Έλου Θίνγκολ

O Thingol, επίσης γνωστός ως Elu, ήταν ένα Ξωτικό με καταγωγή από τους Teleri κατά την Πρώτη Εποχή. Ήταν ο ιδρυτής και ο πρώτος Βασιλιάς του βορείου Βασιλείου του Doriath, Υψηλός Βασιλιάς των Sindar, σύζυγος της Maia Melian και πατέρας της Luthien. Γνωστός ως Elwë κατά τα πρώτα χρόνια των Eldar, ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Olwë, του Άρχοντα του Alqualondë, του Tol Eressëa και Υψηλού Βασιλιά των Teleri στο Aman. Ήταν επίσης καλός φίλος του Finwë, του πρώτου Υψηλού Βασιλιά των Noldor, τον καιρό προτού τα Ξωτικά φτάσουν στο Aman. Ως ο δεδομένος Άρχοντας του Beleriand, ο Thingol έγινε ένα από τα κεντρικά πρόσωπα της Πρώτης Εποχής, υποκινώντας την Αποστολή για το Silmaril, τη μεγαλύτερη νίκη του καιρού εκείνου, αλλά και την αιτία του δικού του χαμού. Το Εlu Thingol είναι η Sindarin εκδοχή του Quenya ονόματoς Elwë Singollo (Φαιοχίτων ή Γκριζοντυμένος).


Ο Θίνγκολ γεννήθηκε στην Κουιβιένεν σε καιρό πριν από τον Ήλιο και τη Σελήνη, όταν η Μέση-Γη φωτιζόταν μόνο από το φως των άστρων. Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός του Όλγουε, ενώ στις Ατέλειωτες Ιστορίες αναφέρεται ότι υπήρχε και ένας τρίτος αδερφός, ο Έλμο, απ' τον οποίο κατάγεται ο Κέλεμπορν. Τα μαλλιά του ήταν ασημένια και ήταν ο ψηλότερος όλων των Ξωτικών και των Ανθρώπων.

Μετά την Αιχμαλωσία του Μέλκορ, ο Βάλα Όρομε πήρε τρία Ξωτικά, τον Ίνγκουε, τον Φίνγουε και τον Έλγουε στο Βάλινορ, ώστε να πείσουν τα Ξωτικά να μείνουν με τους Βάλαρ στο Ευλογημένο Βασίλειο. Κατά την επιστροφή τους, οι τρεις πρεσβευτές των Ξωτικών έπεισαν πολλούς να πάνε μαζί τους για το Μεγάλο Ταξίδι προς τη Δύση. Κατά τη διάρκεια του μεγάλου ταξιδιού, τα Ξωτικά χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, τους Βάνυαρ, τους Νόλντορ και τους Τελέρι.
 
Οι Τελέρι, με επικεφαλής τον Έλγουε και τον αδελφό του, τον Όλγουε, ήταν η μεγαλύτερη και η πιο αργή ομάδα, και ήταν η τελευταία που έφτασε τις δυτικές ακτές της Μέσης-Γης. Οι Νόλντορ είχαν ήδη φύγει για το Βάλινορ, και οι Τελέρι αναγκάστηκαν να περιμένουν για λίγο στη Μέση-Γη. Σε αυτό το χρονικό διάστημα, ο Έλγουε περιπλανήθηκε στο δάσος του Ναν Έλμοθ, όπου συνάντησε και ερωτεύτηκε τη Μάια Μέλιαν. Παγιδευμένoι και οι δύο σε μια μαγεία δικής τους δημιουργίας, όπου στέκονταν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, ο Έλγουε και η Μέλιαν δεν μπορούσαν να βρεθούν από τους Τελέρι που τους αναζητούσαν. Όταν οι Βάλαρ επέστρεψαν για να πάρουν τα υπόλοιπα Ξωτικά στο Βάλινορ, μόνο μερικά από αυτά ακολούθησαν τον Όλγουε στη Μεγάλη Θάλασσα. Οι υπόλοιποι αγάπησαν τα εδάφη του Μπελέριαντ και αρνήθηκαν να φύγει χωρίς τον χαμένο Άρχοντά τους.


