όλα αυτά, ενώ η μεταγενέστερη εξουσία του Σάουρον δεν ταίριαξε ποτέ αρκετά στο μέγεθος που είχε κατά τη διάρκεια του πολέμου με τα Ξωτικά, πολλές από τις πατρίδες των πιο ισχυρών εχθρών του είχαν καταστραφεί. Σε σχέση με τους εχθρούς του, η αυτοκρατορία του Σάουρον ήταν στην πραγματικότητα σε ισχυρότερη θέση από ό, τι στο παρελθόν, αυτοκρατορία που συνέχισε να επεκτείνεται για να κυριαρχήσει στους βάρβαρους Ανθρώπους στο μακρινό νότο και στην ανατολή. Καθ 'όλη αυτή τη διάρκεια, ο Σάουρον παρέμεινε πιστός στην παλιά πίστη του, χτίζοντας ναούς στη λατρεία του Μόργκοθ, όπου τελούνταν ανθρώπινες θυσίες. Εξαιτίας αυτού, προς το τέλος της Δεύτερης Εποχής, ο Σάουρον πήρε τους τίτλους του "Άρχοντας της Γης" και "Βασιλιάς των Ανθρώπων".
Αυτό προσέβαλε τους αλαζόνες Νουμενόριανς οι οποίοι είχαν αρχίσει ήδη να πέφτουν στη Σκιά. Οι πηρήφανοι. Νουμενόριανς έφτασαν στη Μέση-Γη με μεγάλη οπλική δύναμη και οι δυνάμεις του Σάουρον το έσκασαν. Συνειδητοποιώντας ότι δεν θα μπορούσε να νικήσει τους Νουμενόριανς με στρατιωτική δύναμη, ο Σάουρον άφησε να τον πιάσουν αιχμάλωτο στο Νούμενορ υπό την βασιλεία του Αρ-Φαραζόν. Εκεί, πολύ σύντομα, από αιχμάλωτος έγινε σύμβουλος και ήταν γνωστός ως Ταρ-Μάιρον (Άριστος Βασιλέας). Προσηλύτισε πολλούς Νουμενόριανς στη λατρεία του Μόργκοθ και ο ίδιος έγινε Αρχιερέας της Λατρείας του Μέλκορ. Έβαλε να κόψουν το Λευκό Δέντρο και στη θέση του χτίστηκε ένας μεγάλος ναός, στον οποίο τελούνταν ανθρωποθυσίες, διώκοντας εκείνους που ήταν ακόμη Πιστοί στους Βάλαρ. Εντέλει, έπεισε τον βασιλιά Αρ-Φαραζόν να επαναστατήσει εναντίον των Βάλαρ και να επιτεθεί στο Βάλινορ, υποστηρίζοντας ότι θα κέρδιζαν την αθανασία. Ο Έρου, ο υπέρτατος θεός, παρενέβησε τότε άμεσα: το Νούμενορ βυθίστηκε κάτω απ' τη θάλασσα. Ο Σάουρον ήταν στο Νούμενορ στο Ναό του Μέλκορ και πιάστηκε στην επακόλουθη πλημμύρα, ώστόσο το πνεύμα του επέζησε, αν και σοβαρά αποδυναμωμένο απ' την καταστροφή και - πιθανώς έχοντας το Ένα Δαχτυλίδι - γύρισε πίσω στη Μέση-Γη.
Το πνεύμα του Σάουρον επέστρεψε στη Μόρντορ, όπου σιγά σιγά ανέκτησε τις δυνάμεις του κατά τη διάρκεια της περιόδου που είναι γνωστή ως "Σκοτεινά Χρόνια", και δεν ήταν εις θέση να πάρει ωραία μορφή. Τότε άρχισε να διοικεί μέσα από τον τρόμο και τη βία. Στο μεταξύ, μερικοί Πιστοί Νουμενόριανς, των οποίων ηγούταν ο Ελέντιλ, σώθηκαν απ' την πλημμύρα και ίδρυσαν στη Μέση-Γη τα βασίλεια της Γκόντορ και της Άρνορ. Ο Σάουρον ακόμη τους θεωρούσε θανάσιμους εχθρούς και ξεκίνησε επίθεση στη Γκόντορ το 3429 της Δεύτερης Εποχής. Αυτοί οι Άνθρωποι, υπό την ηγεσία του Ελέντιλ και των γιών του, σχημάτισαν την Τελευταία Συμμαχία με τα Ξωτικά του Λίντον που ήταν υπό την ηγεσία του βασιλιά Γκιλ-γκάλαντ, και μαζί πολέμησαν τον Σάουρον στο Πόλεμο της Τελευταίας Συμμαχίας. Η Συμμαχία προχώρησε εναντίον της Μόρντορ και νίκησε τις δυνάμεις του Σάουρον στη Μάχη του Ντάγκορλαντ, πολιορκώντας τελικά το Μπαράντ-ντούρ. Η πολιορκία διήρκησε επτά χρόνια, έως το 3441 της Δεύτερης Εποχής, όταν εντέλει ο Σάουρον άφησε το φρούριό του και αναμείχθηκε σε άμεση μάχη. Ο Ελέντιλ και ο Γκιλ-γκάλαντ πολέμησαν τον Σάουρον και τον νίκησαν, αλλά και οι δυό τους σκοτώθηκαν. Ο Ισίλντουρ, ο γιος του Ελέντιλ, έκοψε το Ένα Δαχτυλίδι απ' το δάχτυλο του Σάουρον και το πήρε. Αργότερα, το Δαχτυλίδι τον πρόδωσε και χάθηκε για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια. Μετά την ήττα του στον Πόλεμο της Τελευταίας Συμμαχίας, ο Σάουρον είχε χάσει την ικανότητά του να έχει φυσικό σώμα για πολύ καιρό.