Η Βασιλεία του Ντόριαθ

Πάνω από διακόσια χρόνια πέρασαν προτού ο Έλγουε εμφανιστεί ξανά με τη σύζυγό του, τη Μέλιαν, πολύ αλλαγμένος από την τελευταία φορά που τον είδαν. Παρόλο που ήταν από πριν όμορφος και ευγενής, τώρα στεκόταν σαν Μάια ως το ψηλότερο από τα παιδιά του Ιλούβαταρ. Μάζεψε τους δικούς του και ίδρυσε το Βασίλειο του Ντόριαθ. Έγιναν οι Σίνταρ, ή τα "Γκρίζα Ξωτικά", και η γλώσσα τους ήταν η Σίνταριν. Από τότε ο Έλγουε ήταν γνωστός ως Βασιλιάς Έλου Θίνγκολ, και αξιώθηκε την κυριαρχία σε όλα τα εδάφη του Μπελέριαντ. Αν και ο Θίνγκολ ήταν βασιλιάς των Γκρίζων Ξωτικών που δεν είδαν ποτέ το φως των Δύο Δέντρων, ως Πρέσβης των Βάλαρ συγκαταλέχθηκε στα Υψηλά Ξωτικά και ήταν ίσος με κάθε Άρχοντα των Έλνταρ.

Με συμβουλές της
Μέλιαν, ο Θίνγκολ έγινε σύμμαχος των Νάνων του Μπέλεγκοστ, οι οποίοι σκάλισαν για εκείνον τα σπήλαια του Μένεγκροθ, και εκείνος τους έδωσε, μαζί με πολλά άλλα πράγματα, το μεγάλο μαργαριτάρι Νίμφελος.

Χίλια χρόνια πριν από την πρώτη ανατολή του Ήλιου και της Σελήνης τα Πράσινα Ξωτικά ήρθαν στο
Μπελέριαντ υπό τον Ντένεθορ. Ο Θίνγκολ τους καλωσόρισε και τους έδωσε τα εδάφη του Οσσίριαντ, το οποίο ονόμασαν Λίντον. Τα Πράσινα Ξωτικά ανέφεραν την εξάπλωση των Ορκς και άλλων κακών πλασμάτων στα βόρεια και ανατολικά της Μέσης-Γης. Τα Γκρίζα Ξωτικά άρχισαν να οπλίζονται.

Αιώνες αργότερα ο
Μέλκορ επέστρεψε στη Μέση-Γη. Ονομαζόμενος πλέον Μόργκοθ, είχε καταστρέψει τα Δύο Δέντρα, σκότωσε τον Φίνγουε, τον βασιλιά των Νόλντορ, και έκλεψε τα πανέμορφα Σίλμαριλς. Επιζητώντας να πάρει την κυριαρχία γρήγορα, ξεκίνησε μια ξαφνική επίθεση στα εδάφη των Σίνταρ. Η Πρώτη Μάχη του Μπελέριαντ πήγε καλά για τον Θίνγκολ, ο οποίος δεν άφησε κανένα Ορκ να εισβάλει στο Ντόριαθ, αλλά τα Πράσινα Ξωτικά είχαν τρομακτικές απώλειες και οι Φαλάθριμ πολιορκήθηκαν. Οι Φαλάθριμ σώθηκαν τελικά από την απρόσμενη άφιξη των Νόλντορ, οι οποίοι ξεκίνησαν τη Μάχη Κάτω από τα Άστρα (Dagor-nuin-Giliath), όπου οι δυνάμεις του Μόργκοθ εκμηδενίστηκαν.

Μετά την Πρώτη Μάχη του Μπελέριαντ, το Ντόριαθ περικυκλώθηκε από τη Ζώνη της Μέλιαν, έναν αδιαπέραστο μαγικός φράκτη που φρουρούσε το βασίλειο. Ενώ το δικό του βασίλειο προστατευόταν, ο Θίνγκολ ήταν ακόμη απρόθυμος να παραδώσει οποιοδήποτε άλλο έδαφος του Μπελέριαντ στους Νόλντορ, καθότι ήταν καχύποπτος με τους επιθετικούς νέους άρχοντες στη Μέση-Γη. Οι σχέσεις του Βασιλιά Θίνγκολ με τους Νόλντορ ήταν τεταμένες, και έγιναν ακόμη χειρότερες δεκαετίες αργότερα, όταν έμαθε την αλήθεια της Αδελφοκτονίας στο Αλκουαλόντε. Τότε ο Θίνγκολ απαγόρευσε τη χρήση της Κουένυα στα εδάφη του, και η Σίνταριν έγινε η κοινή γλώσσα των Ξωτικών στη Μέση-Γη. Ο Βασιλιάς του  Ντόριαθ αρνήθηκε να βοηθήσει τους Νόλντορ στη μάχη εναντίον του Μόργκοθ και έπαιξε μικρό ρόλο στην εξέλιξη του πολέμου.


Η Αποστολή για το Σίλμαριλ

Ο Θίνγκολ και η Μέλιαν είχαν μια κόρη που ονομαζόταν Λούθιεν, και λέγεται ότι ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχε ζήσει ποτέ. Η Λούθιεν ερωτεύτηκε έναν Άνθρωπο ονόματι Μπέρεν. Ο Θίνγκολ δεν ήθελε να παντρευτούν οι δυό τους, διότι ο ίδιος έδινε υψηλή αξιά στην κόρη του και δεν συμπαθούσε τους Ανθρώπους. Ως αντίτιμο για να δώσει το χέρι της κόρης του, ο Θίνγκολ ζήτησε για ένα Σίλμαριλ από το στέμμα του Μόργκοθ, πιστεύοντας ότι δεν υπήρχε κανένας τρόπος να εκπληρώσει ο Μπέρεν κάτι τέτοιο.

Ωστόσο, όταν ο Μπέρεν και η Λούθιεν επέστρεψαν από την Άνγκμπαντ, και όταν ο Μπέρεν του έδειξε το χαμένο χέρι του που εξακολουθούσε να κρατάει το
Σίλμαριλ στην κοιλιά του Κάρχαροθ, η καρδιά του μαλάκωσε απέναντί του. Σύντομα, όμως, ο Κάρχαροθ στην αγωνία και την οργή του από το Σίλμαριλ που του έκαιγε τα σωθικά, πέρασε απ' τη Ζώνη της Μέλιαν και μπήκε στο Ντόριαθ. Τότε, ο Θίνγκολ, μαζί με τον Μπέρεν, τον Μάμπλουνγκ, τον Μπέλεγκ και τον Χούαν, το λυκόσκυλο του Βάλινορ, ξεκίνησαν το κυνήγι του λύκου. Ο Κάρχαροθ τελικά σκοτώθηκε από τον Χούαν, αλλά και ο Χούαν και ο Μπέρεν πέθαναν. Μετά από αυτό, η Λούθιεν πέθανε επίσης, και πηγαίνοντας στις Αίθουσες του Μάντος ικέτευσε για την επιστροφή του Μπέρεν στη ζωή. Ωστόσο, ήταν πέρα ​​από τη δύναμη του Μάντος να εμποδίσει τις ψυχές των Ανθρώπων από το να πάνε πέρα ​​από τους Κύκλους του Κόσμου. Ως εκ τούτου, ο Ιλούβαταρ, μέσω του Μάνγουε, της πρότεινε να ζήσει ξανά μαζί με τον Μπέρεν, όμως εκείνη θα μοιραζόταν το Δώρο των Ανθρώπων, το θάνατο. Συμφώνησε, κι έτσι οι δύο τους ήρθαν πίσω στη ζωή κι έζησαν το υπόλοιπο της ζωής τους στο Τολ Γκάλεν, μακριά από τα βλέμματα των άλλων θνητών.