Πιστεύεται ότι ο Σάουρον είχε φύγει στην μακρινή ανατολή για να κερδίσει ξανά την δύναμη και το σθένος του προτού επιστρέψει. Πριν από το 1000 της Τρίτης Εποχής δεν μπορούσε να πάρει ξανά σχήμα, όμως το 1050 η δύναμή του ήταν αρκετή ώστε ο ίδιος ξεκίνησε ξανά να απλώνει μια σκιά τμηματικά στη Μέση-Γη. Άρχισε να κατοικεί στο νότιο Μεγάλο Πράσινο Δάσος, διαλέγοντας το λόφο του Άμον Λανκ ως το μέρος για να χτιστεί το φρούριο του Ντολ Γκούλντουρ. Στην αρχή, οι Σοφοί νόμιζαν ότι ήταν ένας απ' τους Νάζγκουλ που είχε επιστρέψει και εγκατασταθεί στο νότιο Πράσινο Δάσος, αλλά όταν ο Γκάνταλφ εισήλθε στο φρούριο το 2063, η δύναμη στο Ντολ Γκούλντουρ έφυγε για την Ανατολή. Έτσι ξεκίνησε η Άγρυπνη Ειρήνη.
Ο Σάουρον επέστρεψε απ' την ανατολή το 2460 και κατοίκησε ξανά στο Ντολ Γκούλντουρ. Τελικά, ο Γκάνταλφ μετά από πίεση στο Λευκό Συμβούλιο πολλών εκατοντάδων χρόνων για να αναλάβουν δράση εναντίον του Νεκρομάντη, εισήλθε στα κρυφά στο Ντολ Γκούλντουρ το 2850 και έμαθε ότι ο Νεκρομάντης ήταν ο Σάουρον. Είχε πιάσει τον βασιλιά των Νάνων Θράιν Β' και είχε πάρει από εκείνον ένα από τα Επτά Δαχτυλίδια των Νάνων. Το 2851, το Λευκό Συμβούλιο πληροφορήθηκε για αυτό και ο Γκάνταλφ πρότεινε άμεση επίθεση στο φρούριο, αλλά ο Σάρουμαν ο Λευκός του αντιτάχθηκε, έχοντας ήδη μάθει για την παρουσία του Ενός Δαχτυλιδιού κοντά στα Γκλάντεν Φιλντς. Μετά απο ενενήντα χρόνια, το 2941, ο Γκάνταλφ επιτέλους υπερίσχησε στο Λευκό Συμβούλιο ώστε να επιτεθούν στο Ντολ Γκούλντουρ και να οδηγήσουν τον Σάουρον έξω. Σε αυτό το σημείο ο Σάουρον επέστρεψε στη Μόρντορ και ολοκήρωσε την ανακατασκευή του Μπαράντ-ντούρ, το οποίο είχαν προετοιμάσει για εκείνον οι Νάζγκουλ πολλά χρόνια πριν από αυτό.
Ο Πόλεμος του Δαχτυλιδιού
Ο Σάουρον ανέθρεψε στρατιές από Όρκς και συμμάχησε ή αιχμαλώτισε Ανθρώπους απ' την Ανατολή και το Νότο. Υιοθέτησε το σύμβολο του Άγρυπνου Ματιού και ήταν εις θέση να κάνει σαφείς τις προθέσεις του σε όλη τη Μέση-Γη, έτσι ώστε το Μάτι του Σάουρον ήταν ένα σύμβολο δύναμης και φόβου. Αφότου βασάνισε το Γκόλουμ, έμαθε ότι το Ένα Δαχτυλίδι βρέθηκε απ' τον Μπίλμπο Μπάγκινς. Έστειλε λοιπόν τους θανάσιμους υπηρέτες του, τους Νάζγκουλ, στο Σάιρ, και ανακάλυψε ότι τόσο ο Μπίλμπο όσο και ο ανηψιός του, ο Φρόντο, είχαν φύγει. Εν αγνοία του Σάουρον, ο Φρόντο - κατ' εντολή του Γκάνταλφ - εντάχθηκε στη Συντροφιά του Δαχτυλιδιού σε αποστολή για να καταστραφεί το Δαχτυλίδι. Συσπείρωσε τους τεράστιους στρατούς του για να κατακτήσει τα προπύργια της αντίστασης, και έστειλε τα Δαχτυλιδοφαντάσματα να βρουν και να σκοτώσουν τον Φρόντο. Περίπου τότε ήταν που έμαθε ότι ο Άραγκορν, ο Κληρονόμος του Ισίλντουρ, είχε επίσης ενταχθεί στην Συντροφιά του Δαχτυλιδιού.
Όταν ο στρατός του Σάρουμαν νικήθηκε στο Ίσενγκαρντ, ο Πίππιν κοίταξε μέσα στο Παλαντίρ του Όρθανκ και είδε τον Σάουρον, ο οποίος νόμιζε ότι το Χόμπιτ ήταν φυλακισμένος του Σάρουμαν. Αργότερα, ο Άραγκορν χρησιμοποίησε το Παλαντίρ για να αποκαλύψει τον εαυτό του στον Σάουρον. Ο Σάουρον έφτασε στο πρόωρο συμπέρασμα ότι ο Άραγκορν είχε το Δαχτυλίδι και έστειλε ένα στρατό διοικούμενο από τον δυνατότερο υπηρέτη του, τον Μάγο-Βασιλιά της Άνγκμαρ, για να ρίξει τη Μίνας Τίριθ. Αυτή η μάχη έγινε γνωστή ως η Μάχη στα Πεδία του Πέλεννορ, και παρ' όλο που ο Σάουρον έχασε τη μάχη, οι ελεύθερες δυνάμεις της Δύσης ήταν εξαιρετικά αποδυναμωμένες και ο Σάουρον είχε ακόμη αποθέματα επαρκών στρατευμάτων για να εξασφαλίσει στρατιωτική νίκη. Ωστόσο, εξαπατήθηκε απ' την στρατηγική του Γκάνταλφ, ο οποίος παρακίνησε τους Ελεύθερους Λαούς να κινηθούν εναντίον του Σάουρον, έτσι ώστε κατάφερε και αποτράβηξε το Μάτι του Σκοτεινού Άρχοντα απ' την πραγματική απειλή του Φρόντο, του Δαχτυλιδοκουβαλητή, ο οποίος έφτανε στο τέλος της αποστολής του να καταστρέψει το Ένα Δαχτυλίδι.
Ο Φρόντο, παρ' όλα αυτά, απέτυχε την τελευταία στιγμή, ανίκανος να αντισταθεί στη δύναμη του Δαχτυλιδιού στο μέρος όπου δημιουργήθηκε. Ο Σάουρον είδε τον Φρόντο καθώς έβαζε το Δαχτυλίδι και, αντιλαμβανόμενος ότι έχει ξεγελαστεί, έστειλε τους Νάζγκουλ στο Βουνό του Χαμού. Το Γκόλουμ, όμως, εντελώς ακούσια έσωσε τον Φρόντο παίρνοντας το Δαχτυλίδι σε μια απελπισμένη προσπάθεια να το αποκτήσει, και τότε έπεσε μαζί με αυτό στη φωτιά. Έτσι η σωματική δύναμη του Σάουρον στη Μέση-Γη έφτασε στο τέλος της. Το πνεύμα του υψώθηκε πάνω απ' τη Μόρντορ σαν ένα μαύρο σύννεφο, αλλά διώχτηκε από έναν δυνατό άνεμο που φύσηξε απ' τη Δύση. Ο Σάουρον πλέον ήταν σακατεμένος και ποτέ δεν θα σηκωνόταν ξανά, ακολουθώντας τον αρχαίο αρχηγό του, τον Μόργκοθ, στο Κενό.
Τα Χρόνια των Δέντρων
Αφότου ο Μέλκορ έφτιαξε το μεγάλο φρούριο της Άνγκμπαντ στα βορειοδυτικά της Μέσης-Γης, έθεσε εκεί διοικητή τον Σάουρον. Όταν οι Βάλαρ έπιασαν τον Μέλκορ στην Πολιορκία του Ουτούμνο, εισέβαλαν στο Ουτούμνο και στην Άνγκμπαντ και έψαξαν τον Σάουρον, αλλά δεν τον βρήκαν.
Πρώτη Εποχή
Μετά την απελευθέρωση του Μέλκορ και την καταστροφή που επέφερε στα Δύο Δέντρα του Βάλινορ, ο Ήλιος ανέτειλλε για πρώτη φορά και σηματοδότησε το ξύπνημα των Ανθρώπων. Αφήνοντας τον Σάουρον στην διοίκηση του πολέμου, ο Μόργκοθ έφυγε κρυφά απ' την Άνγκμπαντ για να βρει τους Δευτερογέννητους από τα Παιδιά του Ιλούβαταρ και να τους υποτάξει στην θέλησή του.
Μετά τον θάνατο του Φινγκόλφιν, ο Σάουρον εξαπέλυσε επίθεση στο Τολ Σίριον, και ο απόλυτος τρόμος κατέλαβε τον Ορόντρεθ και τους υπόλοιπους που υπερασπίζονταν το νησί. Ο Σάουρον επιτέθηκε στη Μίνας Τίριθ και τη μετέτρεψε σε παρατηρητήριο του Μόργκοθ. Εκεί έμεινε ο Σάουρον και το όμορφο Τολ Σίριον μετατράπηκε στο Τολ-ιν-Γκάουρχοθ, το Νησί των Λυκανθρώπων.
Όταν ο Μόργκοθ έμαθε για τα κατορθώματα του Μπάραχιρ και των συντρόφων του, διέταξε τον Σάουρον να τους βρει και να τους σκοτώσει. Ο Γκόρλιμ, ένας απ' τους συντρόφους του Μπάραχιρ, αιχμαλωτίστηκε και τον έφεραν ενώπιον του Σάουρον. Τότε εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα ελευθέρωνε τον ίδιο και τη σύζυγό του, την Έιλινελ, αν του παρείχε πληροφορίες σε αντάλλαγμα. Υπό τον τρόμο της ματιάς του Σάουρον, ο Γκόρλιμ αποκάλυψε όλα όσα γνώριζε και έτσι η κρυψώνα του Μπάραχιρ και των συντρόφων του αποκαλύφθηκε στον εχθρό.