Τούριν Τουράμπαρ

O Θίνγκολ υιοθέτησε ένα νεαρό Άνθρωπο που λεγόταν Τούριν, γιος του Χούριν, ο οποίος στάλθηκε στο
Ντόριαθ όταν ήταν επτά ετών. Όταν μεγάλωσε, του επετράπη να ενταχθεί με τον Μπέλεγκ Κουθάλιον στο στρατό του Ντόριαθ για την καταπολέμηση των Ορκς του Μόργκοθ. Ο Τούριν προκάλεσε κατά λάθος το θάνατο του Σάερος, έναν από τους συμβούλους του Θίνγκολ, ο οποίος τον προκάλεσε και του επιτέθηκε, όμως ο Τούριν έφυγε προτού τιμωρηθεί ή συγχωρεθεί. Ο Θίνγκολ έδωσε στον Μπέλεγκ άδεια για να αναζητήσει τον φίλο του, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε ενταχθεί σε μια ομάδα παρανόμων. Λέγοντας στον Θίνγκολ ότι ο Τούριν δεν επιθυμούσε να επιστρέψει, ο βασιλιάς επέτρεψε στον Μπέλεγκ να πάει και να ενταχθεί με τον φίλο του, και του έδωσε το μαύρο σπαθί Άνγκλαχελ που είχε σφυρηλατήσει ο Έολ και είχε δοθεί στον Θίνγκολ.


Το Ναουγκλάμιρ και ο Χαμός του Θίνγκολ

Λίγο καιρό μετά τον τραγικό θάνατό του Τούριν, επετράπη στον πατέρα του, τον Χούριν, ο οποίος ήταν πλέον γέρος, να εισέλθει στο Μένεγκορθ με μια ομάδα παρανόμων, όπου οργισμένος έριξε το Ναουγκλάμιρ, το θησαυρό της Νάργκοθροντ, μπροστά στο βασιλιά Θίνγκολ και τον "ευχαρίστησε" για την βοήθεια που πρόσφερε στον γιο του. Αυτό εξόργισε τους παράνομους, οι οποίοι προσπάθησαν να πάρουν το χρυσό πίσω, αλλά σκοτώθηκαν από τους φύλακες του Θίνγκολ.

Εκείνη την εποχή ήρθε στην καρδιά του Θίνγκολ η επιθυμία να πάρει το Ναουγκλάμιρ και να τοποθετήσει πάνω του το
Σίλμαριλ, συνδυάζοντας έτσι μαζί δύο από τις μεγαλύτερες δημιουργίες που είχαν κάνει τα Ξωτικά και οι Νάνοι. Προσέλαβε λοιπόν κάποιους Νάνους τεχνίτες για να το κάνουν. Αλλά όταν οι Νάνοι τελείωσαν, το Ναουγκλάμιρ - που πλέον ήταν το ομορφότερο κόσμημα σε ολόκληρη την Άρντα - τους είχε γίνει έμμονη ιδέα και το ζήτησαν ως πληρωμή για την εργασία τους. Αυτό εξαγρίωσε τον Θίνγκολ, ο οποίος επίσης είχε γίνει εμμονικός με το κόσμημα, και αρνήθηκε να το δώσει, συνειδητοποιώντας ότι οι Νάνοι επιθυμούσαν το Σίλμαριλ. Οι Νάνοι, εξοργισμένοι από τα σκληρά λόγια του, του επιτέθηκαν και τον σκότωσαν. Ακολούθησε η Λεηλασία του Μένεγκροθ και την καταστροφή του Ντόριαθ. Ο κληρονόμος του Θίνγκολ ήταν ο Ντίορ Ελουχίλ, ο γιος του Μπέρεν και της Λούθιεν.


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δηλαδή η Γκαλάντριελ με τον Κελεμπορν ήταν συγγενεις αφου ο Φινάρφιν παντρεύτηκε την κόρη του Όλγουε που με τον Έλγουε ήταν αδέρφια. Και ο γιος του Έλγουε ήταν ο Κέλεμπορν.

Melian είπε...

Σωστά, ο πατέρας του Celeborn, o Galadhon, ήταν 1ος ξάδερφος με την Earwen, κόρη του Olwe και μανα της Galadriel κ του Finarfin