Ο Μπέρεν, ο γιος του Μπάραχιρ, υποσχέθηκε να εκδικηθεί για τον θάνατο του παρέρα του. Περιπλανήθηκε στο Ντορθόνιον σαν επικηρυγμένος και έκανε σπουδαία κατορθώματα που έγιναν γνωστά παντού. Τότε ο Μόργκοθ επικήρυξε το κεφάλι του Μπέρεν για πολύ υψηλό αντίτιμο, και ο Σάουρον διέταξε ένα μεγάλο στρατό από Λυκανθρώπους και φτερωτά θηρία να τον κυνηγήσουν. Αργότερα, ο Φίνροντ Φέλαγκουντ, ο Μπέρεν και οι δέκα σύντροφοί τους έφυγαν απ' τη Νάργκοθροντ σε αναζήτηση του Σίλμαριλ. Παρόλο που είχαν μεταμφιεστεί σε Όρκς, ο Σάουρον τους διέκρινε από μακριά - καθώς έμπαιναν στην κοιλάδα μεταξύ του Έρεντ Γουέθριν και του Τάουρ-νου-Φούιν - και ήταν καχύποπτος, καθότι τα Όρκς που περνούσαν από εκεί έπρεπε να του αναφέρονται. Έδωσε εντολή λοιπόν να τους πιάσουν και να τους φέρουν μπροστά του. Εκεί, ο Φίνροντ και ο Σάουρον πάλεψαν με τραγούδια δύναμης. Η δύναμη και των δύο ήταν τεράστια, αλλά ο Σάουρον ήταν πιο δυνατός. Έπειτα τους ξεγύμνωσε απ' τη μεταμφίεση των Όρκς αλλά δεν μπορούσε να διακρίνει ποιοι ήταν. Έδωσε εντολή να τους πετάξουν σε ένα σκοτεινό λάκκο, όπου ο ένας μετά τον άλλο καταβροχθίστηκαν από ένα Λυκάνθρωπο. Αντιστεκόμενοι στον τρόμο αυτό, αρνήθηκαν να προδώσουν ο ένας τον άλλο. Όταν όλοι οι σύντροφοί τους ήταν νεκροί, ο Φίνροντ και ο Μπέρεν ήταν οι τελευταίοι που παρέμειναν ακόμα ζωντανοί στον λάκκο του Σάουρον. Όταν ήρθε ένας Λυκάνθρωπος για να επιτεθεί στον Μπέρεν, ο Φίνροντ Φέλαγκουντ χρησιμοποίησε όλη του τη δύναμη για να τον νικήσει, και τα κατάφερε. Παρόλα αυτά, τραυματίστηκε πολύ βαριά και σύντομα πέθανε. Σε αυτή την πολύ σκοτεινή και άσχημη στιγμή, ήρθε η Λούθιεν στην γέφυρα του Τολ-ιν-Γκάουρχοθ και τραγούδησε. Ο Σάουρον, απ' τον πύργο του στη Μίνας Τίριθ, είδε την Λούθιεν και ήξερε ότι ήταν η διάσημη κόρη της Μέλιαν και του Θίνγκολ, και επιθυμούσε να την αιχμαλωτίσει και να την πάει στον Μόργκοθ. Έτσι έστειλε ένα λύκο στη γέφυρα, αλλά σφαγιάστηκε γρήγορα και αθόρυβα απ' τον Χούαν. Έστειλε και άλλους πολλούς και κάθε έναν που ερχόταν τον σκότωνε ο Χούαν. Τελικά, έστειλε τον Ντραουγκλούιν, τον αρχηγό των Λυκανθρώπων της Άνγκμπαντ. Η μάχη μεταξύ του Χούαν και του Ντραουγκλούιν ήταν μανιώδης. Στο τέλος, ο Ντραουγκλούιν έφυγε μακριά πριν πεθάνει, και είπε στον αφέντη του ότι ο Χούαν του Βάλινορ ήταν εκεί. Έτσι ο Σάουρον πήρε τη μορφή Λυκανθρώπου, την μεγαλύτερη που είχε δει ποτέ ο κόσμος, και πήγε προς τη γέφυρα. Πήδηξε για να επιτεθεί στη Λούθιεν, αλλά εκείνη έριξε τον μαγικό μανδύα της μπροστά στα μάτια του. Τότε ο Χούαν χύμηξε στον Σάουρον και άρχισαν να παλεύουν. Η δύναμη της κακίας του Σάουρον άφησε τη Λούθιεν αδύναμη και σχεδόν αναίσθητη, αλλά ο ίδιος δεν μπορούσε να δαμάσει τον λύκο του Βάλινορ, ούτε όταν πήρε τη μορφή φιδιού, ούτε στο τέλος με τη δική του μορφή. Παραχώρησε στη Λούθιεν την κυριαρχία του νησιού σε αντάλλαγμα με την ελευθερία του, και έπειτα πήρε τη μορφή νυχτερίδας και έφυγε μακριά για το Τάουρ-νου-Φούιν, σκορπίζοντας στο δάσος τον τρόμο.
Μετά τον Πόλεμο της Οργής, με τον Καταποντισμό του Νούμενορ και την καταστροφή των Θανγκορόντριμ, ο Σάουρον υιοθέτησε μια ωραία μορφή και έδειξε μετανιωμένος για τις κακιές του πράξεις από φόβο για την οργή των Βάλαρ. Τότε ο Έονγουε τον διέταξε να επιστρέψει στο Βάλινορ ώστε να λάβει την κρίση του Μάνγουε. Ο Σάουρον όμως δεν ήταν διατεθειμένος να περάσει τέτοιον εξευτελισμό, και έτσι έφυγε και κρύφτηκε στη Μέση-Γη.
Δεύτερη Εποχή
Αν και ο Σάουρον γνώριζε από παλιά ότι οι Άνθρωποι ήταν πιο εύκολο να εξουσιαστούν, εκείνος επεδίωξε να υποτάξει τα Ξωτικά στις υπηρεσίες του, καθότι ήταν πιο ισχυρά σε δύναμη. Έτσι, μετά από περίπου χίλια χρόνια απ' τον Πόλεμο της Οργής, ο Σάουρον έκρινε ότι οι Βάλαρ είχαν ξεχάσει τη Μέση-Γη και για άλλη μια φορά στράφηκε στο κακό. Αφότου έμεινε κρυμμένος και αύξησε στα κρυφά την δύναμή του, πήρε μια ωραία όψη και ονόμασε τον εαυτό του Άνναταρ, ο Άρχοντας των Δώρων. Τότε, το 1200 της Δεύτερης Εποχής, έγινε φίλος με τα Ξωτικά μεταλλουργούς του Ερέγκιον, συμβουλεύοντάς τους στις τέχνες και στη μαγεία. Δεν ήταν ποτέ ευπρόσδεκτος στο Λίντον, καθότι ο Έλροντ και ο Γκιλ-γκάλαντ δεν του είχαν εμπιστοσύνη (ούτε και η Γκαλάντριελ), αν και ποτέ δεν είχαν καταλάβει ποιος ήταν στην πραγματικότητα. Αλλού όμως ήταν ευπρόσδεκτος, ειδικά στο Ερέγκιον, όπου τα Ξωτικά μεταλλουργοί έμαθαν πολλά από αυτόν, διότι η δίψα τους για γνώση ήταν μεγάλη.
Υπό την διδασκαλία του Σάουρον στο Γκουέιθ-ι-Μιρντάιν (Gwaith-i-Mirdain, η αδελφότητα των Ξωτικών τεχνιτών της Δεύτερης Εποχής που ήταν ήταν υπό την ηγεσία του Κελεμπρίμπορ και που δημιούργησε τα Δαχτυλίδια της Δύναμης), ο Κελεμπρίμπορ, ο εγγονός του Φέανορ, έγινε περισσότερο ικανός από οποιονδήποτε άλλο, εκτός φυσικά από τον ίδιο τον Φέανορ. Το έτος 1500 της Δεύτερης Εποχής, όταν έφτασαν στο απόγειο της δύναμής τους, τα Ξωτικά άρχισαν να δημιουργούν τα Δαχτυλίδια της Δύναμης. Ο Σάουρον γνώριζε όλα τα μυστικά τους και το έτος 1600 της Δεύτερης Εποχής, δέκα χρόνια μετά την ολοκλήρωση των Δαχτυλιδιών της Δύναμης, δημιούργησε κρυφά το Ένα Δαχτυλίδι για να ελέγχει τους κατόχους των άλλων Δαχτυλιδιών. Για τον λόγο αυτό, τοποθέτησε το μεγαλύτερο μέρος της δύναμής του μέσα στο ίδιο το Δαχτυλίδι καθώς το σφυρηλατούσε στο Βουνό του Χαμού στη Μόρντορ. Ωστόσο τα Ξωτικά δεν παγιδεύτηκαν τόσο έυκολα. Μόλις ο Σάουρον φόρεσε το Ένα Δαχτυλίδι, εκείνα και ο Κελεμπρίμπορ τον αντιλήφθηκαν και κατάλαβαν ότι τους πρόδωσε, έτσι έκρυψαν τα Δαχτυλίδια τους από εκείνον και δεν τα χρησιμοποίησαν. Τότε ο Σάουρον απαίτησε να του τα δώσουν, διότι δεν θα τα είχαν φτιάξει χωρίς τη γνώση του. Τα Ξωτικά αρνήθηκαν και ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. Εκείνη την περίοδο, ο Σάουρον έγινε γνωστός ως Σκοτεινός Άρχοντας της Μόρντορ. Έφτιαξε το Μπαράντ-ντούρ, τον Σκοτεινό Πύργο, κοντά στο Βουνό του Χαμού, κατασκεύασε τη Μαύρη Πύλη της Μόρντορ για να εμποδίζει την εισβολή, και έθεσε μαζικούς στρατούς από Όρκς, Τρόλς και Ανθρώπους, κυρίως Ανατολίτες. Η δύναμη του Σάουρον έφτασε στο ζενίθ της 700 χρόνια μετά τη δημιουργία της Μόρντορ, τον 17ο αιώνα της Δεύτερης Εποχής.
Ο πόλεμος των Ξωτικών και του Σάουρον ήταν μια αιματηρή σύγκρουση που κατέστρεψε το Ερέγκιον και το μεγαλύτερο μέρος του Ερίαντορ. Ο Κελεμπρίμπορ σφαγιάστηκε και το σώμα του παλουκώθηκε και παρέλασε με αυτό η κεφαλή των λεγεώνων του Σάουρον. Τα Ξωτικά οπισθοχώρησαν σχεδόν στα Γαλάζια Βουνά, όσο οι σύμμαχοί τους οι Νάνοι (οι οποίοι επίσης απέρριψαν τον Σάουρον) υποχώρησαν πίσω από τα τείχη της Μόρια, όπου ο Σάουρον δεν μπορούσε να τους επιτεθεί. Ο Σάουρον ήταν αρχηγός σχεδόν όλης της Μέσης-Γης πέρα από τις ακτές, αλλά οι Νουμενόριανς, οι δυνατοί Άνθρωποι με καταγωγή από την γραμμή γενεάς του Μπέρεν και της Λούθιεν, που ζούσαν στο νησί του Νούμενορ στη θάλασσα μεταξύ της Μέσης-Γης και του Βάλινορ, ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των Ξωτικών για βοήθεια και έστειλαν δυνάμεις. Οι συνδυασμένοι στρατοί ανασυντάχθηκαν και κατάφεραν να νικήσουν τις δυνάμεις του Σάουρον στο Ερίαντορ μετά από σκληρή μάχη, αναγκάζοντας τον Σκοτεινό Άρχοντα να φύγει πίσω στη Μόρντορ.
Καθώς απέτυχε με τα Ξωτικά, αποφάσισε να μοιράσει τα Δαχτυλίδια της Δύναμης στους Ανθρώπους και στους Νάνους. Με τους Νάνους επίσης απέτυχε καθότι απεδείχθησαν σκληροί ως προς τη χειραγώγηση και αντιστάθηκαν στην διεφθαρμένη δύναμη των Δαχτυλιδιών. Ωστόσο, οι Άνθρωποι έπεσαν στην παγίδα και τελικά ξεθώριασαν και μετατράπηκαν στους Νάζγκουλ, τα Δαχτυλιδοφαντάσματα, τους μεγαλύτερους υπηρέτες του.
Παρ' όλα αυτά, ενώ η μεταγενέστερη εξουσία του Σάουρον δεν ταίριαξε ποτέ αρκετά στο μέγεθος που είχε κατά τη διάρκεια του πολέμου με τα Ξωτικά, πολλές από τις πατρίδες των πιο ισχυρών εχθρών του είχαν καταστραφεί. Σε σχέση με τους εχθρούς του, η αυτοκρατορία του Σάουρον ήταν στην πραγματικότητα σε ισχυρότερη θέση από ό, τι στο παρελθόν, αυτοκρατορία που συνέχισε να επεκτείνεται για να κυριαρχήσει στους βάρβαρους Ανθρώπους στο μακρινό νότο και στην ανατολή. Καθ 'όλη αυτή τη διάρκεια, ο Σάουρον παρέμεινε πιστός στην παλιά πίστη του, χτίζοντας ναούς στη λατρεία του Μόργκοθ, όπου τελούνταν ανθρώπινες θυσίες. Εξαιτίας αυτού, προς το τέλος της Δεύτερης Εποχής, ο Σάουρον πήρε τους τίτλους του "Άρχοντας της Γης" και "Βασιλιάς των Ανθρώπων".
Αυτό προσέβαλε τους αλαζόνες Νουμενόριανς οι οποίοι είχαν αρχίσει ήδη να πέφτουν στη Σκιά. Οι πηρήφανοι. Νουμενόριανς έφτασαν στη Μέση-Γη με μεγάλη οπλική δύναμη και οι δυνάμεις του Σάουρον το έσκασαν. Συνειδητοποιώντας ότι δεν θα μπορούσε να νικήσει τους Νουμενόριανς με στρατιωτική δύναμη, ο Σάουρον άφησε να τον πιάσουν αιχμάλωτο στο Νούμενορ υπό την βασιλεία του Αρ-Φαραζόν. Εκεί, πολύ σύντομα, από αιχμάλωτος έγινε σύμβουλος και ήταν γνωστός ως Ταρ-Μάιρον (Άριστος Βασιλέας). Προσηλύτισε πολλούς Νουμενόριανς στη λατρεία του Μόργκοθ και ο ίδιος έγινε Αρχιερέας της Λατρείας του Μέλκορ. Έβαλε να κόψουν το Λευκό Δέντρο και στη θέση του χτίστηκε ένας μεγάλος ναός, στον οποίο τελούνταν ανθρωποθυσίες, διώκοντας εκείνους που ήταν ακόμη Πιστοί στους Βάλαρ. Εντέλει, έπεισε τον βασιλιά Αρ-Φαραζόν να επαναστατήσει εναντίον των Βάλαρ και να επιτεθεί στο Βάλινορ, υποστηρίζοντας ότι θα κέρδιζαν την αθανασία. Ο Έρου, ο υπέρτατος θεός, παρενέβησε τότε άμεσα: το Νούμενορ βυθίστηκε κάτω απ' τη θάλασσα. Ο Σάουρον ήταν στο Νούμενορ στο Ναό του Μέλκορ και πιάστηκε στην επακόλουθη πλημμύρα, ώστόσο το πνεύμα του επέζησε, αν και σοβαρά αποδυναμωμένο απ' την καταστροφή και - πιθανώς έχοντας το Ένα Δαχτυλίδι - γύρισε πίσω στη Μέση-Γη.
Το πνεύμα του Σάουρον επέστρεψε στη Μόρντορ, όπου σιγά σιγά ανέκτησε τις δυνάμεις του κατά τη διάρκεια της περιόδου που είναι γνωστή ως "Σκοτεινά Χρόνια", και δεν ήταν εις θέση να πάρει ωραία μορφή. Τότε άρχισε να διοικεί μέσα από τον τρόμο και τη βία. Στο μεταξύ, μερικοί Πιστοί Νουμενόριανς, των οποίων ηγούταν ο Ελέντιλ, σώθηκαν απ' την πλημμύρα και ίδρυσαν στη Μέση-Γη τα βασίλεια της Γκόντορ και της Άρνορ. Ο Σάουρον ακόμη τους θεωρούσε θανάσιμους εχθρούς και ξεκίνησε επίθεση στη Γκόντορ το 3429 της Δεύτερης Εποχής. Αυτοί οι Άνθρωποι, υπό την ηγεσία του Ελέντιλ και των γιών του, σχημάτισαν την Τελευταία Συμμαχία με τα Ξωτικά του Λίντον που ήταν υπό την ηγεσία του βασιλιά Γκιλ-γκάλαντ, και μαζί πολέμησαν τον Σάουρον στο Πόλεμο της Τελευταίας Συμμαχίας. Η Συμμαχία προχώρησε εναντίον της Μόρντορ και νίκησε τις δυνάμεις του Σάουρον στη Μάχη του Ντάγκορλαντ, πολιορκώντας τελικά το Μπαράντ-ντούρ. Η πολιορκία διήρκησε επτά χρόνια, έως το 3441 της Δεύτερης Εποχής, όταν εντέλει ο Σάουρον άφησε το φρούριό του και αναμείχθηκε σε άμεση μάχη. Ο Ελέντιλ και ο Γκιλ-γκάλαντ πολέμησαν τον Σάουρον και τον νίκησαν, αλλά και οι δυό τους σκοτώθηκαν. Ο Ισίλντουρ, ο γιος του Ελέντιλ, έκοψε το Ένα Δαχτυλίδι απ' το δάχτυλο του Σάουρον και το πήρε. Αργότερα, το Δαχτυλίδι τον πρόδωσε και χάθηκε για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια. Μετά την ήττα του στον Πόλεμο της Τελευταίας Συμμαχίας, ο Σάουρον είχε χάσει την ικανότητά του να έχει φυσικό σώμα για πολύ καιρό.
Τρίτη Εποχή
Πιστεύεται ότι ο Σάουρον είχε φύγει στην μακρινή ανατολή για να κερδίσει ξανά την δύναμη και το σθένος του προτού επιστρέψει. Πριν από το 1000 της Τρίτης Εποχής δεν μπορούσε να πάρει ξανά σχήμα, όμως το 1050 η δύναμή του ήταν αρκετή ώστε ο ίδιος ξεκίνησε ξανά να απλώνει μια σκιά τμηματικά στη Μέση-Γη. Άρχισε να κατοικεί στο νότιο Μεγάλο Πράσινο Δάσος, διαλέγοντας το λόφο του Άμον Λανκ ως το μέρος για να χτιστεί το φρούριο του Ντολ Γκούλντουρ. Στην αρχή, οι Σοφοί νόμιζαν ότι ήταν ένας απ' τους Νάζγκουλ που είχε επιστρέψει και εγκατασταθεί στο νότιο Πράσινο Δάσος, αλλά όταν ο Γκάνταλφ εισήλθε στο φρούριο το 2063, η δύναμη στο Ντολ Γκούλντουρ έφυγε για την Ανατολή. Έτσι ξεκίνησε η Άγρυπνη Ειρήνη.
Η Άγρυπνη Ειρήνη
Ο Σάουρον επέστρεψε απ' την ανατολή το 2460 και κατοίκησε ξανά στο Ντολ Γκούλντουρ. Τελικά, ο Γκάνταλφ μετά από πίεση στο Λευκό Συμβούλιο πολλών εκατοντάδων χρόνων για να αναλάβουν δράση εναντίον του Νεκρομάντη, εισήλθε στα κρυφά στο Ντολ Γκούλντουρ το 2850 και έμαθε ότι ο Νεκρομάντης ήταν ο Σάουρον. Είχε πιάσει τον βασιλιά των Νάνων Θράιν Β' και είχε πάρει από εκείνον ένα από τα Επτά Δαχτυλίδια των Νάνων. Το 2851, το Λευκό Συμβούλιο πληροφορήθηκε για αυτό και ο Γκάνταλφ πρότεινε άμεση επίθεση στο φρούριο, αλλά ο Σάρουμαν ο Λευκός του αντιτάχθηκε, έχοντας ήδη μάθει για την παρουσία του Ενός Δαχτυλιδιού κοντά στα Γκλάντεν Φιλντς. Μετά απο ενενήντα χρόνια, το 2941, ο Γκάνταλφ επιτέλους υπερίσχησε στο Λευκό Συμβούλιο ώστε να επιτεθούν στο Ντολ Γκούλντουρ και να οδηγήσουν τον Σάουρον έξω. Σε αυτό το σημείο ο Σάουρον επέστρεψε στη Μόρντορ και ολοκήρωσε την ανακατασκευή του Μπαράντ-ντούρ, το οποίο είχαν προετοιμάσει για εκείνον οι Νάζγκουλ πολλά χρόνια πριν από αυτό.
Ο Πόλεμος του Δαχτυλιδιού
Ο Σάουρον ανέθρεψε στρατιές από Όρκς και συμμάχησε ή αιχμαλώτισε Ανθρώπους απ' την Ανατολή και το Νότο. Υιοθέτησε το σύμβολο του Άγρυπνου Ματιού και ήταν εις θέση να κάνει σαφείς τις προθέσεις του σε όλη τη Μέση-Γη, έτσι ώστε το Μάτι του Σάουρον ήταν ένα σύμβολο δύναμης και φόβου. Αφότου βασάνισε το Γκόλουμ, έμαθε ότι το Ένα Δαχτυλίδι βρέθηκε απ' τον Μπίλμπο Μπάγκινς. Έστειλε λοιπόν τους θανάσιμους υπηρέτες του, τους Νάζγκουλ, στο Σάιρ, και ανακάλυψε ότι τόσο ο Μπίλμπο όσο και ο ανηψιός του, ο Φρόντο, είχαν φύγει. Εν αγνοία του Σάουρον, ο Φρόντο - κατ' εντολή του Γκάνταλφ - εντάχθηκε στη Συντροφιά του Δαχτυλιδιού σε αποστολή για να καταστραφεί το Δαχτυλίδι. Συσπείρωσε τους τεράστιους στρατούς του για να κατακτήσει τα προπύργια της αντίστασης, και έστειλε τα Δαχτυλιδοφαντάσματα να βρουν και να σκοτώσουν τον Φρόντο. Περίπου τότε ήταν που έμαθε ότι ο Άραγκορν, ο Κληρονόμος του Ισίλντουρ, είχε επίσης ενταχθεί στην Συντροφιά του Δαχτυλιδιού.
Όταν ο στρατός του Σάρουμαν νικήθηκε στο Ίσενγκαρντ, ο Πίππιν κοίταξε μέσα στο Παλαντίρ του Όρθανκ και είδε τον Σάουρον, ο οποίος νόμιζε ότι το Χόμπιτ ήταν φυλακισμένος του Σάρουμαν. Αργότερα, ο Άραγκορν χρησιμοποίησε το Παλαντίρ για να αποκαλύψει τον εαυτό του στον Σάουρον. Ο Σάουρον έφτασε στο πρόωρο συμπέρασμα ότι ο Άραγκορν είχε το Δαχτυλίδι και έστειλε ένα στρατό διοικούμενο από τον δυνατότερο υπηρέτη του, τον Μάγο-Βασιλιά της Άνγκμαρ, για να ρίξει τη Μίνας Τίριθ. Αυτή η μάχη έγινε γνωστή ως η Μάχη στα Πεδία του Πέλεννορ, και παρ' όλο που ο Σάουρον έχασε τη μάχη, οι ελεύθερες δυνάμεις της Δύσης ήταν εξαιρετικά αποδυναμωμένες και ο Σάουρον είχε ακόμη αποθέματα επαρκών στρατευμάτων για να εξασφαλίσει στρατιωτική νίκη. Ωστόσο, εξαπατήθηκε απ' την στρατηγική του Γκάνταλφ, ο οποίος παρακίνησε τους Ελεύθερους Λαούς να κινηθούν εναντίον του Σάουρον, έτσι ώστε κατάφερε και αποτράβηξε το Μάτι του Σκοτεινού Άρχοντα απ' την πραγματική απειλή του Φρόντο, του Δαχτυλιδοκουβαλητή, ο οποίος έφτανε στο τέλος της αποστολής του να καταστρέψει το Ένα Δαχτυλίδι.
Ο Φρόντο, παρ' όλα αυτά, απέτυχε την τελευταία στιγμή, ανίκανος να αντισταθεί στη δύναμη του Δαχτυλιδιού στο μέρος όπου δημιουργήθηκε. Ο Σάουρον είδε τον Φρόντο καθώς έβαζε το Δαχτυλίδι και, αντιλαμβανόμενος ότι έχει ξεγελαστεί, έστειλε τους Νάζγκουλ στο Βουνό του Χαμού. Το Γκόλουμ, όμως, εντελώς ακούσια έσωσε τον Φρόντο παίρνοντας το Δαχτυλίδι σε μια απελπισμένη προσπάθεια να το αποκτήσει, και τότε έπεσε μαζί με αυτό στη φωτιά. Έτσι η σωματική δύναμη του Σάουρον στη Μέση-Γη έφτασε στο τέλος της. Το πνεύμα του υψώθηκε πάνω απ' τη Μόρντορ σαν ένα μαύρο σύννεφο, αλλά διώχτηκε από έναν δυνατό άνεμο που φύσηξε απ' τη Δύση. Ο Σάουρον πλέον ήταν σακατεμένος και ποτέ δεν θα σηκωνόταν ξανά, ακολουθώντας τον αρχαίο αρχηγό του, τον Μόργκοθ, στο Κενό.
5 σχόλια:
Δηνατο
Σε ευχαριστώ που ανέφερες την ιστορια του Σκοτεινού Άρχοντα Σαουρον,είναι ο αγαπημένος μου χαρακτήρας της Μέσης γης.
Μια ερωτηση είναι πολύ ενδιαφέρον τα όσα λέει αυτο το σαιτ για τα γεγονότα πριν τον άρχοντα των δαχτυλιδιων .Αλλά που ξέρουμε ότι ισχύουν όλα αυτα
Όλα όσα αναφέρονται στο site προέρχονται από τα γραπτά του ίδιου του Tolkien... Έχοντας διαβάσει πρόσφατα όλα τα βιβλία του συγγραφέα που τοποθετούνται στη Μέση Γη μπορώ να στο επιβεβαιώσω
Πολύ εμπεριστατωμένο . Συγχαρητήρια
Δημοσίευση σχολίου